Η Λέσβος ένα από τα πιo όμορφα και αξιόλογα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Υπήρξε στόχος των Σαρακηνών που δεν είχαν κανένα ιερό και δεν πίστευαν σε κανένα Θεό. Ίσως ήταν στόχος, διότι είχε και έχει πλούσια γη και ανεπτυγμένο εμπόριο.
Μία νύχτα του Μάρτη τα κουρσάρικα καράβια έφτασαν στο νησί και άραξαν αθόρυβα στα Ασπρονήσια.
Η ζωή στο μοναστήρι κυλούσε αρμονικά .Το σούρουπο της Μέρας που είχαν προγραμματίσει οι ληστές την ληστεία ήταν θολό και υγρό και δεν διέφερε απο τις άλλες μέρες. Το χτύπημα του σήμαντρου για το Μεγάλο απόδειπνο ήχησε και έκλεισε και η καστρόπορτα της Μονής.Την ίδια ώρα ο αρχικουρσάρος διάλεγε το μικρό φουσάτο των πειρατών που θα τελείωνε την φονική δουλειά στο Μοναστήρι.
Κόντευε μεσάνυχτα . Έξω από το Μοναστήρι ο αρχηγός τους μάζεψε τους πειρατές σε μικρή απόσταση απο το τείχος της Μονής, κάτω από τις ελιές και τους έδινε τις τελευταίες οδηγίες .Τους είπε να μην κουνηθεί κανείς από εκεί ώσπου να ηχήσει το σήμαντρο για την νυχτερινή ακολουθία και όταν περάσει λίγη ώρα και σταματήσει κάθε θόρυβος απο την Μονή και ακουστούν οι πρώτες ψαλμωδίες τότε θα πάνε να κρυφτούν κοντά στην καστρόπορτα περιμένοντας να ανοίξει.
Έπειτα έστειλε τον πιο γεροδεμένο να πάει ανατολικά να πετάξει ένα γάντζο προσεκτικά να ανεβεί να εξουδετερώσει τον σκοπό και να ανοίξει την καστρόπορτα .Τους είπε ότι μόλις μπούν μέσα στο Μοναστήρι θα τρέξουν αθόρυβα στην εκκλησία να τους πιάσουν όλους μέσα να μη ξεφύγει κανείς και ειδοποιήσει τους γύρω συνοικισμούς.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι ώσπου ήχησε το σήμαντρο και οι σαρακηνοί άρχισαν αθόρυβα να κινούνται προς την καστρόπορτα και ο πιο γεροδεμένος από αυτούς πλησίασε το σημείο του τείχους που θα ανέβαινε, έριξε τον γάντζο χωρίς να ακουστεί τίποτα διότι τον γάντζο τον είχαν τυλίξει με πανιά και αφού βεβαιώθει ότι ο γάντζος έπιασε καλά άρχισε να σκαρφαλώνει. Έφτασε στην κορυφή και έπειτα μπήκε στην Μονή προσανατολίστηκε για να βρει τον μοναχό σκοπό, που τον αιφνιδίασε και τον σκότωσε.
Μετά κατέβηκε στην αυλή και άνοιξε την καστρόπορτα όπου σαν όρνια όρμηξαν οι Σαρακηνοί στην Μονή και πλησίασαν το ναό. Οι μοναχοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα διότι ήταν αφοσιωμένοι στη θεία Μυσταγωγία. Οι Σαρακηνοί άφησαν δύο φύλακες στη είσοδο για να μην το σκάσει κανείς και όρμησαν μέσσα σον ναό όπου οι Μοναχοί τα έχασαν. Ονειρευόντουσαν αγγέλους και αρχαγγέλους και τώρα!!!!! τι κόλαση ήταν αυτή; Από πού ξεφύτρωσαν οι δαίμονες αναρωτήθηκαν αλλά δε πρόλαβαν να πάρουν απάντηση. Τα γιαταγάνια των πειρατών τους έκοψαν την ζωή τους. Σκηνες κόλασης έγινε ο ναός και στην Ωραία πύλη ήταν ο λειτουργός ( Ηγούμενος ), που παρακαλούσε για όλους συγχώρεση και άρχισε να ψάλλει το Χριστός Ανέστη .Δεν πρόλαβε να τελειώσει και το φονικό λεπίδι του αφαίρεσε την ζωή.
