Τὴ Μεγ. Σαρακοστή, στὶς 4 πρῶτες ἑβδομάδες, κάθε Παρασκευὴ βράδυ, στὸ μέσο τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, ἀντηχοῦν οἱ θαυμάσιοι καὶ προσφιλέστατοι στὸ λαό μας Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας («Ἄγγελος πρωτοστάτης...» - «Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε»).
Ψάλλονται τμηματικά, κάθε φορὰ καὶ μία «Στάση» ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, μαζί μὲ τὸν ἐξαίρετο «Κανόνα» του (τὰ Τροπάρια τῶν Χαιρετισμῶν), ποὺ περιέχει ὀκτὼ ᾠδὲς καὶ ἀρχίζει μὲ τὸ Τροπάριο: «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...».
Ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ψάλλεται στὸν Ὄρθρο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ἀλλὰ γιὰ εὐκολία τῶν πιστῶν τὸν ψάλλουμε ἀποβραδὶς (τὴν 5η Παρασκευὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς).
Οἱ Χαιρετισμοὶ συνδέθηκαν μὲ τὴ Μεγ. Τεσσαρακοστὴ λόγῳ τῆς μεγάλης Θεομητορικῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη ἑορτὴ ἡ ὁποία δὲν ἔχει μεθέορτα, ἐξ αἰτίας τοῦ χαρακτῆρα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ τὴν ἔλλειψη ἔρχεται νὰ καλύψει ἡ ψαλμῳδία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Τὸ ὑμνολογικὸ αὐτὸ κείμενο χρησιμοποιεῖται στὴν Ἐκκλησία μας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς Ναοὺς στοὺς ὁποίους γίνεται Ἀπόδειπνο, πολλοὶ λαϊκοὶ συνηθίζουν νὰ διαβάζουν τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας κάθε βράδυ μαζί μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι «Κοντάκιο». Εἶναι δηλ. ὕμνος ἀνάλογος πρὸς τοὺς «Κανόνες». Ἡ ὀνομασία του ὀφείλεται μᾶλλον στὸ κοντὸ ξύλο στὸ ὁποῖο ἡ μεμβράνη μὲ τὸν ὕμνο ἦταν τυλιγμένη. Τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ Ὕμνου λέγεται «Προοίμιον»: «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει...» τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ πασίγνωστο: «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια...». Ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι» ἀπὸ τὸ Α μέχρι τὸ Ω. Κάθε ἕξι γράμματα (κάθε ἕξι «Οἴκους») ἔχουμε μία «Στάση». Ἡ τελευταῖα λέξη κάθε «Οἴκου» ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαός, σὰν σύντομη ἱκεσία, λέγεται «Ἐφύμνιον» καὶ ὑπάρχουν δυό: Τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα». Τὸ πρῶτο «Ἐφύμνιον» γιὰ τοὺς περιττοὺς «Οἴκους» ποὺ περιλαμβάνουν 156 Χαῖρε (12 Χαῖρε x 12 καὶ 12 τῶν «Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε») καὶ τὸ δεύτερο, γιὰ τοὺς ἀρτίους.
Θέμα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Στὸ πρῶτο μέρος (Α-Μ, στὶς δυὸ πρῶτες «Στάσεις»), ὑμνεῖται ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου. Ἀρχίζει μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου («Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τῷ Χαῖρε...»), συνεχίζει μὲ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παναγία, τὴν ἐπίσκεψή της στὴν Ἐλισάβετ, τοὺς λογισμοὺς τοῦ Ἰωσήφ, τὴν προσκύνηση τῶν Ποιμένων καὶ τῶν Μάγων, τὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου.
Στὸ δεύτερο μέρος (Ν-Ω) ὑμνεῖται ἡ δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου χάρη στὴ σάρκωση τοῦ Κυρίου καὶ ἡ θεομητορικὴ ἀξία τῆς Παναγίας. Καὶ ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω μὲ θαυμάσιες ποιητικὲς ἀποστροφὲς καὶ ἐγκώμια ποὺ περιλαμβάνουν ἐπιτυχέστατες ἀντιθέσεις καὶ ὡραιότατες θεολογικὲς εἰκόνες.
Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος», σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὀνομάστηκε ἔτσι γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Τὸ ἔτος 626 ἡ Κων/πολη πολιορκήθηκε συγχρόνως ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους (ξηρά) καὶ τοὺς Πέρσες (ξηρὰ καὶ θάλασσα) γιὰ μῆνες. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε στὴν Ἀσία. Ὁ κίνδυνος πτώσεως τῆς Πόλεως ἦταν πολὺ μεγάλος. Στὴν ἄμυνα πρωτοστάτησε ὁ Πατριάρχης Σέργιος. Ἔτσι οἱ λίγοι μαχητὲς μαζί μὲ τὸν Κλῆρο καὶ τὸ λαὸ ζητώντας τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ (μὲ προσευχὲς καὶ παρακλήσεις) καὶ στηρίζοντας τὶς ἐλπίδες τους στὴν Προστάτριά τους, τὴν «Ὑπέρμαχο Στρατηγό», τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀντιστέκονταν ἀπεγνωσμένα. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, ἕνας φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος κατέστρεψε τὰ πλοῖα τῶν Περσῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λυθεῖ ἡ πολιορκία. Ἡ Βασιλεύουσα ἐσώθη! (ἦταν 8 Αὐγούστου).
Τότε «ὀρθοστάδην ὅλος ὁ λαός» ἔψαλλε τὸν Ὕμνο αὐτό, ὁ ὁποίος ἀπὸ τότε ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος. Τὰ νικητήρια ἀποδόθηκαν στὴν Προστάτρια τῆς Κων/πόλεως, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ πάντα σκέπει καὶ προστατεύει τὸ Ἔθνος μας.
Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ τιμᾶται ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια, ποὺ παρ᾿ ὅτι ἑορτάζεται τὴν 1η Ἀπριλίου, προβάλλεται σήμερα πρὸς διέγερση τῶν ρᾴθυμων καὶ ἁμαρτωλῶν σὲ μετάνοια.
Ἀπὸ 12 χρονῶν ἡ Μαρία ἄρχισε νὰ ζεῖ ἄσωτα. Ὅταν στὰ 29 της χρόνια πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν κατάφερε νὰ εἰσέλθει στὸ Ναό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ αἰσθανόταν μία ἀόρατη δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει. Τότε συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτωλότητά της καὶ ὑποσχέθηκε ν᾿ ἀλλάξει ζωή. Ἔτσι μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἔζησε ἀλλὰ 47 (!) χρόνια. Τὰ πρῶτα 17 μὲ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες, ἐνῷ τὰ λοιπὰ 30 σὰν ἐπίγειος ἄγγελος! Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ μάθαμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ζωσιμᾶ ποὺ τὴν ἀνακάλυψε τὸ 46ο ἔτος διαμονῆς της στὴν ἔρημο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ τὴν κοινώνησε, γνωρίζουμε ὅτι σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια δὲ συνάντησε ἄνθρωπο καὶ ζοῦσε μὲ τὰ θηρία. Ἂν καὶ ἀγράμματη τελείως, γνώριζε ἀπ᾿ ἔξω τὴν Ἁγία Γραφή, ἰκανώθηκε νὰ γράφει, νὰ περπατᾷ ἐπάνω στὰ ὕδατα, νὰ μετακινεῖται ἀστραπιαῖα σὰν πνεῦμα καὶ προικίσθηκε μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ Θ. Μετάληψή της, ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς τὴν βρῆκε πλησίον τῆς σπηλιᾶς της νεκρὴ καὶ δίπλα της γραμμένα: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψον ὧδε τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τὴν αὐτὴν ἡμέραν, καθ᾿ ἣν ἐκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ». Αὐτὰ ἔγιναν τὸ 378, ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 437.
Ἡ Ὁσία Μαρία, μαζί μὲ τὴν Ὁσία Πελαγία, τὸν Ὅσιο Μωϋσῆ τὸν Αἰθίοπα, τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο καὶ ἄλλους, εἶναι ζωντανὰ παραδείγματα τῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε λοιπόν. Μποροῦμε νὰ γίνουμε, μὲ τὴ δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ κατάλευκοι ὡς Ἄγγελοι, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσουμε, ὅπως ἡ Ὅσια Μαρία.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του.
