Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ο άγιος Παπα-Νικόλας Πλανάς διακρινόταν γιά τήν μακαρία απλότητα στίς ενέργειές του, τίς κινήσεις του, τήν συμπεριφορά του καί τήν εν γένει εκκλησιαστική του ζωή. Αυτή η απλότητα ήταν καί έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως καί πρό παντός ήταν έκφραση τής λειτουργικής καί ασκητικής του εμπειρίας. Δέν επρόκειτο μόνο γιά μιά εξωτερική απλότητα στούς τρόπους, αλλά κυρίως γιά απλότητα πού προερχόταν από τήν ενότητα καί τήν καθαρότητα τού εσωτερικού του κόσμου. Θά τονισθούν μερικά σημεία αυτής τής απλότητας τού αγίου Νικολάου Πλανά καί στήν συνέχεια θά εξηγηθή θεολογικώς καί λειτουργικώς.
1. Η αγία απλότητα
Τό βιβλίο πού εξεδόθη γιά τόν άγιο παπα-Νικόλα Πλανά πού είναι βιογραφία τού Αγίου από μιά μαθήτριά του, τήν μοναχή Μάρθα, κατά κόσμο Ουρανία Παπαδοπούλου, φέρει ως τίτλο «ο απλοϊκός ποιμήν τών απλών προβάτων». Ήταν ένας απλός ποιμήν πού παιδαγωγούσε μερικά απλά καί απονήρευτα πρόβατα. Αυτό φαίνεται καθαρά σέ όλο τό βιβλίο. Τόν χαρακτηρισμό αυτόν έδωσε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου καί είναι γραμμένος στήν εισαγωγή τού βιβλίου αυτού.
Πράγματι, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ήταν ένας καλός ποιμήν, αλλά καί ένα αγαθό καί εκλεκτό πρόβατο τού μεγάλου Ποιμένος Χριστού, καί μέ τήν απλότητά του, τήν ακακία του, τήν ταπείνωσή του δόξασε τόν μεγάλο Ποιμένα Χριστό, πού είναι συγχρόνως καί τό «ως εσφαγμένον αρνίον» τής Αποκαλύψεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στό Ευαγγέλιό του μάς διασώζει τόν λόγο τού Χριστού «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός» (Ιωάν. θ',11) καί ο ίδιος Απόστολος στό βιβλίο τής Αποκαλύψεως μάς παρουσιάζει Αυτόν τόν καλόν ποιμένα ως εσφαγμένο αρνίο, πού θυσιάζεται γιά τόν κόσμο καί τελικά Αυτό τό ως εσφαγμένο αρνίο είναι ο κριτής τού κόσμου. Ο Ίδιος ο Χριστός είναι συγχρόνως καί ποιμήν καί αμνός, καί όσοι συνδέονται μαζί Του έχουν καί τίς δύο αυτές ιδιότητες.
Ο Φώτης Κόντογλου γράφει στήν αρχή τού κειμένου του γιά τόν παπα-Νικόλα: «Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι καί όποιος τό διαβάζει καί χαίρεται από τή βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο ιστορούμενος, απλός ο ιστορικός του, απλοί πρέπει νά είναι κι’ εκείνοι πού θά τό διαβάσουν… Καρδιά πονηρή καί άπιστη άς μήν απλώση ν’ ανοίξη τούτο τό βιβλίο». Έτσι ένοιωθε καί ο Παπαδιαμάντης τόν άγιο παπα-Νικόλα Πλανά, γι’ αυτό έγραφε: «Γνωρίζω ένα ιερέα εις τάς Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος τών ιερέων καί ο απλοϊκότερος τών ανθρώπων». Καί ο Φώτης Κόντογλου, ο ιστορικός τών ταπεινών καί απλών ανθρώπων, θά γράψη: «Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα τής καρδιάς πού φέρνει τήν πίστη». Όλη η βιογραφία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν τό απλό Κληρικό, πού ξέρει νά ποιμαίνη, νά ανέχεται, νά αγαπά, νά είναι μιά καύση καρδίας υπέρ όλης τής κτίσεως.
