Ήταν περασμένες 12:00 και στην οθόνη της τηλεόρασης άκουσα το κλάμα ενός μωρού. Το θέαμα ήταν απόλυτα σοκαριστικό. Τόσο που το οξυγόνο της καρδιάς και των ονείρων μου ελαττώθηκε απότομα.
Ενα μωράκι λίγων μόλις μηνών περιμένει την απογραφή του. Μια ατελείωτη ανθρώπινη ουρά στέκεται μέσα στο κρύο. Εκείνο κουρνιάζει μέσα στην αγκαλιά της ταλαιπωρημένης μάνας του. Ένας ένας άνθρωποι με πρόσωπα σκιασμένα από τον φόβο, την απελπισία και το πόνο, λαμβάνουν αριθμούς από ένα αστυνόμο. Όχι σε δελτία. Ούτε σε χαρτιά. Αλλά στο χέρι με μαρκαδόρο άσπρο. Σφραγίζονται με αριθμούς πάνω στην σάρκα τους. Ούτε το μωρό εξαιρέθηκε. Γέμισε το χεράκι του με ένα τεράστιο αριθμό. Βλέπετε είναι και αυτό «λαθραίο». Σφράγισμα κανονικό.
Όχι το σφράγισμα που αιώνες τώρα περιμένουν μερικοί από τον αντίχριστο, αλλά το σφράγισμα που καθημερινά δύνεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια στους «κολασμένους» της Γής. Κράτη, κυβερνήσεις, στρατοί και αστυνομίες,"ισχυροί" και "δυνατοί" του κόσμου τούτου, χαράσσουν στα μπράτσα, στα σώματα, στις κοινωνίες, στους λαούς, μα κυρίως στις ψυχές φτωχών, αδυνάτων, μεταναστών το χάραγμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Την σφραγίδα της εξαθλίωσης, της υποτέλειας, του κοινωνικού αποκλεισμού.
Βέβαια εμείς αναζητούμε ένα μεταφυσικό ή υπερφυσικό αντίχριστο, αγνοώντας ή εσκεμμένα παραθεωρώντας τον αντίχριστο που σαρκώνεται μέσα στην ζωή και τις πράξεις μας.
Εκείνο το κλάμα του μωρού, αυτό το «λαθραίο» κλάμα δεν έλεγε να σωπάσει. Και όσο δυνάμωνε τόσο μεγάλωνε μέσα μου το χρέος και η ευθύνη. Η αίσθηση ότι έκρυψα τον εγωπαθή ναρκισσισμό μου πίσω από μια αμφίβολη εσωτερικότητα και πνευματικότητα. Ότι μασκάρεψα τον ατομικισμό μου πίσω από «θεολογίες» και «πνευματικές αναζητήσεις». Σώπασα την καρδιά μου και έχασα την ανθρωπιά μου. Μα αλήθεια πιο Θεό μπορώ να συναντήσω όταν καθημερινά χάνω τον άνθρωπο. Πια πνευματικότητα μπορεί να κτιστεί πάνω σε μια κατεστραμμένη ανθρωπινότητα ;
Σκεφτήκατε άραγε ποτέ γιατί τόσο συχνά οι άνθρωποι της θρησκείας είναι τόσο μα τόσο σκληροί; Ίσως γιατί στην προσπάθεια τους να γίνουν Θεοί ξέχασαν να γίνουν πρώτα άνθρωποι.
Αυτά σκεφτόμουν ώσπου την θλίψη μου σκόρπισε ένας παράξενος ήχος. Ακουγόταν σπασμωδικά αλλά δυνατά. Ο θόρυβος ερχόταν από έξω. Κατευθύνθηκαν προς αυτόν. Έφτασα λίγα βήματα από την πόρτα. Ήταν και προχωρημένη η ώρα. Ωστόσο δεν έπαυε να με προσκαλεί. Άνοιξα την πόρτα. Στο απέναντι τοίχο, λίγα μόλις μέτρα, ένας άνθρωπος έγραφε. Ο ήχος ήταν από το σπρέι. Ένα σύνθημα στο τοίχο.
Με κατάλαβε αλλά δεν έδειξε να φοβάται. Ήταν απόλυτα ήρεμος και αποφασισμένος να τελειώσει αυτό που έγραφε. Σε λίγα δεύτερα είχε ολοκλήρωση την διαδικασία. Με κοίταξε και χάθηκε μες στην νύχτα. Και όμως ήταν τόσο παράδοξο αυτό που συνέβαινε. Τα μάτια του, το πρόσωπο του μου ήταν τόσο γνωστά. Τόσο οικεία. Ωστόσο δεν μπορούσα να θυμηθώ.
Πλησίασα τον τοίχο γεμάτος περιέργεια για να δω τι είχε γράψει. «Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος. Δεν υπάρχουν άνθρωποι λαθραίοι…..».
Συγκλονίστηκα. Θυμήθηκα το ρεπορτάζ με τους μετανάστες που μόλις είχα δει. Ήρθε για ακόμη μια φορά στα μάτια μου το νούμερο πάνω στα παρθενικά χεράκια του μωρού. Άκουσα και πάλι το κλάμα διαμαρτυρίας του « Δεν είμαι λαθραίος, άνθρωπος είμαι….»
Το βράδυ πριν πέσω για ύπνο άναψα το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα. Τότε μονάχα θυμήθηκα που είχα ξαναδεί τα μάτια εκείνα που πριν από λίγο με είχε κοιτάξει στον απέναντι τοίχο.
π. Λίβυος