Μέσα στο Άγιο βήμα βρισκόταν και ο δόκιμος Μοναχός Γαβριήλ ο υποτακτικός του Ηγούμενου, που κατάλαβε τι θα επακολουθούσε και άνοιξε το παράθυρο του ιερού και μέσα απο τα λεπτά σίδερα αναρριχήθηκε στη στέγη παίρνοντας τα άγια λείψανα
Κάποιο αμαρτωλό μάτι τον είδε γιατί όταν τελείωσαν το μακάβριο έργο τους ανέβηκαν στην στέγη να ξεκάνουν και τον τελευταίο μοναχό αλλά ένας άνεμος και μια βουή ακούστηκε από τον Ναό. Αστραπές έκαναν την νύχτα μέρα. Η σκεπή μετατράπηεκ σε θάλασσα φουρτουνιασμένη και μέσα στα κύματα φάνηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ κρατώντας πύρινη ρομφαία και ήταν έτοιμος να επιτεθεί ως τιμωρός στους ληστές. Αυτοί έμειναν άφωνοι. Τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα, το σώμα τους παρέλυσε και άρχισαν να τρέπονται σε φυγή βγάζοντας άναρθες κραυγές.
Στο μέσο της σκεπής ο δόκιμος Γαβριήλ έτρεμε σαν το ψάρι αφού τον φόβο των πειρατών διαδεχόταν το δέος της παρουσίας του αρχάγγελου Μιχαήλ και έγειρε και λιποθύμησε. Όταν άρχισε να συνέρχεται αναρωτήθει πώς βρέθηκε εκεί και τί συνέβει. Αμυδρά θυμόταν τις μακάβριες εικόνες και παρακαλούσε τον Ταξιάρχη να ήταν ψευδαισθήσεις αλλά όταν κατέβηκε και μπήκε στον Ναό και είδε το θέαμα πάγωσε. Ήθελε να τρέξει κοντά στα αιματοβαμμένα σώματα των συντόφων του και να τα αγκαλιάσει. Ήταν έτοιμος να πέσει κατάχαμα και αναρωτόταν πως αυτός ο ιερός χώρος έμοιαζε τώρα με κοιμητήριο ενώ πριν απο λίγες ώρες ευωδίαζε απο θυμίαμα και από μελωδικές ψαλμωδίες. Σύρθηκε στο εικονοστάσι και διέκρινε το πρόσωπο του αρχαγγέλου. Ένα πρόσωπο αέρινο και ζωντανό. Το πρόσωπο το αρχαγγέλου γλύκανε και σκεπτόταν πως θα μπορούσε να απεικονίσει αυτή τη μορφή γιατί δεν ήξερε αγιογραφία. Έσφιξε τα δάκτυλα του στη παλάμη και ένιωσε τα νύχια του να χώνονται στις σάρκες του και είδε τις παλάμες του να τρέχουν αίμα κι τότε ευχαρίστησε τον Ταξιάρχη και ανηφόρησε στο κελί του να πάρει μιά γαβάθα και ένα σφουγγάρι και με μεγάλη ευλάβεια περισυνέλεξε το αίμα των μοναχών ευχαριστώντας τον Ταξιάρχη που του έδειξε τον τρόπο και έλεγε ότι το αίμα των αδελφών του δεν θα πάει χαμένο γιατί με αυτό θα φτιάξει την εικόνα του Ταξιάρχη.
Όταν τελείωσε την συλλογή του αίματος βγήκε απο τον ναό και έφερε άλλη μία γαβάθα κοσκινισμένο ασπρόχωμα . Ασπάσθηκε την εικόνα του Ταξιάρχη έκαμε μετάνοιες προσευχήθηκε και ανακάτεψε έπειτα τα υλικά ( αίμα και ασπρόχωμα) και έφτιαξε ένα ροδινόχρωμο πηλό .
Έπειτα άρχισε να φιλοτεχνεί την εικόνα του Ταξιάρχη. Μετά από πολλή ώρα κοίταξε το έργο του και έψαχνε για κάποια κακοτεχνία αλλά δεν έβρισκε πουθενά .Παρατήρησε όμως ότι ο πηλός εξαντλήθηκε σχεδόν και είχε φτιάξει μόνο το πρόσωπο του Ταξιάρχη με λίγο στέρνο και φτερά.
