(Από το διήγημά του “Η Ντελησυφέρω”)
της Μαρίας Κουτούση-Σύψα, φιλολόγου
Ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευτικός και με πλατιά γνώση της εκκλησιαστικής ζωής, μας άφησε υπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, καθώς βέβαια και Πρωτοχρονιάτικα και Πασχαλινά. Μάλιστα κάποιοι τον επέκριναν, γιατί επέμενε τόσο πολύ σε θρησκευτικού περιεχομένου διηγήματα. Ωστόσο ο ίδιος τους απαντά: “Το επ’ εμοί ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε ίδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιληθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σού μνησθώ”.
Μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα, όπως εξάλλλου σ’ όλο το έργο του Παπαδιαμάντη, συναντάμε ανθρώπους απλούς, ταπεινούς, καλωσυνάτους, βασανισμένους, αλλά και αγωνιστικούς, κάποτε μάλιστα και γραφικούς, που προκαλούν τη θυμηδία στον αναγνώστη με τις παιδιάστικες σχεδόν αδυναμίες τους ή τις προλήψεις και ιδιαιτερότητές τους. Είναι και αυτές, πιστεύει ο Παπαδιαμάντης, δεμένες με τη ζωή και δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους από την αληθινή πίστη.
Ο Παπαδιαμάντης τους βλέπει με το μάτι του ανθρώπου που ξέρει να αγαπάη τον άνθρωπο, γνωρίζει τα βάσανά του, μπορεί να διαβάση την ψυχή του. Τους βλέπει με κατανόηση, σχεδόν με τρυφερότητα, αλλά και με το μάτι του τεχνίτη. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.
Μια τέτοια γυναίκα - ηρωΐδα του διηγήματος - είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα - η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία... για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες;
Εκείνα τα Χριστούγεννα η καμπάνα που καλούσε τους Χριστιανούς για την Ακολουθία των Χριστουγέννων χτύπησε τόσο νωρίς - βαθιά μεσάνυχτα - που βρήκε τη θεια-Μαριώ, τη Χρήσταινα - τη Ντελησυφέρω - απροετοίμαστη. Αυτή που άλλες φορές, μια ώρα πριν σημάνη η καμπάνα, ήταν στολισμένη και πανέτοιμη, για να φτάση έγκαιρα στο γυναικωνίτη και να καταλάβη το στασίδι της. Βιασύνη και αγωνία την κυρίευσε, φοβούμενη μήπως κάποια από αυτές που μια δυο φορές το χρόνο πάνε στην Εκκλησία, πιο πολύ από συνήθεια ή για να δείξουν τα στολίδια τους χρονιάρες μέρες, προλάβη και καταλάβη τη θέση της. Φουριόζα και ετοιμοπόλεμη ξεκινάει για την ακολουθία της Γέννησης Εκείνου, για τον οποίο οι άγγελοι έψαλαν το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη”. Ευτυχώς, το θαύμα έγινε εκείνα τα Χριστούγεννα και επικράτησε ειρήνη και στο διαμέρισμα των γυναικών, εφόσον το όντως καταληφθέν από κάποια νεαρή γυναίκα στασίδι, παραχωρήθηκε άμεσα στη μαχητική θεια-Μαριώ, της οποίας εξάλλου οι άγριες διαθέσεις ήταν ζωγραφισμένες στο βλοσυρό και απειλητικό βλέμμα της. Έτσι, γαλήνεψε η καρδιά της παράξενης μεν και ιδιότροπης, φιλακόλουθης δε και φιλέορτης γυναίκας, την οποία, Κύριος οίδεν, πόσο στήριξε το στασίδι εκείνο της προσευχής στα τρομερά πλήγματα που δέχτηκε στη ζωή της.
