Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 21.11.2010
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
ΑπόδοσηΟ Απόστολος της Κυριακής
Κείμενο
Αδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
Απόδοση
Απόδοση
Αδελφοί, ἡ πρώτη διαθήκη εἶχε λατρευτικὲς διατάξεις κι ἕνα γήινο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδὴ τὸ πρῶτο μέρος τῆς σκηνῆς, ποὺ λεγόταν «ἅγια», στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ λυχνία, ἡ τράπεζα καὶ οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως. Πίσω ἀπὸ τὸ δεύτερο καταπέτασμα ἦταν τὸ δεύτερο μέρος τῆς σκηνῆς, ποὺ λεγόταν «ἅγια τῶν ἁγίων». Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ χρυσὸ θυσιαστήριο τοῦ θυμιάματος καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης, σκεπασμένη γύρω γύρω μὲ χρυσάφι, μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ χρυσὴ στάμνα μὲ τὸ μάννα, τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρών, ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ δύο πλάκες γιὰ τὶς διατάξεις τῆς διαθήκης. Πάνω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ὑπῆρχαν ἀστραφτερὰ χερουβίμ, ποὺ σκέπαζαν μὲ τὰ φτερά τους τὸ ἱλαστήριο. Γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσουμε λεπτομερειακά. Τὸ θυσιαστήριο εἶχε τέτοια διάταξη, ὥστε στὸ πρῶτο μέρος τῆς σκηνῆς νὰ μπαίνουν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ ἐπιτελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες. Στὸ δεύτερο ὅμως μέρος μπαίνει μόνον ὁ ἀρχιερέας μία φορὰ τὸν χρόνο, φέρνοντας μαζί του αἷμα, ποὺ τὸ προσφέρει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἀπὸ ἄγνοια ἔχει διαπράξει ὁ λαός.
Εκεῖνο τὸν καιρό, μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σ’ ἕνα χωριό, καὶ τὸν ὑποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα ποὺ τὴν ἔλεγαν Μάρθα. Αὐτὴ εἶχε μιὰ ἀδελφὴ ποὺ ὀνομαζόταν Μαρία, κι ἡ ὁποία κάθισε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουγε τὴ διδασκαλία του. Ἀντίθετα, ἡ Μάρθα δούλευε ἀσταμάτητα γιὰ νὰ τοὺς περιποιηθεῖ. Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε, δὲν νοιάζεσαι ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη νὰ σὲ περιποιοῦμαι; Πές της, λοιπόν, νὰ μὲ βοηθήσει». Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ἀσχολεῖσαι κι ἀγωνιᾶς γιὰ πολλὰ πράγματα, ἐνῶ ἕνα μόνο χρειάζεται. Αὐτὸ διάλεξε ἡ Μαρία, καὶ δὲν πρόκειται νὰ τῆς τὸ ἀφαιρέσει κανείς». Ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, κάποια γυναίκα ἀπὸ τὸ πλῆθος ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ φωνὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Χαρὰ στὴ μάνα ποὺ σὲ γέννησε καὶ σὲ θήλασε!» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Πιὸ πολὺ χαρὰ σ’ ἐκείνους ποὺ ἀκοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν!»