2. Η απλότητα τής καρδίας
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τούς Χριστιανούς νά αποκτήσουν τήν απλότητα πού είναι ένα βασικό στοιχείο τής κατά Χριστόν ζωής. Στούς Κορινθίους εύχεται νά πλουτίζουν σέ αυτήν τήν απλότητα στήν οποία ευαρεστείται ο Θεός: «εν παντί πλουτιζόμενοι εις πάσαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν τώ Θεώ» (Β', Κορινθ. ι', 11). Τόν απασχολεί νά μή εξαπατηθούν οι Χριστιανοί από τόν διάβολο καί φθαρούν τά νοήματά τους «από τής απλότητος τής εις τόν Χριστόν» (Β', Κορ. ια', 3). Αυτή η απλότητα δέν είναι μιά εξωτερική αρετή, αλλά συνδέεται μέ τήν αναγέννηση τού ανθρώπου πού γίνεται μέ τήν ένωσή του μέ τόν Χριστό, γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά στούς Χριστιανούς τήν υπακοή πού πρέπει νά γίνεται «εν απλότητι τής καρδίας υμών ως τώ Χριστώ» (Εφ. στ', 5).
Αυτός ο σύνδεσμος τής απλότητας μέ τήν χριστιανική ζωή καί τήν καρδιακή εμπειρία δείχνει ότι η χριστιανική απλότητα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική απλότητα. Μπορεί κανείς νά είναι απλός στούς τρόπους, λόγω καταγωγής ή χαρακτήρος, αλλά αυτό μπορεί νά είναι μιά φυσική κατάσταση, πού δέν σώζει. Στήν Εκκλησία η απλότητα συνδέεται μέ τήν δεύτερη γέννηση καί όχι μέ τήν πρώτη γέννηση, είναι καρπός του εύ είναι και όχι απλώς τού βιολογικού είναι. Ετσι, μπορεί κάποιος νά είναι πτωχός καί αγράμματος, αλλά νά έχη υψηλό φρόνημα καί νά είναι πολύπλοκος σύνθετος, καθώς επίσης νά είναι σοφός κατά κόσμον καί όμως, επειδή τόν έχει διαποτίσει η αγάπη τού Χριστού, νά είναι απλός στήν καρδιά καί συγκαταβατικός στούς αδελφούς του. Πώς μπορεί κανείς νά είναι εγωϊστής καί υπερήφανος, όταν, παρά τήν εσωτερική του κατάσταση, έχη βιώσει τήν αγάπη καί τό έλεος τού Θεού;
Ο μακαριστός π. Παΐσιος μιλούσε γιά τήν κατά Χριστόν απλότητα πού τήν συνέδεε μέ τήν αγιασμένη ζωή. Κάποτε πού αναφερόταν στήν απλότητα είπε: «Άν είναι παιδάκι, θά έχη απλότητα. Άν είναι Άγιος, θά έχη απλότητα». Άλλοτε είπε: «Γιά νά ζήση κανείς τά μυστήρια τού Θεού, πρέπει νά απεκδυθή τόν παλαιό του άνθρωπο, νά επανέλθη κατά κάποιον τρόπο στήν κατάσταση πρό τής πτώσεως. Νά έχη αθωότητα καί απλότητα, γιά νά είναι η πίστη του ακλόνητη καί νά πιστεύη απόλυτα ότι δέν υπάρχει τίποτε πού νά μήν μπορή νά τό κάνη ο Θεός». Καί άλλοτε είπε: «Άν έχη κανείς απλότητα, έχει ταπείνωση, υπάρχει θείος φωτισμός, λαμποκοπάει». Έτσι, η απλότητα πού προέρχεται από τήν ενέργεια τής θείας Χάριτος καί τήν συνέργεια τού ανθρώπου συνδέεται μέ τήν αγιότητα.