Ενώ, λοιπόν, στη χριστουγεννιάτικη Ακολουθία εξελίχθηκαν όλα ομαλά στο γυναικωνίτη, με τη Ντελησυφέρω να έχη καταλάβει αμαχητί το στασίδι της, στη συνέχεια η φιλοπαίγμων ματιά του Παπαδιαμάντη πέφτει πάνω σε δυο παράξενους γέρους, σε μια άλλη γωνιά του Ναού, το γερο-Νταραδήμο και τον καπετάν-Γιώργο, τον Κονόμο. Ο πρώτος ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χριστιανών που κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών έχουν τη συνήθεια να προφέρουν φωναχτά τις ευχές που αναπέμπει ο ιερέας, και μάλιστα πριν απ’ αυτόν, ή να προλαβαίνουν τους ψάλτες, άλλος από υπέρμετρο ζήλο και άλλος από διάθεση επίδειξης των φωνητικών του ικανοτήτων ή της γνώσης του περιεχομένου των ιερών ακολουθιών. Ο καπετάν-Γιώργος, ο Κονόμος, πάλι ανήκει σ’ αυτούς που ενοχλούνται και αντιδρούν και καμιά φορά δημιουργούν φαιδρές καταστάσεις, μη συνάδουσες με την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου.
Ο γερο-Νταραδήμος, λοιπόν, κατά τη συνήθειά του, με δυνατή φωνή προλάβαινε και καθοδηγούσε σαν υποβολέας τον ιερέα και τους ψάλτες, ενώ ο γερο-Κονόμος μη ανεχόμενος αυτή του τη μανία στρεφόταν στους χριστιανούς που βρίσκονταν κοντά του και τον κορόϊδευε λέγοντας: “Τ’ ακούτε χριστιανοί...τ’ ακούτε και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας να μας τα πη όλα!...θά γλιτώναμε απ’ τον κόπο να ’ρθουμε στην Εκκλησία”. Όπως ήταν φυσικό, γέλιο πνιχτό ακολούθησε το σχόλιο από τους παρεστώτες χριστιανούς. Ωστόσο ο Νταραδήμος συνέχιζε να ψάλλη μεγαλοφώνως μαζί με τους ψάλτες και ο γερο-Κονόμος να σχολιάζη προκαλώντας ακούσια μειδιάματα στο εκκλησίασμα: “Τον ακούτε, βρέ παιδιά... ανόητοι που πάν και κοπιάζουν για να μάθουν ψαλτικά....δέν τον παίρνουν δάσκαλο να τους μάθη τζάμπα”. Και όταν, πριν ο ιερέας εκφωνήση “Σύ γαρ εί ο Βασιλεύς της ειρήνης.....” άρχισε ο Νταραδήμος να εκφωνή την ευχή, ο γερο-Κονόμος συγκεφαλαίωσε: “Τ’ ακούτε χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα... πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν, για να γίνουν παπάδες... δεν βάζουν το Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης”. Απτόητοι οι δύο “αθεόφοβοι” συνεχίζουν ο καθένας το τροπάρι του ακόμα και την ώρα της θείας Κοινωνίας! Όταν και πάλι ο Νταραδήμος προηγήθηκε του ιερέως στο “Μετά φόβου Θεού πίστεως......”, ο γερο-Κονόμος γύρισε λοξά προς το μέρος του, έκανε μισό σταυρό επιλέγοντας: “Κύριε ελέησον!.... προσκυνάτε, χριστιανοί... καταδώ, κατά τον Νταραδήμο γυρίστε!”. Και προχώρησε για να λάβη το αντίδωρο.
