2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Ο άγιος Σπυρίδωνας.

Άλλο μεγάλο βουνό της ορθοδοξίας. Άλλη μεγάλη υπόθεση. Σπυρίδων και θαυματουργία ταυτίζονταν. Και ταυτίζονται. Αν και απέθανε ο άγιος Σπυρίδων, δεν έπαψε να θαυματουργεί. Από τη νήσο της Κύπρου, τη μεγαλόνησο και μαρτυρική. Έζησε εκεί και έλαμψε. Τον 4ο αιώνα. Ταπεινός  στο έπακρον, με αγάπη και ζήλο Θεϊκό, ποιμήν προβάτων και καλλιεργητής αγρών, ακόμη κι όταν έγινε επίσκοπος, πρόσφερε τα ελέη του Θεού στους Κυπρίους χριστιανούς αλλά και ειδωλολάτρες. Ζούσε με αποστολικό τρόπο. Κι ήταν το καμάρι και η χαρά και η παρηγοριά όλων. Έλαβε μέρος και στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο και απέδειξε το ομοούσιον της Τριάδος, με το θαύμα του κεραμιδιού, φώναξε την κόρη του απ’ τον τάφο, να βρει το τιμαλφές της γειτόνισσας, που τους είχε εμπιστευθεί εκείνη για φύλαξη, πήγε στον τάφο και λέει: «Ειρήνη μου, πού έβαλες το τιμαλφές της τάδε;» «Το ‘χω εκεί, πατέρα. Να το βρείτε και να το δώσετε.» Φώναξε τη νεκρή από τον τάφο. Για σκεφθείτε! Μετέβαλε το φίδι σε χρυσάφι, για να εξυπηρετήσει κάποιο φτωχό. Κι όταν εκείνος εξυπηρετήθηκε, το έφερε, πήγαν έξω πάλι, και λέει: «Φιδάκι, πήγαινε, τώρα, στο σπίτι σου και στα παιδιά σου.» Και το χρυσάφι ξανάγινε φίδι.

Γιατί έκαμε το φίδι; Για να μας δείξει ότι η φιλαργυρία είναι φίδι και να προσέχομε. Άλλα και το χρήμα είναι χρήσιμο,  για να το έχομε και να το χρησιμοποιούμε. Το χρήμα είναι από το ρήμα «χρώμαι». Για χρήση. Δεν είναι κειμήλιο. Ούτε λατρεία. Για να το δίνομε και για να το παίρνομε. Έτσι είναι, όμως.  Να το δί­νομε, γιατί λέγαν οι σοφοί της Ανατολής: «Έχομε για να δίνομε και δίνομε για να έχομε».
Κι έκοιμήθη, λοιπόν, ο άγιος Σπυρίδων, στα 458, 12 Δεκεμβρίου. Κι έμεινε άφθαρτο το λείψανό του, όπως είναι μέχρι σήμερα, στο άλλο αγαπημένο του νησί, στην Κέρκυρα. Στα όρια ορθοδοξίας και προτεσταντισμού και καθολικισμού. Φυλάει ο άγιος εκεί, αιώνες τώρα. Κι όταν οι καθολικοί κι οι άλλοι επιχείρησαν να κάμουν Αγία Τράπεζα στον ναό του καθολική, έριξε φωτιά και τους έκαψε. Δεν έχει ο άγιος. Είναι εύσπλαχνος, αλλά είναι και δίκαιος. Κι είναι και φρουρός. Κι είναι και υπέρμαχος.
Τα θαύματά του μεγάλα. Και πολλά. Να σας πω ένα. Είχαν πάει, κάποτε, κλέφτες στο μαντρί του, καθώς ήταν επίσκοπος, να του κλέψουν τα πρόβατα. Φρούτο παλιό οι κλέφτες. Δεν είναι τώρα. Τί να κάνομε. Λοιπόν. Κι εκεί μία Θεία δύναμη τους καθήλωσε. Δεν μπορούσαν ούτε να κλέψουν ούτε και να φύγουν. Έμειναν  μέχρι το πρωί τα παιδιά… Πάει το πρωί ο πάππους και τούς βρίσκει. «Ρε παιδιά, τί γίνεται;» λέει. Κατάλαβε αυτός. «Α, να πάρει η ευχή. Άντε να λυθείτε.» Τους έλυσε, λοιπόν. «Και τώρα, για τον κόπο σας, να μη σας αφήσω έτσι. Πάρτε κι ένα κριάρι, να το φάτε, ε, κοπιάσατε», λέει. Ε, άντε να ξανακλέψουν αυτοί μετά ας πούμε. Δεν τους είπε. Ούτε τούς μάλωσε ούτε… τίποτα απ’ αυτά. Ούτε τους είπε να μην κλέβετε. Τίποτα απ’ αυτά. Φτάνει η συμπεριφορά του και κατάλαβαν τα πάντα. Γιατί έχει ψυχή ο καθένας και φιλότιμο και καταλαβαίνει. «Άντε», λέει, «να πάτε.» Τί ωραίο!
Κι ο άλλος μια φορά, που πούλαγε, και πήγε ν’ αγοράσει σφαχτά, ένας έμπορος, απ’ τον άγιο, του πήρε και μια γίδα παραπάνω. Σου λέει, χαζός, γέρος είναι, ας του πάρουμε μια γιδούλα. Υπάρχει και Θεός. Να τα προσέχομε αυτά τα πράγματα. Να τα προσέχομε πολύ, γιατί επάνω μας έρχονται. Την πήρε κι έφυγε. Πήρε και την άλλη· ή άλλη, όμως, στο δρόμο γύριζε πίσω. Δεν πήγαινε με τ’ άλλα ζώα, που ‘χε πληρώσει, και τον ταλαιπώρησε. Κι ήλθε, τελικά, στο κοπάδι. Και τον είδε ο άγιος: «Τί είναι, παιδί μου;» «Να», λέει, «παππούλη. Απ’ τις γίδες, που πήρα, αυτή δεν έρχεται», λέει, «κοντά, έρχεται πίσω.» Και τί του λέει ο παππούς; «Παιδί μου, μήπως ξέχασες να την πληρώσεις;» Δεν του είπε ότι την έκλεψε. Δεν λέγονται αυτά. Δεν λέγοντα αυτά. Προσέξτε, οι άγιοι τί ωραίοι είναι! Τί ευγενείς! «Μήπως ξέχασες, παιδί μου, να την πληρώσεις;» λέει. «Ναι, παππούλη.» «Ε, βάλε τα λεφτά εκεί», είχε ένα κασελάκι, εκεί πέρα, και  έβαζαν οι άνθρωποι τα λεφτά, αυτός ήταν, τα ‘χε σε ιδιαίτερο χώρο, λοιπόν. «Βάλε τα λεφτά εκεί, όσο κάνει, και άμε στο καλό.» Κι αμέσως η γίδα ακολούθησε με τον έμπορο κι έφυγε. Αστραπή. Τί πράγματα είν’ αυτά! Αυτή είναι η θρησκεία μας!
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, «Χειμερινό συναξάρι», εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2008)