3. Η θεολογία τής απλότητας
Άν θελήσουμε νά δώσουμε μιά θεολογική ερμηνεία τής πνευματικής απλότητας θά λέγαμε ότι ο Θεός είναι απλούς καί γι’ αυτό ο άνθρωπος πού συνδέεται μέ τόν Χριστό αποκτά αυτήν τήν μακαρία κατάσταση τής απλότητας.
Ο Θεός, κατά τούς Πατέρας τής Εκκλησίας, δέν έχει καμμιά σύνθεση, αλλ’ είναι απλούς. Η δυτική σχολαστική θεολογία, γιά νά διαφυλάξη τήν απλότητα τού Θεού εισήγαγε τό λεγόμενο actus purus (καθαρά ενέργεια), δηλαδή τήν αιρετική άποψη ότι στόν Θεό ταυτίζεται η άκτιστη ουσία Του μέ τίς άκτιστες ενέργειές Του, καί κατά συνέπεια ο Θεός έρχεται σέ επαφή μέ τήν κτίση, αλλά καί τόν άνθρωπο μέ κτιστές ενέργειες. Η αιρετική άποψη ότι στόν Θεό υπάρχουν καί κτιστές ενέργειες διατυπώθηκε γιά νά διαφυλαχθή η διδασκαλία περί τής απλότητάς Του, γιατί οι σχολαστικοί θεολόγοι πίστευαν ότι δήθεν η διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας καί κτιστής ενέργειας στόν Θεό εισάγει σύνθεση καί καταργεί τήν απλότητά Του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τίς απόψεις αυτές πού είχε καί ο Βαρλαάμ, διδάσκει ότι «κατ’ ουσίαν έν καί απλούν τό θείον» καί ότι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού δέν καταργεί τήν απλότητά Του, αφού η άκτιστη ενέργειά Του δέν εισάγει κάποια σύνθεση στόν Θεό, διότι ο Θεός νοείται από μάς «όλος αγαθότης καί όλος σοφία καί όλος δικαιοσύνη καί όλος δύναμις». Άλλωστε, οι ενέργειες τού Θεού δέν είναι κάτι άλλο διαφορετικό από τήν ουσία Του, αλλά είναι η ουσιώδης κίνηση τής φύσεως-ουσίας, γι’ αυτό καί ονομάζονται ουσιώδεις ενέργειες.
Έπειτα, ο Θεός, κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, δέν είναι μόνον απλούς, αλλά καί απλότης. Κάθε άγγελος καί η λογική ψυχή τού ανθρώπου είναι απλά, αλλά δέν έχουν απλότητα, γιατί είναι απλά εκ μεθέξεως καί συγκρίσεως πρός τά σώματα. Όμως, ο Θεός δέν είναι απλούς από σύγκριση καί μέθεξη, γιατί αυτός μεταδίδει από τόν εαυτό Του απλότητα καταλλήλως σέ καθένα. Έτσι, ο Θεός δέν είναι μόνον καί κυρίως απλούς, αλλά καί απλότης.