Μετά το πέρας της ακολουθίας οι τρεις γραφικοί χριστιανοί, οι δύο γέροντες και η κυρα-Μαριώ, η Χρήσταινα - η Ντελησυφέρω - σκοτάδι ακόμα, κατευθύνονται προς τα σπίτια τους μέσα στο χιόνι και στον παγωμένο βοριά εκείνου του πρωϊνού των Χριστουγέννων. Ωστόσο οι καρδιές τους, οι απλές και ανεπιτήδευτες είναι ζεστές. Ανταλλάσσουν ευχές και ο γερο-Κονόμος, σαν να αισθανοταν κάποιες τύψεις για τα πειράγματά του προς τον αυθόρμητο Νταραδήμο, τον καλεί στο σπίτι του να του προσφέρη σούπα και λουκουμάδες, που είχε ετοιμάσει η γερόντισσά του. Η κυρα-Μαριώ προθυμοποιήθηκε να πάρη μέρος και αυτή στην ομήγυρη φέρνοντας από το σπίτι της τηγανίτες. Κοντά στη γλυκιά θαλπωρή της αναμμένης φωτιάς με την καρδιά ανάλαφρη από το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννησης του Χριστού, απολαμβάνοντας τα λαχταριστά εδέσματα και την αρωματική και χαλαρωτική μαστίχα, ο γερο-Κονόμος δεν άντεξε να μην πειράξη - καλοπροαίρετα τώρα - για μια τελευταία φορά τον Νταραδήμο: “Θα μας πής τώρα και κανένε τροπάρι για την καλή χρονιά; Μήν εξέχασαν κανένα οι ψαλτάδες και δεν το είπαν;” Και ο απλούς τη καρδία Νταραδήμος τον αφήνει άναυδο: “Αληθινά απαράτησαν ένα Μεγαλυνάριο, δεν ξέρω πώς τους ήρθε: Και άρχισε να ψάλλη: “Μεγάλυνον ψυχή μου, την αγνήν Παρθένον, την γεννησαμένην Χριστόν τον Βασιλέα”.
Μυστήριον ξένον.....σχολιάζει ο Παπαδιαμάντης κλείνοντας το διήγημά του. Μυστήριον ξένον η γέννηση του Θεανθρώπου, μυστήριον ξένον και η ανθρώπινη ψυχή. Τα βάθη της μόνον Εκείνος που την έπλασε μπορεί να τα γνωρίζη.
της Μαρίας Κουτούση-Σύψα, φιλολόγου
Ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευτικός και με πλατιά γνώση της εκκλησιαστικής ζωής, μας άφησε υπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, καθώς βέβαια και Πρωτοχρονιάτικα και Πασχαλινά. Μάλιστα κάποιοι τον επέκριναν, γιατί επέμενε τόσο πολύ σε θρησκευτικού περιεχομένου διηγήματα. Ωστόσο ο ίδιος τους απαντά: “Το επ’ εμοί ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε ίδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιληθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σού μνησθώ”.
Μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα, όπως εξάλλλου σ’ όλο το έργο του Παπαδιαμάντη, συναντάμε ανθρώπους απλούς, ταπεινούς, καλωσυνάτους, βασανισμένους, αλλά και αγωνιστικούς, κάποτε μάλιστα και γραφικούς, που προκαλούν τη θυμηδία στον αναγνώστη με τις παιδιάστικες σχεδόν αδυναμίες τους ή τις προλήψεις και ιδιαιτερότητές τους. Είναι και αυτές, πιστεύει ο Παπαδιαμάντης, δεμένες με τη ζωή και δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους από την αληθινή πίστη.
Ο Παπαδιαμάντης τους βλέπει με το μάτι του ανθρώπου που ξέρει να αγαπάη τον άνθρωπο, γνωρίζει τα βάσανά του, μπορεί να διαβάση την ψυχή του. Τους βλέπει με κατανόηση, σχεδόν με τρυφερότητα, αλλά και με το μάτι του τεχνίτη. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.