Αναδημοσιευση http://dosambr.wordpress.com/
Μία νύχτα του Μάρτη τα κουρσάρικα καράβια έφτασαν στο νησί και άραξαν αθόρυβα στα Ασπρονήσια.
Η ζωή στο μοναστήρι κυλούσε αρμονικά .Το σούρουπο της Μέρας που είχαν προγραμματίσει οι ληστές την ληστεία ήταν θολό και υγρό και δεν διέφερε απο τις άλλες μέρες. Το χτύπημα του σήμαντρου για το Μεγάλο απόδειπνο ήχησε και έκλεισε και η καστρόπορτα της Μονής.Την ίδια ώρα ο αρχικουρσάρος διάλεγε το μικρό φουσάτο των πειρατών που θα τελείωνε την φονική δουλειά στο Μοναστήρι.
Κόντευε μεσάνυχτα . Έξω από το Μοναστήρι ο αρχηγός τους μάζεψε τους πειρατές σε μικρή απόσταση απο το τείχος της Μονής, κάτω από τις ελιές και τους έδινε τις τελευταίες οδηγίες .Τους είπε να μην κουνηθεί κανείς από εκεί ώσπου να ηχήσει το σήμαντρο για την νυχτερινή ακολουθία και όταν περάσει λίγη ώρα και σταματήσει κάθε θόρυβος απο την Μονή και ακουστούν οι πρώτες ψαλμωδίες τότε θα πάνε να κρυφτούν κοντά στην καστρόπορτα περιμένοντας να ανοίξει.
Έπειτα έστειλε τον πιο γεροδεμένο να πάει ανατολικά να πετάξει ένα γάντζο προσεκτικά να ανεβεί να εξουδετερώσει τον σκοπό και να ανοίξει την καστρόπορτα .Τους είπε ότι μόλις μπούν μέσα στο Μοναστήρι θα τρέξουν αθόρυβα στην εκκλησία να τους πιάσουν όλους μέσα να μη ξεφύγει κανείς και ειδοποιήσει τους γύρω συνοικισμούς.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι ώσπου ήχησε το σήμαντρο και οι σαρακηνοί άρχισαν αθόρυβα να κινούνται προς την καστρόπορτα και ο πιο γεροδεμένος από αυτούς πλησίασε το σημείο του τείχους που θα ανέβαινε, έριξε τον γάντζο χωρίς να ακουστεί τίποτα διότι τον γάντζο τον είχαν τυλίξει με πανιά και αφού βεβαιώθει ότι ο γάντζος έπιασε καλά άρχισε να σκαρφαλώνει. Έφτασε στην κορυφή και έπειτα μπήκε στην Μονή προσανατολίστηκε για να βρει τον μοναχό σκοπό, που τον αιφνιδίασε και τον σκότωσε.
Μετά κατέβηκε στην αυλή και άνοιξε την καστρόπορτα όπου σαν όρνια όρμηξαν οι Σαρακηνοί στην Μονή και πλησίασαν το ναό. Οι μοναχοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα διότι ήταν αφοσιωμένοι στη θεία Μυσταγωγία. Οι Σαρακηνοί άφησαν δύο φύλακες στη είσοδο για να μην το σκάσει κανείς και όρμησαν μέσσα σον ναό όπου οι Μοναχοί τα έχασαν. Ονειρευόντουσαν αγγέλους και αρχαγγέλους και τώρα!!!!! τι κόλαση ήταν αυτή; Από πού ξεφύτρωσαν οι δαίμονες αναρωτήθηκαν αλλά δε πρόλαβαν να πάρουν απάντηση. Τα γιαταγάνια των πειρατών τους έκοψαν την ζωή τους. Σκηνες κόλασης έγινε ο ναός και στην Ωραία πύλη ήταν ο λειτουργός ( Ηγούμενος ), που παρακαλούσε για όλους συγχώρεση και άρχισε να ψάλλει το Χριστός Ανέστη .Δεν πρόλαβε να τελειώσει και το φονικό λεπίδι του αφαίρεσε την ζωή.