Επομένως, ο Θεός είναι απλούς καί απλότης. Ο άνθρωπος είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από ψυχή καί σώμα. Η ψυχή τού ανθρώπου είναι απλή από τήν φύση της, ενώ τό σώμα είναι σύνθετο, γιατί αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Τά πάθη είναι εκείνα πού εισάγουν τήν σύνθεση στήν ψυχή. Όταν ο άνθρωπος ελευθερωθή από τήν ενέργεια τών παθών, δηλαδή όταν μέ τήν δύναμη τού Θεού καί τήν δική του συνέργεια μεταμορφώνη τίς δυνάμεις τής ψυχής γιά νά πορεύονται κατά φύσιν καί υπέρ φύσιν καί μετέχη τής Χάριτός του, τότε, παρά τό σύνθετο τής ύπαρξής του (ψυχή καί σώμα), αποκτά τήν κατά Χάριν απλότητα. Οπότε, τήν σύνθεση δέν τήν εισάγει η διάκριση ουσίας καί ενέργειας στόν Θεό, αλλά η ύπαρξη τού πάθους. Ο Θεός δέν έχει πάθη, είναι απλούς, ενώ ο άνθρωπος γίνεται απλούς όταν ενωθή μέ τόν Θεό καί μεταμορφωθούν η ψυχή καί τό σώμα του.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θά αναλύση διεξοδικά αυτόν τόν τρόπο αποκτήσεως τής κατά Χριστόν απλότητας από τόν άνθρωπο. Τό βλέπουμε στό θέμα τών λογισμών. Στά κείμενά του διδάσκει ότι οι λογισμοί διακρίνονται σέ απλούς καί σύνθετους. Ο απλός λογισμός είναι η απλή έννοια ενός προσώπου ή αντικειμένου, ενώ ο σύνθετος λογισμός είναι ο συνδυασμός τής έννοιας μέ τήν επιθυμία καί τό πάθος πού σχετίζεται μέ κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο. Στήν διαδικασία τής αμαρτίας ο απλός λογισμός γίνεται σύνθετος, οπότε μέ τόν ασκητικό αγώνα καί τήν ενέργεια τής θείας Χάριτος ο σύνθετος λογισμός καθίσταται απλός, μέ τόν διαχωρισμό τής έννοιας από τήν επιθυμία καί τό πάθος. Έτσι καί ο άνθρωπος από πολυπρόσωπος, λόγω τής αμαρτίας, μέ τήν Χάρη τού Θεού καί τόν δικό του αγώνα, γίνεται απλούς.
Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τά πάθη καί τήν απάθεια. Τό πάθος είναι συμπλοκή μεταξύ αισθητού πράγματος, αισθήσεως καί τής φυσικής δυνάμεως, ήτοι τού θυμού ή τής επιθυμίας. Όταν ο νούς τού ανθρώπου ξεχωρίση αυτά μεταξύ τους καί επαναφέρη τό καθένα στόν φυσικό του λόγο, δηλαδή νά θεωρήση τό αισθητό καθ’ εαυτό, χωρίς τήν σχέση τής αισθήσεως πρός αυτό, καί τήν αίσθηση χωρίς τήν οικειότητα τού αισθητού πρός αυτό καί τήν επιθυμία ή τόν θυμό χωρίς τήν εμπαθή διάθεση πρός τήν αίσθηση καί τό αισθητό, τότε διέλυσε τήν σύσταση οποιουδήποτε πάθους καί εξαφάνισε καί αυτή τήν φαντασία τών παθών. Έτσι, ο άνθρωπος από εμπαθής γίνεται απαθής καί κατά συνέπεια απλούς (Β' 101).
Ο αββάς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ως ψευδόμενο εκείνον πού δέν είναι «απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς». Καί επεξηγεί ότι διπλούς (καί όχι απλούς) άνθρωπος είναι εκείνος πού «άλλος εστιν έσωθεν, καί άλλος έξωθεν, διπλούν έχει καί όλον εχλευασμένον τόν βίον αυτού».
Έτσι, ο άνθρωπος πού ασκείται μέσα στήν Εκκλησία, μέ τά μυστήρια καί τήν τήρηση τών εντολών τού Χριστού πορεύεται στόν δρόμο τής απάθειας, πού είναι η ζωή τής απλότητας. Μάλιστα, όταν φθάση στόν φωτισμό τού νοός καί τήν θέωση, δηλαδή όταν βιώση τήν Χάρη τού Θεού ως Φώς, τότε αποκτά τήν κατά Θεόν απλότητα, είτε είναι σοφός είτε είναι αγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυνάμεις τής ψυχής πορεύονται κατά φύσιν καί υπέρ φύσιν, καί διαμορφώνουν, μετασκευάζουν καί μεταμορφώνουν καί τό σώμα, πού τό καθιστούν απαθές. Στήν κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει τεκμήρια κατά Χάριν θείας απάθειας. Γι’ αυτό καί οι Πατέρες διδάσκουν ότι η απάθεια δέν είναι μιά φυσική αρετή, αλλά καρπός τής θεωρίας τού Θεού, αποτέλεσμα μεθέξεως τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού.
4. Τό εκκλησιαστικό καί λειτουργικό ήθος τής απλότητας
Από τήν βιογραφία τού αγίου παπα-Νικόλα Πλανά φαίνεται ότι η απλότητά του, εκτός από τήν φυσική κατάσταση τού χαρακτήρος του, είχε καί στοιχεία εκκλησιαστικής ζωής, δηλαδή ήταν έκφραση τής ακενώτου αγάπης στόν Θεό καί τής αστείρευτης αγάπης πρός τόν πλησίον. Άλλωστε, ο Θεός τά φυσικά γνωρίσματα τού ανθρώπου τά μεταμορφώνει καί τά καθιστά πνευματικά χαρίσματα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στήν απλότητα τών αγίων, η οποία διαφέρει από τήν φυσική απλότητα. Γράφει ότι είναι καλή καί μακαρία «η φύσει τισίν ενυπάρχουσα απλότης», η οποία σκεπάζεται καί προφυλάσσεται από ποικίλες μεταβολές καί πάθη, αλλά δέν είναι τόσο μακαριστή αυτή όσο η απλότητα πού αποκτήθηκε μέ πόνους καί ιδρώτες, πού γίνεται πρόξενος τελείας ταπεινώσεως καί πραότητος. Η απλότητα συνδέεται μέ τήν πραότητα γι’ αυτό «ψυχή πραεία, θρόνος απλότητος». Τελικά, η απλότητα ορίζεται ως «έξις ψυχής αποίκιλος, πρός κακόνοιαν γινομένη ακίνητος». Αυτήν τήν απλότητα είχε ο Αδάμ πρό τής πτώσεως, όπως αυτή η αποίκιλη απλότητα είναι τό πρώτο ιδίωμα «τής τών παίδων ηλικίας».
Μιά τέτοια μακαρία καί αποίκιλη, παιδική, κατά Θεόν, απλότητα είχε ο άγιος παπα-Νικόλαος Πλανάς πού ήταν καρπός τής αγάπης του πρός τόν Θεό καί τής κοινωνίας μαζί Του. Έτσι, δικαιολογείται η απονήρευτη συμπεριφορά του, η αγάπη του αδιακρίτως πρός όλους. Μέ αυτό τό πρίσμα πρέπει νά ερμηνεύσουμε ότι οι άλλοι τόν έβλεπαν, κατά τήν διάρκεια τής θείας Λειτουργίας νά βρίσκεται πάνω από τό έδαφος, ή όταν έβλεπαν τό Φώς τού Θεού νά τόν περιβάλλη, ή όταν τόν καθοδηγούσε ο άγγελος Κυρίου ή όταν συμπεριφερόταν μέ μεγάλη ταπείνωση καί απλότητα καί τόσα άλλα περιστατικά.
Όπως φαίνεται από τά πιό πάνω, αυτή η αγία του απλότητα ήταν αποτέλεσμα τής επισκέψεως τής θείας Χάριτος, όπως συγκεκριμενοποιείται σέ μερικά σημεία.
Τό πρώτον ότι είχε διαποτισθή από τό «πνεύμα» τής θείας Ευχαριστίας, πού είναι τό ήθος τής άκρας ταπεινώσεως τού Χριστού, τού Πάθους, τού Σταυρού, τής Ταφής, τής καθόδου στόν άδη καί τής αναστάσεώς Του. Τό «πνεύμα» τής θείας Λειτουργίας είναι «πνεύμα» κενώσεως, προσφοράς, θυσίας. Η θεία Λειτουργία είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας μέσα στόν οποίο σπάζουν όλα τά συμβατικά θερμόμετρα.
