2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 07


Οἱ Ἅγιοι Ἐφραίμ, Βασιλεύς, Εὐγένιος, Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος, Καπίτων καὶ Αἰθέριος
Ὅλοι πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Χερσώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Καπίτωνα ποὺ διέφυγε τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβασή του Μεγάλου Κων/νου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους. Ὁ δὲ Ἐλπίδιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱερομάρτυρες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Χερσώνα, στὰ ὅρια τῆς Κριμαίας. Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (296). Ἐκεῖ, ἡ ἐργασία τοῦ Ἐλπιδίου γινόταν μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ καθημερινοὺς κινδύνους. Διότι εἶχε νὰ κάνει μὲ βαρβάρους εἰδωλολάτρες. Ἡ αὐταπάρνηση μὲ τὴν ὁποία ἐργάστηκε δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας. Ὅμως, ἡ ἀγριότητα τῶν ἀπίστων δὲν ἄργησε καὶ αὐτὴ νὰ φανεῖ. Μία μέρα, ἐνῷ ὁ Ἐλπίδιος κήρυττε, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ μία ἅμαξα. Τὸν ἔσυραν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο στοὺς δρόμους, μέχρι ποὺ πέθανε. Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας τὸ τίμιο αἷμα του σὰν πιστὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ «μισθός» του στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι ἀφάνταστα μεγάλος. Καὶ δίκαια, διότι κατὰ τὴν ρήση τοῦ Κυρίου, «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ». Δηλαδή, εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ τῆς ἐργασίας του, ποὺ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του.

Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστωρ ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος Κύπρου
Ὅταν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀνέλαβαν ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος, ἡ Κύπρος ἦταν ἄκρως εἰδωλολατρική. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ βάσανα, κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὸ δρόμο τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας (Λαυριωτικὸς Κώδικας 70). Τελικὰ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλός
Ὀνομάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀμαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιμοτυπίες τοῦ κόσμου. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καμμιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του. Ἀλλ᾿ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέμισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρημο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερμὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήματά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ ἔμεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.

Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄμιδα (πόλη τοῦ τουρκικοῦ Κουρδιστᾶν καὶ λιμάνι στὸν ποταμὸ Τίγρη, σήμερα ὀνομάζεται Διαρβεκίρ). Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε κόμης τῆς Ἀντιοχείας ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου τοῦ Θρακὸς (518-527). Ἀπὸ λαϊκός, μὲ ὑπόδειξη τοῦ βασιλιᾶ, ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τῆς Ἀντιοχείας. Ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα σὰν Πατριάρχης, προκειμένου νὰ καθαρίσει τὴν ἐπαρχία του ἀπὸ τοὺς Μονοφυσῖτες. Ἐναντίον τοὺς ἔγραψε ἔντονα, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Φώτιος στὴ Μυριόβιβλο (σελ. 228-229). Αὐτὸς καὶ κάποιον Στυλίτη, φανατικὸ Μονοφυσίτη, ποὺ ἀσκήτευε στὴν Ἱεράπολη, μὲ θαῦμα ἐπανέφερε στὴν ὀρθὴ πίστη. Γιὰ 18 χρόνια ποίμανε τὸν λαὸ ὅπως ἔπρεπε καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμῖνα
Γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασίλω καὶ ἀπόκτησε δυὸ γιούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα καὶ οἰκοδόμος. Μὲ ὑπόδειξη τῆς Θεοτόκου πῆγε στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν σεπτὴ εἰκόνα της καὶ στὰ ἐρείπια παλιᾶς Μονῆς οἰκοδόμησε νέα (1682). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε σὲ Λαυρέντιος. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ γυναῖκα του, μετονομασθεῖσα σὲ Βασσιανή. Διὰ τῆς Θεοτόκου ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 6 Μαρτίου 1707. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 7 Μαρτίου.

Οἱ Ἅγιοι Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Μαριανός
Οἱ ἐν Ρώμῃ (+ 259).

Ὁ Ἅγιος John Beverley (Ἀγγλοσάξωνας)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων