- ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ πού μαρτύρησαν στη Σεβάστεια
- Ο ΑΓΙΟΣ ΟΥΡΠΑΣΙΑΝΟΣ
- Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ αδελφός Γρηγορίου Θεολόγου
- ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΠΠΟΥΣ, ΓΙΑΓΙΑ, ΠΑΤΕΡΑΣ, ΜΗΤΕΡΑ και τα ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ
Αναλυτικά
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ πού μαρτύρησαν στη Σεβάστεια
Και οι 40 αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι 40 συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους 40, ο Κάνδιδος, απαντά: "Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ' ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. "Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;" ο Άγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Όποτε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Άλλ' αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: "Δριμύς ο χειμών. αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα". Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Άγλάϊος), πού είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. "Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Άγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ήλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ούάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Έκδίκιος, (ή Εύδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτή-μων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ούαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάίος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Άέτιος, Άκάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Έλιανός ή Ήλιανός), και Άγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των 40 ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Άειθαλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).
Και οι 40 αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι 40 συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους 40, ο Κάνδιδος, απαντά: "Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ' ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. "Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;" ο Άγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Όποτε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Άλλ' αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: "Δριμύς ο χειμών. αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα". Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Άγλάϊος), πού είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. "Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Άγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ήλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ούάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Έκδίκιος, (ή Εύδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτή-μων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ούαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάίος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Άέτιος, Άκάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Έλιανός ή Ήλιανός), και Άγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των 40 ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Άειθαλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).
Απολυτίκιο. Ήχος γ'. θείας πίστεως.Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα· δια πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς έδοξάσθητε. Άλλ' αιτήσασθε, Τριάδα τήν υπερούσιον, δωρήσασθαι ημιν το μέγα έλεος.
Ο ΑΓΙΟΣ ΟΥΡΠΑΣΙΑΝΟΣ
Άνηκε στην τάξη των συγκλητικών, και έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα στο σφοδρό διωγμό κατά της Εκκλησίας. Όταν ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε το διάταγμα του κατά των χριστιανών, προσκάλεσε πρώτα τους συγκλητικούς και δήλωσε ότι, αν κανείς άπ' αυτούς ήταν χριστιανός, θα τον συγχωρούσε, αφού το δηλώσει αμέσως και απαρνηθεί τον Χριστό. ο Ούρπασιανός άκουσε τη δήλωση του βασιλιά, στο τέλος δε, αντί άλλης απάντησης, αφαίρεσε μόνος του τα σήματα του αξιώματος του και τα παρέδωσε σ' αυτόν. ο Διοκλητιανός θύμωσε και διέταξε να τον βασανίσουν. Στην αρχή τον μαστίγωσαν με νεύρα από βόδι και μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν να τον πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα και να κρατήσει το αξίωμα του. Άλλ' ο Ούρπασιανός έμεινε πιστός στην απόφαση του. Τότε αποφασίστηκε ο θάνατος του. Του άνοιξαν λοιπόν τις πλευρές με σιδερένια όργανα, και υστέρα έβαλαν στις πληγές του αναμμένες λαμπάδες. Τόσο δε τα εγκαύματα όσο και ο καπνός επέφεραν το μαρτυρικό του τέλος.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ αδελφός Γρηγορίου Θεολόγου
Ήταν ο μικρότερος αδελφός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γεννήθηκε στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας το έτος 330. Γονείς του ήταν ο επίσκοπος Ναζιανζού Γρηγόριος και ή ευσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη αδελφή του ήταν ή αγία Γοργονία. Μετά τη βασική του εκπαίδευση, ο Καισάριος ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του για ανώτερες σπουδές στην Καισαρεία της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδασε μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία, ρητορική και ιδιαίτερα ιατρική, πού αγάπησε και περισσότερο. Έπειτα πήγε στην Κων/πολη, όπου ο βασιλιάς Κωνστάντιος και ο λαός τον δέχτηκαν με τιμές, και διορίστηκε γιατρός των ανακτόρων. ΟΙ ευεργεσίες πού πρόσφερε σ' όλους ήταν μεγάλες. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ίουλιανός ο Παραβάτης, ο Καισάριος δεν συμβιβάστηκε μαζί του και αφού εγκατέλειψε όλες τις τιμές και τις εξουσίες πού του πρόσφερε ο Ιουλιανός, επέστρεψε στην πατρίδα του Ναζιανζό, όπου έκανε το επάγγελμα του γιατρού, ευεργετώντας πλήθος συνανθρώπων του. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ούάλης (364), ο Καισάριος επέστρεψε πάλι στην Κων/πολη και αναδείχθηκε "επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων" στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί επιδόθηκε σε νέες ευεργεσίες προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Ή ασκητική του εγκράτεια όμως, καθώς και οι πολλές μέριμνες και δοκιμασίες, προσέβαλαν την υγεία του. Αρρώστησε βαριά και στις 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Το Ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε στην Άριανζό και εναποτέθηκε σε τάφο, πού είχε λατομηθεί για τους γονείς του.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΠΠΟΥΣ, ΓΙΑΓΙΑ, ΠΑΤΕΡΑΣ, ΜΗΤΕΡΑ και τα ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ
Μαρτύρησαν δια ξίφους.