2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Η Γ΄ στάση των χαιρετισμών του Ακαθίστου Ύμνου

Ο Ακάθιστος Ύμνος, όπως είναι γνωστός, είναι ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά μνημεία της Βυζαντινής Υμνογραφίας και Μουσικής. Είναι ένας «ύμνος», δηλαδή ένα σύνθεμα, με προοίμιο και 2 οίκους με διπλό εφύμνιο, που ακροστοιχίζουν αλφαβητικά, Α-Ω, και που είναι κοινά γνωστό ως «Κοντάκιο». Ψάλλεται ολόκληρος στον όρθρο του Σαββάτου της Ε΄ Εβδομάδος των Νηστειών, και τμηματικά, ανά 6 οίκοι στο μικρό Απόδειπνο, κατά τις πρώτες 4 Παρασκευές των Νηστειών. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει συνήθεια την γ΄ στάση του Ύμνου, δηλαδή την Γ΄ Παρασκευή των Νηστειών, να πηγαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τους πατριαρχικούς χορούς στην Παναγία των Βλαχερνών και να απαγγέλλει τους οίκους του Ακαθίστου. Η παράδοση αυτή, που είναι μια απότιση τιμής στη μνήμη των γεγονότων της σωτηρίας της Πόλης με τη θαυματουργική βοήθεια της υπερμάχου στρατηγού Θεοτόκου και της πρώτης ψαλμώδησης του Ύμνου «ορθοστάδην», προσδίδει μια λαμπρότητα στην ακολουθία, στην οποία συρρέουν πολλοί χριστιανοί από όλα τα μέρη της Πόλης να την παρακολουθήσουν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Κοντά στα τείχη στο άκρο του Κερατίου κόλπου κι από τη μεριά της Πόλης η αυτοκράτειρα Πουλχερία έκτισε ένα περιώνυμο ναό προς τιμή της Θεοτόκου μεταξύ των ετών 450-453. Ο αυτοκράτορας Λέων Α΄ (457-474), που αποπεράτωσε την ανοικοδόμηση του ναού, έκτισε και το παρεκκλήσιο της αγίας Σορού, στο οποίο φυλασσόταν η αγία Εσθήτα, ο πέπλος κι ένα μέρος της τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου. Με προσθήκες και προσκτίσματα από τους αυτοκράτορες Ιουστίνο Β΄ (571) και Ρωμανό Γ΄ Αργυρό (1028-1034) ο ναός καταστράφηκε το 1070 από πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκε τους χρόνους του Ρωμανού Δ΄ Διογένους (1067-1071) και του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078), αλλά στις 29 Φεβρουαρίου 1434 καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρκαγιά που προκάλεσαν πριγκιπόπουλα και αρχοντόπουλα με αναμμένο δαδί στην ξύλινη στέγη όπου κυνηγούσαν περιστέρια. Στην ίδια περιοχή κοντά στο ναό χτίστηκαν μεγαλόπρεπα βασιλικά παλάτια και πολλές φορές οι παλατιανοί έμεναν εκεί και γιόρταζαν με λαμπρότητα διάφορες γιορτές. Για το λόγο αυτό και για τις πολλές παννυχίδες που γίνονταν στις Βλαχέρνες διαμορφώθηκε ένα ξεχωριστό Τυπικό τελετουργικών διατάξεων. Πολλοί αυτοκράτορες εξεδήλωσαν την ευλάβεια τους στην Παναγία την Βλαχερνιώτισσα, όπου μάλιστα στέφθηκαν αυτοκράτορες και πρίγκιπες. Το 1285 έγινε τοπική Σύνοδος που κατάγγειλε την ένωση των Εκκλησιών που έγινε στη Σύνοδο της Λύωνος (1274). Με τις Βλαχέρνες είναι συνδεδεμένη η θαυματουργική σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβαρών και Περσών το καλοκαίρι του 626, καθώς και από την πολιορκία των Αράβων – Σαρακηνών, έναν αιώνα αργότερα, το καλοκαίρι, πάλι, του 718. Με τις δύο αυτές πολιορκίες συνδέθηκε και η ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου στην Παναγία των Βλαχερνών, αφού με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας συντελέστηκε το θαύμα. Ο τύπος της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας παριστάνει την Θεοτόκο όρθια με υψωμένα τα χέρια σε δέηση και με την εικόνα του Χριστού ζωγραφισμένη σε εγκόλπιο στα στήθια της, όπως βρισκόταν στο νότιο τείχος του ναού.Την άγρυπνη προστασία της Παναγίας των Βλαχερνών απηχεί κι ένα τροπάριο, γραμμένο σε 15σύλλαβο στίχο και αφιερωμένο στη Βλαχέρνα με ακροστιχίδα, από τον μελουργό Μανουήλ Αργυρόπουλο στις αρχές του ιε΄ αιώνα, σε απειλούμενες δεινές περιστάσεις, που το μεταφέρω κι εδώ.

Β Βασίλισσα των ουρανών, παντάνασσα παρθένε,

Λ Λαόν πιστόν και κλήρον σου και πόλιν μη παρίδης,

Α αργύπνοις όμμασιν ημάς αεί περιφρουρούσα,

Χ χειρών αθέων λυτρώσαι, πικράς αιχμαλωσίας.

Ε Εκτείνον χείρας, αγαθή, προς τον εκ σου τεχθέντα.

Ρ Ρήξον χειρόγραφον δεινών πολλών αμαρτημάτων,

Ν Νεύσον εξ ύψους ευμενώς ημών τη παρακλήσει,

Α Αντιλαβού των δούλων σου, θεογεννήτορ κόρη.

Εκτός από τον μεγαλόπρεπο ναό και τα ανάκτορα το κτιριακό σύνολο στις Βλαχέρνες συμπλήρωναν το παρεκκλήσι της αγίας Σορού και το Λούσμα, όπου μετέβαιναν οι αυτοκράτορες κάθε Παρασκευή. Ο Ναός, το Παρεκκλήσι και το Λούσμα επικοινωνούσαν με εσωτερικές πόρτες. Ο σημερινός Ναός και το Αγίασμα είναι πολύ μεταγενέστερο κτίσμα, που ύστερα από τις καταστροφές του Σεπτεμβρίου του 1955 επισκευάσθηκε κι έλαβε τη σημερινή του μορφή.
Πρέπει να σημειώσω εδώ πως η μεγάλη πανήγυρις των Βλαχερνών γινόταν στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), η οποία θεσπίστηκε το 588 από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, και κατά την οποία συνηθιζόταν και «εγκώμια λέγειν της δεσποίνης».