Τό δεύτερον είναι ότι η απλότητά του είχε διαμορφωθή από τό ήθος τής αγρυπνίας, δηλαδή τής προσφοράς στόν Θεό καί αυτού τού βραδινού ύπνου. Αγαπούσε βαθύτατα τίς αγρυπνίες, γιατί κατά τήν διάρκεια τής νύκτας η ψυχή τού ανθρώπου, ιδίως όταν προσεύχεται, αποκτά έναν άλλο ρυθμό, συντονίζεται μέ τήν ζωή τού προπτωτικού Αδάμ καί τού εσχατολογικού ανθρώπου, ακούει τούς κτύπους τής αιωνιότητας, βιώνει τά άρρητα ρήματα.
Τό τρίτον είναι ότι ο παπα-Νικόλας Πλανάς είχε προσαρμοσθή στό ήθος τής άκρας απλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ακτημοσύνης καί καθαρότητας, πού συναντά κανείς στούς ερημίτες τού Αγίου Όρους καί σέ άλλους μοναχούς πού εμπνέονται από αυτήν τήν ατμόσφαιρα τής ερήμου τού Άθωνος. Φυσικά, δέν εννοώ αγιορείτας πού έχουν εκκοσμικευθή καί αποδεσμεύθηκαν από τήν αγία απλότητα. Ένας αληθινός αγιορείτης δέχεται κάθε άνθρωπο ως άγιο, κατά τό πατερικό λόγιο «είδες τόν άνθρωπόν σου είδες τόν Θεόν σου».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας γιά τόν κατά σάρκα πατέρα του, τόν περιγράφει ως άνθρωπο τής κατά Χριστόν απλότητας. Λέγει ότι ο πατέρας του Γρηγόριος ήταν «υψηλότατος μέν τώ βίω, ταπεινότατος δέ τώ φρονήματι». Καί ως πρός μέν τήν αρετή ήταν απρόσιτος, ως πρός δέ τήν συναναστροφή «ευπρόσιτος». Η καλύτερη δέ αρετή πού τόν χαρακτήριζε καί τήν οποία πολλοί δέν αγαπούν ήταν «η απλότης, καί τό τού ήθους άδολόν τε καί αμνησίκακον». Φαίνεται εδώ ότι η απλότητα συνδέεται στενά μέ τό άδολο τού ήθους καί τήν αμνησικακία. Η κατά Χριστόν απλότητα είναι τό αληθινό καί τό σταθερό, ενώ «πάν ό προσποιητόν, ουδέ μόνιμον».
Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς διαμορφώθηκε από αυτό τό βάθος τής εκκλησιαστικής ζωής, τόν κατήρτισε η Χάρη τού Θεού, γι’ αυτό δέν ήταν σύνθετος, αλλά απλός, δέν ήταν προσποιητός, αλλά αληθινός, δέν ήταν εποχιακός, αλλά μόνιμος, διαχρονικός. Έζησε τήν απλότητα τού Αδάμ πρό τής πτώσεως καί τού ανθρώπου τής έσχατης ημέρας.
Πέρασε από τήν γή μας ένα αστέρι φωτεινό καί μάς έδειξε μερικές ανταύγειες τής απλότητας τής αιωνίου ζωής, όπου θά καταργηθούν όλα τά σύνθετα, καί θά απλοποιηθή εν Αγίω Πνεύματι η ζωή τελείως, αφού στούς αιώνες θά ακούγεται μόνο τό «Αλληλούϊα», τά άρρητα ρήματα, τά τεριρέμ τών αγγέλων, όχι απλώς τής αγρυπνίας, αλλά τής κατά Θεόν ζωής μέσα στό Φώς τής Τρισηλίου Θεότητος.
(Δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς "Πειραϊκή Εκκλησία", φ. 202, Μάρτιος '09)