Μια τέτοια γυναίκα - ηρωΐδα του διηγήματος - είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα - η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία... για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες;
Εκείνα τα Χριστούγεννα η καμπάνα που καλούσε τους Χριστιανούς για την Ακολουθία των Χριστουγέννων χτύπησε τόσο νωρίς - βαθιά μεσάνυχτα - που βρήκε τη θεια-Μαριώ, τη Χρήσταινα - τη Ντελησυφέρω - απροετοίμαστη. Αυτή που άλλες φορές, μια ώρα πριν σημάνη η καμπάνα, ήταν στολισμένη και πανέτοιμη, για να φτάση έγκαιρα στο γυναικωνίτη και να καταλάβη το στασίδι της. Βιασύνη και αγωνία την κυρίευσε, φοβούμενη μήπως κάποια από αυτές που μια δυο φορές το χρόνο πάνε στην Εκκλησία, πιο πολύ από συνήθεια ή για να δείξουν τα στολίδια τους χρονιάρες μέρες, προλάβη και καταλάβη τη θέση της. Φουριόζα και ετοιμοπόλεμη ξεκινάει για την ακολουθία της Γέννησης Εκείνου, για τον οποίο οι άγγελοι έψαλαν το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη”. Ευτυχώς, το θαύμα έγινε εκείνα τα Χριστούγεννα και επικράτησε ειρήνη και στο διαμέρισμα των γυναικών, εφόσον το όντως καταληφθέν από κάποια νεαρή γυναίκα στασίδι, παραχωρήθηκε άμεσα στη μαχητική θεια-Μαριώ, της οποίας εξάλλου οι άγριες διαθέσεις ήταν ζωγραφισμένες στο βλοσυρό και απειλητικό βλέμμα της. Έτσι, γαλήνεψε η καρδιά της παράξενης μεν και ιδιότροπης, φιλακόλουθης δε και φιλέορτης γυναίκας, την οποία, Κύριος οίδεν, πόσο στήριξε το στασίδι εκείνο της προσευχής στα τρομερά πλήγματα που δέχτηκε στη ζωή της.
Ενώ, λοιπόν, στη χριστουγεννιάτικη Ακολουθία εξελίχθηκαν όλα ομαλά στο γυναικωνίτη, με τη Ντελησυφέρω να έχη καταλάβει αμαχητί το στασίδι της, στη συνέχεια η φιλοπαίγμων ματιά του Παπαδιαμάντη πέφτει πάνω σε δυο παράξενους γέρους, σε μια άλλη γωνιά του Ναού, το γερο-Νταραδήμο και τον καπετάν-Γιώργο, τον Κονόμο. Ο πρώτος ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χριστιανών που κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών έχουν τη συνήθεια να προφέρουν φωναχτά τις ευχές που αναπέμπει ο ιερέας, και μάλιστα πριν απ’ αυτόν, ή να προλαβαίνουν τους ψάλτες, άλλος από υπέρμετρο ζήλο και άλλος από διάθεση επίδειξης των φωνητικών του ικανοτήτων ή της γνώσης του περιεχομένου των ιερών ακολουθιών. Ο καπετάν-Γιώργος, ο Κονόμος, πάλι ανήκει σ’ αυτούς που ενοχλούνται και αντιδρούν και καμιά φορά δημιουργούν φαιδρές καταστάσεις, μη συνάδουσες με την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου.