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Η ονομασία «Ακάθιστος» του Ύμνου, που όμως αναφέρθηκε παραπάνω ανήκει στο υμνογραφικό είδος που λέγεται κοντάκιο, οφείλεται στο ότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί εμέλψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος ορθοί πάντες ακροώμεθα». Αυτά γράφει το Συναξάριο, και εντοπίζει «την νύκτα εκείνην» το καλοκαίρι του 626, όταν ο λαός και κλήρος με τον πατριάρχη Σέργιο περιέφεραν στα τείχη την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και το βράδι, κατά τρόπο θαυμαστό, μια τρομερή τρικυμία καταπόντισε όλα τα καράβια των Αβάρων και Περσών του Χοσρόη που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. «Ο γε μεν θεοφιλής της Κωνσταντίνου λαός τη θεομήτορι την χάριν αφοσιούμενος, ολονύκτιον τον ύμνον και ακάθιστον αυτή εμελώδησαν, ως υπέρ αυτών αγρυπνησάση και υπερφυεί διαπραξαμένη το κατά των εχθρών τρόπαιον».
Πρέπει να αναφερθή εδώ ότι η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πολλές άλλες δεινές περιστάσεις και πολιορκίες, από τις οποίες λυτρώθηκε, σχεδόν πάντοτε, θαυματουργικά. Οι κυριώτερες από αυτές είναι η πολιορκία από τους Άραβες του Μωαβιά (673), όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος. Δεινή περίσταση σημειώθηκε το 715 από τους Άραβες και Βουλγάρους, τρομερή πολιορκία και θαυμαστός καταποντισμός των πλοίων των Αράβων έγινε το 718, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ΄. Κι αργότερα έχουμε πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους κ.α. αλλά τα γεγονότα αυτά απομακρύνονται από το περιστατικό της ψαλμώδησης του Ακαθίστου Ύμνου. Οι δύο πολιορκίες που συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία για την ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου είναι του έτους 626 και του έτους 718. Και στις δύο περιπτώσεις ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Κια προκρίθηκε αυτός ο ύμνος από κάποιον άλλον ενδεχομένως, επειδή θα ήταν κιόλας καθιερωμένος στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου στη Βλαχέρνα, κι επειδή το περιεχόμενο του, με χαρακτήρα διηγηματικό, δογματικό, και δοξολογικό – εγκωμιαστικό προσφερόταν για τη διάσωση και τη λύτρωση της Πόλης από τη δεινή περίσταση. Σύγχρονο και επίκαιρο για το γεγονός της συγκεκριμένης πολιορκίας, μίας από τις δύο που προαναφέρθησαν, είναι οπωσδήποτε το προοίμιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», που αντικατέστησε το καθαυτό προοίμιο του ύμνου, «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει».
Με τη χρονολογία συνθέσεως του ύμνου συνδέεται αναπόφευκτα το όνομα του ποιητού του ύμνου, του μελωδού. Ο ύμνος φέρεται σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ανώνυμος, κι ο Συναξαριστής που τον συνδέει με το γεγονός της διάσωσης από την πολιορκία του 626 δεν κάνει λόγο ούτε για το χρόνο της συνθέσεως ούτε για τον ποιητή του. Ήταν φυσικό, η παράδοση σιωπηρά, αλλά και πολλοί μεγάλοι μελετητές να αποδώσουν τον έξοχο αυτό ύμνο στον κατ’ εξοχήν πρίγκηπα των βυζαντινών υμνογράφων, τον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μαρτυρία, του ις΄ αι., ως σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αι. (της μονής Βλατάδων 41, φ. 193α) που αναφέρει το όνομα του Ρωμανού ως ποιητού του ύμνου. Υπάρχουν όμως και δύο εξίσου σοβαρές, αλλά σοβαρές ενδείξεις. Η μία είναι ότι στη λατινική μετάφραση του ύμνου, γύρω στα 800, από τον Επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται το όνομα του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) που ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”. Η άλλη περίπτωση είναι, ότι σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, εικονίζεται κι ένας μοναχός που κρατάει ειλητάριο με γραμμένο το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη». Στο κεφάλι του μοναχού υπάρχει η ένδειξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αυτός ο άγιος Κοσμάς δεν είναι άλλος από τον Κοσμά το μελωδό, που κοιμήθηκε το 752/4, κι είναι κι αυτός σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του 718.
