Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος
Ἦταν Ἱερέας στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς ὑπηρεσία ἀφοσίωσης στὸ Χριστὸ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ὅταν τὸ 198 ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Λουκιανὸς ἔφερε μπροστά του τὸ Χαράλαμπο καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν βασάνιζε πολὺ σκληρά, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας Ἱερέας χαμογέλασε καὶ ἀπάντησε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς πολέμους, ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες δὲν ἐπιθυμοῦν τὸν ἥσυχο θάνατο στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ τὸν δοξασμένο τῆς μάχης. Σὲ μένα ὑπάρχουν τὰ γηρατειά, ἀλλὰ νὰ μάθετε καλὰ ὅτι στοὺς δικούς μας ἀγῶνες τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ αὐταπάρνηση. Αὐτὰ δὲν πέφτουν μὲ τὴν ἡλικία, ἀλλὰ μένουν πάντοτε ἀνθηρὰ καὶ νέα. Ἀμφιβάλλεις, ἔπαρχε; Δοκίμασε.
Καὶ θὰ δεῖς ὅτι μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ κουρασθοῦν ὅλοι οἱ ἀκμαῖοι δήμιοί σου, χωρὶς ὁ ἱερέας Χαράλαμπος νὰ ζητήσει τὴν ἐπιείκειά σου». Ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἔπαρχος, διατάζει καὶ τὸν γδέρνουν ζωντανό. Αὐτός, ὅμως, ἀντὶ νὰ σπαράζει ἀπὸ τὸν πόνο, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀντοχὴ ποὺ τοῦ ἔδινε. Τότε πολλοὶ δήμιοι, ποὺ ἔβλεπαν αὐτὸ τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸ Χριστό. Φοβισμένος ὁ ἔπαρχος τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Σεβῆρος, μὴ μπορῶντας νὰ τὰ βγάλει πέρα μαζί του, τὸν ἀποκεφάλισε σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν.
Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Γυναῖκες
Αὐτὲς ἦταν παροῦσες στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὰ θαύματά του, πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ ἀποκεφαλίστηκαν στὴ Μαγνησία.
Οἱ Ἅγιοι Βάπτος (ἢ Δαῦκτος) καὶ Πορφύριος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ βασάνισαν μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου τὸν ἅγιο Χαράλαμπο. Ἐπειδὴ ὅμως στὶς καρδιές τους ὑπῆρχε εὐσεβὴς διάθεση, ὁ Θεὸς τοὺς ἔφερε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἠθικὴ λάμψη, ποὺ καταύγαζε τὸν μάρτυρα, φώτισε τὴν ψυχή τους καὶ τὴν ἔκανε νὰ πιστέψει στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀφοῦ πέταξαν τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητοῦσαν συγχώρηση. Ἡ φανερὴ αὐτὴ ἐνέργειά τους ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης, κίνησε ἐναντίον τους τὴν μανία τοῦ ἐπάρχου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ἐπὶ τόπου καὶ νὰ πάρουν ἔτσι τὸ αἰώνιο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἁγίες Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνη καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος
Ἡ Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα καὶ ἡ Οὐαλεντίνη ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ὅταν διώκονταν οἱ χριστιανοὶ καὶ βασανίζονταν στὴν Παλαιστίνη, καταγγέλθηκε καὶ ἡ Ἐνναθᾶ στὸν ἡγεμόνα Φιρμιλιανό. Ἡ γενναία κόρη δήλωσε ἀμέσως ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ συμβούλευσε τὸν ἡγεμόνα νὰ μελετήσει καὶ αὐτὸς τὴν χριστιανικὴ θρησκεία γιὰ νὰ βρεῖ τὴν σωτηρία του. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία της, τὴν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὴν βασάνιζαν ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ τὸ μαρτύριό της ἔβλεπε καὶ ἡ Οὐαλεντίνη. Ἡ τίμια ψυχή της δὲν μπόρεσε νὰ ὑποφέρει τὴν σιωπή. Ἀποφασιστικὰ προχώρησε καὶ ἔκανε παρατηρήσεις στὸν Φιρμιλιανό. Τότε καὶ αὐτὴ εἶχε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὴν Ἐνναθᾶ. Ὅμως, τὴν στιγμὴ ἐκείνη, παρουσιάστηκε κάποιος νέος, ποὺ ὀνομαζόταν Παῦλος καὶ μὲ θάῤῥος στιγμάτισε τὸ κακούργημα τοῦ Φιρμιλιανοῦ. Αὐτὸς τότε ἐξοργισμένος, διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Παῦλο καὶ νὰ κάψουν ζωντανὲς τὴν Ἐνναθᾶ καὶ τὴν Οὐαλεντίνη. Ἔτσι οἱ τρεῖς Ἅγιοι Μάρτυρες πῆραν τὰ οὐράνια ἀθάνατα στεφάνια.