2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Το δώρο των Χριστουγέννων

Συνήθειο λες και το 'χε πάλι ή Βηθλεέμ να κοιμάται. Όταν συνέβαιναν τα μεγάλα του κόσμου μέσα στην αυλή της, εκείνη έπεφτε σε λήθαργο βαθύ.

Σ' αυτό «το σπίτι του άρτου» -γιατί Βηθλεέμ τούτο πάει να πει- πρίν πολλά χρόνια γεννήθηκε ό Σωτήρας του κόσμου! Κοντοζύγωναν πάλι Χριστούγεννα. Μέσα στη Βασιλική της Γεννήσεως πού στεκόταν αγέρωχη, ένας μεγάλος "Αγιος άναβε τα καντήλια στο ιερό σπήλαιο. Ό όσιος Ιερώνυμος. Ένας σεβαστός γέροντας με πλούσια χιονάτη γενειάδα καί μάτια όλο λάμψη καί φως. Σά μικρό παιδί ζητούσε εκείνος να φροντίζει το σπήλαιο της Γεννήσεως. Καί κάθε φορά ρίγη διαπερνούσαν το σώμα του.

Έτσι καί σήμερα έσκυψε καί με δάκρυα στα μάτια ασπάστηκε τον ιερό τόπο. Γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται θερμά. Προσευχήθηκε για την Εκκλησία, τον πιστό λαό, τους γνωστούς, ακόμα καί για κείνους πού τον έχθρεύονταν. Προσευχήθηκε για τους φτωχούς καί τους ανήμπορους. Άφοϋ πέρασε ώρα αρκετή σήκωσε το κεφάλι.
Στήν ησυχία της νύχτας ή πιο γλυκιά φωνή του κόσμου ακούσθηκε να καλεί τον Όσιο. -«Ιερώνυμε...».
Σάν από ϋπνο βαθύ να ξύπνησε ό "Αγιος, κοίταξε μήπως κάποιος τον περιπαίζει. Όμως στο Ναό δεν βρισκόταν κανείς.
- «Ιερώνυμε...», ξανακούσθηκε ή φωνή. «Τί θα μου προσφέρεις για την ήμερα της Γέννησης Μου;».
- «Κύριε...», απάντησε ό Όσιος, καταλαβαίνοντας τώρα από πού ερχόταν ή φωνή. «Κύριε..., για Σένα τα'χω αφήσει όλα. Για τη δική Σου αγάπη. Ή καρδιά μου ολόκληρη, ή ζωή είναι δικιά σου. Τί άλλο έχω να σου προσφέρω;»
- «Κι όμως, Ιερώνυμε», ξανακούσθηκε πάλι ή φωνή του Χριστού. «Έχεις κάτι ακόμα καί το ξεχνάς. Το θέλω».
- «Μα τί είναι αυτό;» απάντησε ό Όσιος. «Πώς θα είχα κάτι καί να το κρατώ για μένα; Πες μου τί ξέχασα να Σού προσφέρω».
Σιωπή απλώθηκε παντού, Σέ λίγο ή φωνή ξανακούσθηκε.
- «Ιερώνυμε, δός Μου τις αμαρτίες σου!»
- «Τις αμαρτίες μου, Πανάγιε Θεέ; Τί να την κάνεις τέτοια σιχαμερή προσφορά;».
- «Μα γι' αυτές ήρθα στον κόσμο, Ιερώνυμε. Αυτές ζητώ από κάθε άνθρωπο, για να τον καθαρίσω».
Ή φωνή σταμάτησε καί μια γλυκιά ευωδιά πλημμύρισε το σπήλαιο μαζί καί την καρδιά του Όσιου.
Τούτο το δώρο θα έδινε στο Χριστό. Πιο ακριβό άπ'όλου του κόσμου τα μαλάματα.

Αρχ.Εφραιμ Παναούση