Ο γερο-Νταραδήμος, λοιπόν, κατά τη συνήθειά του, με δυνατή φωνή προλάβαινε και καθοδηγούσε σαν υποβολέας τον ιερέα και τους ψάλτες, ενώ ο γερο-Κονόμος μη ανεχόμενος αυτή του τη μανία στρεφόταν στους χριστιανούς που βρίσκονταν κοντά του και τον κορόϊδευε λέγοντας: “Τ’ ακούτε χριστιανοί...τ’ ακούτε και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας να μας τα πη όλα!...θά γλιτώναμε απ’ τον κόπο να ’ρθουμε στην Εκκλησία”. Όπως ήταν φυσικό, γέλιο πνιχτό ακολούθησε το σχόλιο από τους παρεστώτες χριστιανούς. Ωστόσο ο Νταραδήμος συνέχιζε να ψάλλη μεγαλοφώνως μαζί με τους ψάλτες και ο γερο-Κονόμος να σχολιάζη προκαλώντας ακούσια μειδιάματα στο εκκλησίασμα: “Τον ακούτε, βρέ παιδιά... ανόητοι που πάν και κοπιάζουν για να μάθουν ψαλτικά....δέν τον παίρνουν δάσκαλο να τους μάθη τζάμπα”. Και όταν, πριν ο ιερέας εκφωνήση “Σύ γαρ εί ο Βασιλεύς της ειρήνης.....” άρχισε ο Νταραδήμος να εκφωνή την ευχή, ο γερο-Κονόμος συγκεφαλαίωσε: “Τ’ ακούτε χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα... πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν, για να γίνουν παπάδες... δεν βάζουν το Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης”. Απτόητοι οι δύο “αθεόφοβοι” συνεχίζουν ο καθένας το τροπάρι του ακόμα και την ώρα της θείας Κοινωνίας! Όταν και πάλι ο Νταραδήμος προηγήθηκε του ιερέως στο “Μετά φόβου Θεού πίστεως......”, ο γερο-Κονόμος γύρισε λοξά προς το μέρος του, έκανε μισό σταυρό επιλέγοντας: “Κύριε ελέησον!.... προσκυνάτε, χριστιανοί... καταδώ, κατά τον Νταραδήμο γυρίστε!”. Και προχώρησε για να λάβη το αντίδωρο.
Μετά το πέρας της ακολουθίας οι τρεις γραφικοί χριστιανοί, οι δύο γέροντες και η κυρα-Μαριώ, η Χρήσταινα - η Ντελησυφέρω - σκοτάδι ακόμα, κατευθύνονται προς τα σπίτια τους μέσα στο χιόνι και στον παγωμένο βοριά εκείνου του πρωϊνού των Χριστουγέννων. Ωστόσο οι καρδιές τους, οι απλές και ανεπιτήδευτες είναι ζεστές. Ανταλλάσσουν ευχές και ο γερο-Κονόμος, σαν να αισθανοταν κάποιες τύψεις για τα πειράγματά του προς τον αυθόρμητο Νταραδήμο, τον καλεί στο σπίτι του να του προσφέρη σούπα και λουκουμάδες, που είχε ετοιμάσει η γερόντισσά του. Η κυρα-Μαριώ προθυμοποιήθηκε να πάρη μέρος και αυτή στην ομήγυρη φέρνοντας από το σπίτι της τηγανίτες. Κοντά στη γλυκιά θαλπωρή της αναμμένης φωτιάς με την καρδιά ανάλαφρη από το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννησης του Χριστού, απολαμβάνοντας τα λαχταριστά εδέσματα και την αρωματική και χαλαρωτική μαστίχα, ο γερο-Κονόμος δεν άντεξε να μην πειράξη - καλοπροαίρετα τώρα - για μια τελευταία φορά τον Νταραδήμο: “Θα μας πής τώρα και κανένε τροπάρι για την καλή χρονιά; Μήν εξέχασαν κανένα οι ψαλτάδες και δεν το είπαν;” Και ο απλούς τη καρδία Νταραδήμος τον αφήνει άναυδο: “Αληθινά απαράτησαν ένα Μεγαλυνάριο, δεν ξέρω πώς τους ήρθε: Και άρχισε να ψάλλη: “Μεγάλυνον ψυχή μου, την αγνήν Παρθένον, την γεννησαμένην Χριστόν τον Βασιλέα”.
Μυστήριον ξένον.....σχολιάζει ο Παπαδιαμάντης κλείνοντας το διήγημά του. Μυστήριον ξένον η γέννηση του Θεανθρώπου, μυστήριον ξένον και η ανθρώπινη ψυχή. Τα βάθη της μόνον Εκείνος που την έπλασε μπορεί να τα γνωρίζη.
www.parembasis.gr/2003/03_12_11.htm