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Σύμφωνα μὲ τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» τοῦ Μ. Γαλανοῦ, οἱ διάφοροι Συναξαριστὲς καθὼς καὶ τὰ Μηναῖα, ἀπὸ παραδρομὴ ἀναφέρουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ μνήμη τοῦ Ἀναστασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐννοοῦν δὲ τὸν Ἀναστάσιο ἐκεῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατριάρχη Γερμανὸ ἀφοῦ τὸν ὑποστήριξε ὁ Λέων ὁ Γ´ καὶ συνέπραξε ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτὸς ἦταν τόσο μισητὸς στὸν κόσμο τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, τὴν στιγμὴ ποὺ γινόταν πατριάρχης, εὐσεβεῖς καὶ σεμνὲς γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὤρμησαν στὴν Ἐκκλησία μὲ πέτρες καὶ ξύλα, καί, φωνάζοντάς τον πληρωμένο προδότη καὶ λύκο, τὸν ἔδιωξαν. Τέτοιος ἐλεεινὸς Ἱεράρχης, δὲν ἔχει φυσικὰ καμιὰ θέση στὴν τάξη τῶν Ἁγίων. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡ τιμὴ ἀνήκει σὲ ἄλλο Ἀναστάσιο, πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ποὺ ὑπῆρξε ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή του. Ἔχασε μάλιστα καὶ τὸ θρόνο του ὑποστηρίζοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα. Τὴν ὀρθὴ αὐτὴ γνώμη χρεωστοῦμε στὸ σοφὸ πατριάρχη Κωνστάντιο τὸν Α´.
Μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου
Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ γιὸς πλουσίων καὶ εὐγενῶν γονέων. Ἐπὶ βασιλέως Οὐάλη (365) ἔκανε χρέη διακομιστῆ τῶν γραμμάτων του. Ὅταν πέθανε ὁ Οὐάλης, ἀμέσως ὁ Ζήνων ἔριξε τὴν στρατιωτικὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕνα μεγάλο τάφο (πολλοὺς τέτοιους τάφους εἶχε τὸ βουνὸ τῆς Ἀντιοχείας) μπῆκε μέσα σ᾿ αὐτὸν καὶ καθάριζε τὴν ψυχή του μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τὸ στρῶμα του ἦταν μία στοῖβα ἀπὸ χορτάρια πάνω σὲ πέτρες. Ἦταν ντυμένος μὲ ἕνα τριμμένο ῥάσο, ἡ τροφή του λίγο ψωμί, ποὺ τοῦ ἔφερνε κάθε δυὸ μέρες κάποιος φίλος του καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔφερνε ἀπὸ πολὺ μακριὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτό λέγεται ὅτι, ὅταν ἐπέδραμαν στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ Ἴσαυροι καὶ σκότωναν πολλοὺς ἀσκητές, ὁ Ζήνων μὲ τὴν προσευχή του τοὺς τύφλωσε, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ μὴ βλέπουν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ζήνων, σὲ βαθιὰ γεράματα παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του στὸν Θεό.
Διήγηση Περί ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ Σεβασμοῦ τῆς Ἱερᾶς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἑξῆς: Στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Ὅταν γέρασε, ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ τότε κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι σημαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ ὅταν εἶχε θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ᾿ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε πρόθυμα τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυματουργικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ὑπάκουος γιὸς δέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν πούλησε σ᾿ ἕναν πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κων/νο. Αὐτὸς ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Κάποτε ὅμως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν χαρτοφύλακα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος μπῆκε στὸ δωμάτιο τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυρία του μοιχευόταν μὲ ἕνα δοῦλο της. Ἀλλ᾿ ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅμως γυναῖκα τοῦ πατρικίου, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴν βίασε. Τότε ὁ πατρίκιος θυμωμένος, συνεννοήθηκε μὲ τὸν ἔπαρχο νὰ τοῦ στείλει τὸν Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ Θεόφιλος συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε θεία Λειτουργία καὶ μπῆκε μέσα γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κομμένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήμιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόμισε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀμέσως μετὰ ἔφτασε καὶ ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ μὲ τὸ κεφάλι τὸ μετέφερε στὸν πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὁ πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου μέσα στὸ σακί, ἔμειναν ἄφωνοι. Ἡ γυναῖκα τοῦ πατρικίου τότε, ἔντρομη γιὰ τὴν θεία δίκη, ἐξομολογήθηκε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄντρα της καὶ ζήτησε δημόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος, ἀγάπησε ἀκόμα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε κληρονόμο σ᾿ ὅλη του τὴν περιουσία.
