

Β Βασίλισσα των ουρανών, παντάνασσα παρθένε,
Λ Λαόν πιστόν και κλήρον σου και πόλιν μη παρίδης,
Α αργύπνοις όμμασιν ημάς αεί περιφρουρούσα,
Χ χειρών αθέων λυτρώσαι, πικράς αιχμαλωσίας.
Ε Εκτείνον χείρας, αγαθή, προς τον εκ σου τεχθέντα.
Ρ Ρήξον χειρόγραφον δεινών πολλών αμαρτημάτων,
Ν Νεύσον εξ ύψους ευμενώς ημών τη παρακλήσει,
Α Αντιλαβού των δούλων σου, θεογεννήτορ κόρη.
Εκτός από τον μεγαλόπρεπο ναό και τα ανάκτορα το κτιριακό σύνολο στις Βλαχέρνες συμπλήρωναν το παρεκκλήσι της αγίας Σορού και το Λούσμα, όπου μετέβαιναν οι αυτοκράτορες κάθε Παρασκευή. Ο Ναός, το Παρεκκλήσι και το Λούσμα επικοινωνούσαν με εσωτερικές πόρτες. Ο σημερινός Ναός και το Αγίασμα είναι πολύ μεταγενέστερο κτίσμα, που ύστερα από τις καταστροφές του Σεπτεμβρίου του 1955 επισκευάσθηκε κι έλαβε τη σημερινή του μορφή.
Πρέπει να σημειώσω εδώ πως η μεγάλη πανήγυρις των Βλαχερνών γινόταν στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), η οποία θεσπίστηκε το 588 από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, και κατά την οποία συνηθιζόταν και «εγκώμια λέγειν της δεσποίνης».
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

Πρέπει να αναφερθή εδώ ότι η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πολλές άλλες δεινές περιστάσεις και πολιορκίες, από τις οποίες λυτρώθηκε, σχεδόν πάντοτε, θαυματουργικά. Οι κυριώτερες από αυτές είναι η πολιορκία από τους Άραβες του Μωαβιά (673), όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος. Δεινή περίσταση σημειώθηκε το 715 από τους Άραβες και Βουλγάρους, τρομερή πολιορκία και θαυμαστός καταποντισμός των πλοίων των Αράβων έγινε το 718, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ΄. Κι αργότερα έχουμε πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώσους κ.α. αλλά τα γεγονότα αυτά απομακρύνονται από το περιστατικό της ψαλμώδησης του Ακαθίστου Ύμνου. Οι δύο πολιορκίες που συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία για την ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου είναι του έτους 626 και του έτους 718. Και στις δύο περιπτώσεις ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Κια προκρίθηκε αυτός ο ύμνος από κάποιον άλλον ενδεχομένως, επειδή θα ήταν κιόλας καθιερωμένος στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου στη Βλαχέρνα, κι επειδή το περιεχόμενο του, με χαρακτήρα διηγηματικό, δογματικό, και δοξολογικό – εγκωμιαστικό προσφερόταν για τη διάσωση και τη λύτρωση της Πόλης από τη δεινή περίσταση. Σύγχρονο και επίκαιρο για το γεγονός της συγκεκριμένης πολιορκίας, μίας από τις δύο που προαναφέρθησαν, είναι οπωσδήποτε το προοίμιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», που αντικατέστησε το καθαυτό προοίμιο του ύμνου, «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει».
Με τη χρονολογία συνθέσεως του ύμνου συνδέεται αναπόφευκτα το όνομα του ποιητού του ύμνου, του μελωδού. Ο ύμνος φέρεται σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ανώνυμος, κι ο Συναξαριστής που τον συνδέει με το γεγονός της διάσωσης από την πολιορκία του 626 δεν κάνει λόγο ούτε για το χρόνο της συνθέσεως ούτε για τον ποιητή του. Ήταν φυσικό, η παράδοση σιωπηρά, αλλά και πολλοί μεγάλοι μελετητές να αποδώσουν τον έξοχο αυτό ύμνο στον κατ’ εξοχήν πρίγκηπα των βυζαντινών υμνογράφων, τον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μαρτυρία, του ις΄ αι., ως σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αι. (της μονής Βλατάδων 41, φ. 193α) που αναφέρει το όνομα του Ρωμανού ως ποιητού του ύμνου. Υπάρχουν όμως και δύο εξίσου σοβαρές, αλλά σοβαρές ενδείξεις. Η μία είναι ότι στη λατινική μετάφραση του ύμνου, γύρω στα 800, από τον Επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται το όνομα του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) που ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”. Η άλλη περίπτωση είναι, ότι σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, εικονίζεται κι ένας μοναχός που κρατάει ειλητάριο με γραμμένο το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη». Στο κεφάλι του μοναχού υπάρχει η ένδειξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αυτός ο άγιος Κοσμάς δεν είναι άλλος από τον Κοσμά το μελωδό, που κοιμήθηκε το 752/4, κι είναι κι αυτός σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του 718.

Είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Τυπικού του Αγίου Σάββα που ορίζει «Δει ειδέναι, ότι εις την λαύραν του οσίου Πατρός ημών Σάββα ου παρελάβομεν εις την ημέραν του Ακαθίστου ψάλλειν τους κδ΄ οίκους, αλλά δ΄ τον πρώτον, τον δεύτερον, τον τρίτον και τον ύστερον, (δηλ) Ω πανύμνητε μήτερ, εις δε την εορτήν του Ευαγγελισμού ψάλλομεν όλους». Και συμπληρώνει «ει δε θέλει ο προεστώς γίνεται αγρυπνία και ψάλλονται όλοι». Η μαρτυρία αυτή έχει σημασία για τα μουσικολογικά θέματα που αφορούν κυρίως την ερμηνεία της σημειογραφίας του Ακαθίστου Ύμνου. Η πλήρης ψαλμώδηση δηλαδή του πολύ μελισματικού – εκτενούς – ύφους, απαιτεί πολύ χρόνο, και γι’ αυτό ψάλλονταν μόνο κατά επιλογή 4 οίκοι. Αυτό το γεγονός μαρτυρεί πως από πολύ νωρίς, ίσως εξ αρχής, τα κοντάκια δεν ψάλλονταν αλλά απαγγέλονταν, παράδοση δηλαδή που ενεργείται και σήμερα
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