Η δομή, το ύφος και το περιεχόμενο του Ύμνου είναι μάλλον μεταρωμανικά στοιχεία, όπως κατάδειξε ο καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης. Ο ύμνος αναφέρεται σε όλο το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού, στο οποίο είναι βασικός παράγοντας η Θεοτόκος. Έτσι, ο μαριολογικός και ο χριστολογικός χαρακτήρας του είναι φανερός. Εύκολα μπορούμε να πούμε ότι αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων – οι γιορτές χωρίστηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565) – αλλά εύκολα επίσης μπορούμε να πούμε ότι ο εγκωμιαστικός και δοξολογικός χαρακτήρας του ύμνου είναι πρόσφορος για κάθε περίσταση που η θρησκεύουσα ψυχή θέλει να αναφερθή στο θαύμα της σωτηρίας της. Αυτό δείχνει το ότι ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και αργότερα, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών κι έτσι πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Κι ίσως σε αυτή τη μεταφορά μετατέθηκε και το ιστορικό στον Συναξαριστή από το 728, που ο αυτοκράτορας τότε ήταν ο αργότερα εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, στα 626, τα χρόνια του θεοφιλούς βασιλέως Ηρακλείου που πολεμούσε τους Πέρσες να επανακτήσει τον τίμιο Σταυρό.Το περιεχόμενο και η δομή του Ύμνου, σε γενικές γραμμές, είναι το ακόλουθο. Το προοίμιο, και το Τη υπερμάχω και το Το προσταχθέν, έχουν εφύμνιο το Χαίρε νύμφη ανύμφευτε, που έχουν και όλοι οι περιττοί οίκοι, δηλαδή Α, Γ, Ε, κλπ., ενώ οι άρτιοι οίκοι, δηλαδή Β, Δ, Ζ, κλπ., έχουν εφύμνιο το Αλληλούια. Οι περιττοί οίκοι, μετά από τους 5 πρώτους στίχους που περιέχουν την διήγηση, έχουν άλλους 18 στίχους, ανά ζεύγη, που αποτελούν τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο. Τους χαιρετισμούς αυτούς τους απευθύνουν: ο Γαβριήλ (Α, Γ), ο Πρόδρομος ως έμβρυο ακόμα (Ε), οι ποιμένες (Η), οι Μάγοι (Ι), οι πιστοί που ερύσθησαν από τα είδωλα (Λ), οι πιστοί γενικά (Ν, Ο, Ρ, Τ, Φ, Ψ). Οι άρτιοι οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο (Β, Δ, Ζ, Ω) και στο Χριστό (Θ, Κ, Μ, Ξ, Π, Σ, Υ, Χ). Εορτολογικά τώρα, ο ύμνος έχει σχέση με τον Ευαγγελισμό (Α, Β, Γ, Δ), με την επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), με τις αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), με την προσκύνηση των ποιμένων (Η) και τνω Μάγων – Χαλδαίων (Θ, Ι, Κ), με την Υπαπαντή (Μ), και με την φυγή στην Αίγυπτο (Λ), που εδώ απηχείται η παράδοση των απόκρυφων ευαγγελίων. Αυτό είναι το πρώτο του ύμνου, το ιστορικό. Το άλλο μισό (Ν-Ω) είναι το θεολογικό – δογματικό, όπου υμνείται η ενανθρώπηση του Κυρίου και η σωτηρία των πιστών.Κατά την Τυπική διάταξη , ο ύμνος ψάλλεται ολόκληρος με όρθρο το Σάββατο του Ακαθίστου, και τμηματικά, ανά 6 οίκοι, με Απόδειπνο, κατά τις πρώτες 4 Παρασκευές των Νηστειών. Πρέπει να διευκρινισθή ότι δεν πρόκειται για ψαλμώδηση αλλά για απαγγελία εκφωνητική από Αρχιερέα ή ιερέα, που στο τέλος του κάθε οίκου οι χοροί των ψαλτών ψάλλουν το εφύμνιο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» ή «Αλληλούια».
Είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Τυπικού του Αγίου Σάββα που ορίζει «Δει ειδέναι, ότι εις την λαύραν του οσίου Πατρός ημών Σάββα ου παρελάβομεν εις την ημέραν του Ακαθίστου ψάλλειν τους κδ΄ οίκους, αλλά δ΄ τον πρώτον, τον δεύτερον, τον τρίτον και τον ύστερον, (δηλ) Ω πανύμνητε μήτερ, εις δε την εορτήν του Ευαγγελισμού ψάλλομεν όλους». Και συμπληρώνει «ει δε θέλει ο προεστώς γίνεται αγρυπνία και ψάλλονται όλοι». Η μαρτυρία αυτή έχει σημασία για τα μουσικολογικά θέματα που αφορούν κυρίως την ερμηνεία της σημειογραφίας του Ακαθίστου Ύμνου. Η πλήρης ψαλμώδηση δηλαδή του πολύ μελισματικού – εκτενούς – ύφους, απαιτεί πολύ χρόνο, και γι’ αυτό ψάλλονταν μόνο κατά επιλογή 4 οίκοι. Αυτό το γεγονός μαρτυρεί πως από πολύ νωρίς, ίσως εξ αρχής, τα κοντάκια δεν ψάλλονταν αλλά απαγγέλονταν, παράδοση δηλαδή που ενεργείται και σήμερα




Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