Μέσα στο Άγιο βήμα βρισκόταν και ο δόκιμος Μοναχός Γαβριήλ ο υποτακτικός του Ηγούμενου, που κατάλαβε τι θα επακολουθούσε και άνοιξε το παράθυρο του ιερού και μέσα απο τα λεπτά σίδερα αναρριχήθηκε στη στέγη παίρνοντας τα άγια λείψανα
Κάποιο αμαρτωλό μάτι τον είδε γιατί όταν τελείωσαν το μακάβριο έργο τους ανέβηκαν στην στέγη να ξεκάνουν και τον τελευταίο μοναχό αλλά ένας άνεμος και μια βουή ακούστηκε από τον Ναό. Αστραπές έκαναν την νύχτα μέρα. Η σκεπή μετατράπηεκ σε θάλασσα φουρτουνιασμένη και μέσα στα κύματα φάνηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ κρατώντας πύρινη ρομφαία και ήταν έτοιμος να επιτεθεί ως τιμωρός στους ληστές. Αυτοί έμειναν άφωνοι. Τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα, το σώμα τους παρέλυσε και άρχισαν να τρέπονται σε φυγή βγάζοντας άναρθες κραυγές.
Στο μέσο της σκεπής ο δόκιμος Γαβριήλ έτρεμε σαν το ψάρι αφού τον φόβο των πειρατών διαδεχόταν το δέος της παρουσίας του αρχάγγελου Μιχαήλ και έγειρε και λιποθύμησε. Όταν άρχισε να συνέρχεται αναρωτήθει πώς βρέθηκε εκεί και τί συνέβει. Αμυδρά θυμόταν τις μακάβριες εικόνες και παρακαλούσε τον Ταξιάρχη να ήταν ψευδαισθήσεις αλλά όταν κατέβηκε και μπήκε στον Ναό και είδε το θέαμα πάγωσε. Ήθελε να τρέξει κοντά στα αιματοβαμμένα σώματα των συντόφων του και να τα αγκαλιάσει. Ήταν έτοιμος να πέσει κατάχαμα και αναρωτόταν πως αυτός ο ιερός χώρος έμοιαζε τώρα με κοιμητήριο ενώ πριν απο λίγες ώρες ευωδίαζε απο θυμίαμα και από μελωδικές ψαλμωδίες. Σύρθηκε στο εικονοστάσι και διέκρινε το πρόσωπο του αρχαγγέλου. Ένα πρόσωπο αέρινο και ζωντανό. Το πρόσωπο το αρχαγγέλου γλύκανε και σκεπτόταν πως θα μπορούσε να απεικονίσει αυτή τη μορφή γιατί δεν ήξερε αγιογραφία. Έσφιξε τα δάκτυλα του στη παλάμη και ένιωσε τα νύχια του να χώνονται στις σάρκες του και είδε τις παλάμες του να τρέχουν αίμα κι τότε ευχαρίστησε τον Ταξιάρχη και ανηφόρησε στο κελί του να πάρει μιά γαβάθα και ένα σφουγγάρι και με μεγάλη ευλάβεια περισυνέλεξε το αίμα των μοναχών ευχαριστώντας τον Ταξιάρχη που του έδειξε τον τρόπο και έλεγε ότι το αίμα των αδελφών του δεν θα πάει χαμένο γιατί με αυτό θα φτιάξει την εικόνα του Ταξιάρχη.
Όταν τελείωσε την συλλογή του αίματος βγήκε απο τον ναό και έφερε άλλη μία γαβάθα κοσκινισμένο ασπρόχωμα . Ασπάσθηκε την εικόνα του Ταξιάρχη έκαμε μετάνοιες προσευχήθηκε και ανακάτεψε έπειτα τα υλικά ( αίμα και ασπρόχωμα) και έφτιαξε ένα ροδινόχρωμο πηλό .
Έπειτα άρχισε να φιλοτεχνεί την εικόνα του Ταξιάρχη. Μετά από πολλή ώρα κοίταξε το έργο του και έψαχνε για κάποια κακοτεχνία αλλά δεν έβρισκε πουθενά .Παρατήρησε όμως ότι ο πηλός εξαντλήθηκε σχεδόν και είχε φτιάξει μόνο το πρόσωπο του Ταξιάρχη με λίγο στέρνο και φτερά.
Αναδημοσιευση http://dosambr.wordpress.com/