Ἦταν Ἱερέας στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς ὑπηρεσία ἀφοσίωσης στὸ Χριστὸ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ὅταν τὸ 198 ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Λουκιανὸς ἔφερε μπροστά του τὸ Χαράλαμπο καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν βασάνιζε πολὺ σκληρά, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας Ἱερέας χαμογέλασε καὶ ἀπάντησε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς πολέμους, ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες δὲν ἐπιθυμοῦν τὸν ἥσυχο θάνατο στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ τὸν δοξασμένο τῆς μάχης. Σὲ μένα ὑπάρχουν τὰ γηρατειά, ἀλλὰ νὰ μάθετε καλὰ ὅτι στοὺς δικούς μας ἀγῶνες τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ αὐταπάρνηση. Αὐτὰ δὲν πέφτουν μὲ τὴν ἡλικία, ἀλλὰ μένουν πάντοτε ἀνθηρὰ καὶ νέα. Ἀμφιβάλλεις, ἔπαρχε; Δοκίμασε.
Καὶ θὰ δεῖς ὅτι μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ κουρασθοῦν ὅλοι οἱ ἀκμαῖοι δήμιοί σου, χωρὶς ὁ ἱερέας Χαράλαμπος νὰ ζητήσει τὴν ἐπιείκειά σου». Ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἔπαρχος, διατάζει καὶ τὸν γδέρνουν ζωντανό. Αὐτός, ὅμως, ἀντὶ νὰ σπαράζει ἀπὸ τὸν πόνο, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀντοχὴ ποὺ τοῦ ἔδινε. Τότε πολλοὶ δήμιοι, ποὺ ἔβλεπαν αὐτὸ τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸ Χριστό. Φοβισμένος ὁ ἔπαρχος τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Σεβῆρος, μὴ μπορῶντας νὰ τὰ βγάλει πέρα μαζί του, τὸν ἀποκεφάλισε σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν.
Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Γυναῖκες
Αὐτὲς ἦταν παροῦσες στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὰ θαύματά του, πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ ἀποκεφαλίστηκαν στὴ Μαγνησία.
Οἱ Ἅγιοι Βάπτος (ἢ Δαῦκτος) καὶ Πορφύριος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ βασάνισαν μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου τὸν ἅγιο Χαράλαμπο. Ἐπειδὴ ὅμως στὶς καρδιές τους ὑπῆρχε εὐσεβὴς διάθεση, ὁ Θεὸς τοὺς ἔφερε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἠθικὴ λάμψη, ποὺ καταύγαζε τὸν μάρτυρα, φώτισε τὴν ψυχή τους καὶ τὴν ἔκανε νὰ πιστέψει στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀφοῦ πέταξαν τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητοῦσαν συγχώρηση. Ἡ φανερὴ αὐτὴ ἐνέργειά τους ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης, κίνησε ἐναντίον τους τὴν μανία τοῦ ἐπάρχου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ἐπὶ τόπου καὶ νὰ πάρουν ἔτσι τὸ αἰώνιο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἁγίες Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνη καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος
Ἡ Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα καὶ ἡ Οὐαλεντίνη ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ὅταν διώκονταν οἱ χριστιανοὶ καὶ βασανίζονταν στὴν Παλαιστίνη, καταγγέλθηκε καὶ ἡ Ἐνναθᾶ στὸν ἡγεμόνα Φιρμιλιανό. Ἡ γενναία κόρη δήλωσε ἀμέσως ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ συμβούλευσε τὸν ἡγεμόνα νὰ μελετήσει καὶ αὐτὸς τὴν χριστιανικὴ θρησκεία γιὰ νὰ βρεῖ τὴν σωτηρία του. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία της, τὴν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὴν βασάνιζαν ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ τὸ μαρτύριό της ἔβλεπε καὶ ἡ Οὐαλεντίνη. Ἡ τίμια ψυχή της δὲν μπόρεσε νὰ ὑποφέρει τὴν σιωπή. Ἀποφασιστικὰ προχώρησε καὶ ἔκανε παρατηρήσεις στὸν Φιρμιλιανό. Τότε καὶ αὐτὴ εἶχε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὴν Ἐνναθᾶ. Ὅμως, τὴν στιγμὴ ἐκείνη, παρουσιάστηκε κάποιος νέος, ποὺ ὀνομαζόταν Παῦλος καὶ μὲ θάῤῥος στιγμάτισε τὸ κακούργημα τοῦ Φιρμιλιανοῦ. Αὐτὸς τότε ἐξοργισμένος, διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Παῦλο καὶ νὰ κάψουν ζωντανὲς τὴν Ἐνναθᾶ καὶ τὴν Οὐαλεντίνη. Ἔτσι οἱ τρεῖς Ἅγιοι Μάρτυρες πῆραν τὰ οὐράνια ἀθάνατα στεφάνια.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Σύμφωνα μὲ τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» τοῦ Μ. Γαλανοῦ, οἱ διάφοροι Συναξαριστὲς καθὼς καὶ τὰ Μηναῖα, ἀπὸ παραδρομὴ ἀναφέρουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ μνήμη τοῦ Ἀναστασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐννοοῦν δὲ τὸν Ἀναστάσιο ἐκεῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατριάρχη Γερμανὸ ἀφοῦ τὸν ὑποστήριξε ὁ Λέων ὁ Γ´ καὶ συνέπραξε ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτὸς ἦταν τόσο μισητὸς στὸν κόσμο τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, τὴν στιγμὴ ποὺ γινόταν πατριάρχης, εὐσεβεῖς καὶ σεμνὲς γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὤρμησαν στὴν Ἐκκλησία μὲ πέτρες καὶ ξύλα, καί, φωνάζοντάς τον πληρωμένο προδότη καὶ λύκο, τὸν ἔδιωξαν. Τέτοιος ἐλεεινὸς Ἱεράρχης, δὲν ἔχει φυσικὰ καμιὰ θέση στὴν τάξη τῶν Ἁγίων. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡ τιμὴ ἀνήκει σὲ ἄλλο Ἀναστάσιο, πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ποὺ ὑπῆρξε ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή του. Ἔχασε μάλιστα καὶ τὸ θρόνο του ὑποστηρίζοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα. Τὴν ὀρθὴ αὐτὴ γνώμη χρεωστοῦμε στὸ σοφὸ πατριάρχη Κωνστάντιο τὸν Α´.
Μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου
Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ γιὸς πλουσίων καὶ εὐγενῶν γονέων. Ἐπὶ βασιλέως Οὐάλη (365) ἔκανε χρέη διακομιστῆ τῶν γραμμάτων του. Ὅταν πέθανε ὁ Οὐάλης, ἀμέσως ὁ Ζήνων ἔριξε τὴν στρατιωτικὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕνα μεγάλο τάφο (πολλοὺς τέτοιους τάφους εἶχε τὸ βουνὸ τῆς Ἀντιοχείας) μπῆκε μέσα σ᾿ αὐτὸν καὶ καθάριζε τὴν ψυχή του μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τὸ στρῶμα του ἦταν μία στοῖβα ἀπὸ χορτάρια πάνω σὲ πέτρες. Ἦταν ντυμένος μὲ ἕνα τριμμένο ῥάσο, ἡ τροφή του λίγο ψωμί, ποὺ τοῦ ἔφερνε κάθε δυὸ μέρες κάποιος φίλος του καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔφερνε ἀπὸ πολὺ μακριὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτό λέγεται ὅτι, ὅταν ἐπέδραμαν στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ Ἴσαυροι καὶ σκότωναν πολλοὺς ἀσκητές, ὁ Ζήνων μὲ τὴν προσευχή του τοὺς τύφλωσε, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ μὴ βλέπουν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ζήνων, σὲ βαθιὰ γεράματα παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του στὸν Θεό.
Διήγηση Περί ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ Σεβασμοῦ τῆς Ἱερᾶς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἑξῆς: Στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Ὅταν γέρασε, ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ τότε κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι σημαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ ὅταν εἶχε θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ᾿ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε πρόθυμα τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυματουργικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ὑπάκουος γιὸς δέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν πούλησε σ᾿ ἕναν πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κων/νο. Αὐτὸς ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Κάποτε ὅμως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν χαρτοφύλακα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος μπῆκε στὸ δωμάτιο τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυρία του μοιχευόταν μὲ ἕνα δοῦλο της. Ἀλλ᾿ ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅμως γυναῖκα τοῦ πατρικίου, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴν βίασε. Τότε ὁ πατρίκιος θυμωμένος, συνεννοήθηκε μὲ τὸν ἔπαρχο νὰ τοῦ στείλει τὸν Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ Θεόφιλος συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε θεία Λειτουργία καὶ μπῆκε μέσα γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κομμένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήμιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόμισε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀμέσως μετὰ ἔφτασε καὶ ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ μὲ τὸ κεφάλι τὸ μετέφερε στὸν πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὁ πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου μέσα στὸ σακί, ἔμειναν ἄφωνοι. Ἡ γυναῖκα τοῦ πατρικίου τότε, ἔντρομη γιὰ τὴν θεία δίκη, ἐξομολογήθηκε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄντρα της καὶ ζήτησε δημόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος, ἀγάπησε ἀκόμα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε κληρονόμο σ᾿ ὅλη του τὴν περιουσία.