Γνωρίζοντας τὶς ἐξελίξεις ὁ Χριστὸς καθυστέρησε τὴ μετάβασή Του στὴ Βηθανία καὶ ὅταν ἔφθασε, οἱ ἀδελφές του Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία, Τὸν ὁδήγησαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ ἐδάκρυσε καὶ «διέταξε» τοὺς παριστάμενους νὰ ἀφαιρέσουν τὸ λίθο ποὺ κάλυπτε τὸν τάφο. Μετὰ ἐκραύγασε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Καὶ ὁ νεκρὸς ποὺ τέσσερις ἡμέρες ἦταν στὸν τάφο καὶ ἐμύριζε, ἄρχισε νὰ περπατᾷ! Τὸ θαῦμα ἔγινε, ἀφοῦ προηγήθηκε ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου (ἢ ἀφαίρεση τοῦ λίθου, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ γίνει ἄνετα ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐνῷ πλησίαζε τὸν τάφο). Ὅμως, ἔτσι θέλησε καὶ ἔτσι πάντοτε θέλει ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι νὰ κάνουμε τὰ ἀνθρώπινα (ὅ,τι πρέπει καὶ φυσικά, πάντοτε ἐντὸς τῶν δυνατοτήτων μας) ὁπότε ὁ Θεός, κάνει τὰ θεϊκά. Οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κάνουμε τὰ θεϊκὰ (τὰ ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μας) - ματαιοπονοῦμε, οὔτε ὁ Θεὸς κάνει τὰ ἀνθρώπινα, αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε φανερώνοντας τὴν προαίρεσή μας.
Ὁ Λάζαρος γιὰ τὸ φθόνο τῶν ἀρχόντων φυγαδεύτηκε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος ἄλλα 30 χρόνια. Ὅταν τὸ 63 μ.Χ. ἀπέθανε γιὰ δεύτερη φορά, στὸν τάφο του ποὺ βρίσκεται στὸν ὁμώνυμο Ναὸ τῆς Λάρνακας ἀνέγραψαν: «Λάζαρος ὁ τετραήμερος καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ».
Τὸ Σάββατο αὐτὸ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀναστάσιμο! Ἡ ἀκολουθία περιλαμβάνει ἀναστάσιμα εὐλογητάρια, τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», πρὶν ἀπὸ τὸν Ν´ Ψαλμὸ καὶ στὴν ἀπόλυση, τὸ «Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, Χριστός...». Ἐπίσης δὲν ψάλλονται οὔτε Μαρτυρικὰ οὔτε Θεοτόκια. Μνημόσυνα δὲν τελοῦνται ἀπὸ σήμερα (Σάββατο τοῦ Λαζάρου) μέχρι Κυριακῆς τοῦ Θωμά.
Μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ Χριστὸς ἀπομακρύνθηκε πάλι στὸν Ἰορδάνη ποταμό, γιὰ νὰ μὴν τὸν συλλάβουν οἱ Ἀρχιερεῖς ποὺ σχεδίαζαν τὸ θάνατό του.
Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Ἑβραϊκὸ Πάσχα, ἐπέστρεψε στὴ Βηθανία, ὅπου στὸ γεῦμα ποὺ προσέφερε ἡ οἰκογένεια τοῦ Λαζάρου, ἡ ἀδελφή του Μαρία ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἴησού μὲ μύρο καὶ τὴν ἑπομένη (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) εἰσῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καθήμενος «ἐπὶ πώλου ὄνου».
Τότε ὁ λαὸς ἔστρωνε στὴ γῆ βάϊα (ὅπως κάνουν στοὺς θριαμβευτές), ἐπειδὴ Τὸν θεωροῦσαν ἐπίγειο βασιλέα (ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ ζυγό) καὶ Τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ τὴν κραυγή: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ αὐτὴ σείστηκε καὶ χάρηκε ἡ Σιών, ἐνῷ σήμερα χαίρεται καὶ ἑορτάζει ἡ νέα Σιών, ὁ νέος Ἰσραὴλ δηλαδὴ ὅλοι ἐμεῖς, γιατί ἔρχεται ὁ Κύριος νικητὴς τοῦ θανάτου προδηλώνοντας τὴ δική Του καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση.
Στοὺς Ἱ. Ναοὺς μοιράζονται στὸ λαὸ βάϊα, δάφνες ἢ κλαδιὰ ἐλαίων.
Τὰ βάϊα, δηλ. τὰ ἀπαλὰ κλαδιὰ τῶν φοινίκων, ἐσήμαιναν τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ «Ὡσαννά» ἑρμηνεύεται «σῶσε με, παρακαλῶ» καὶ τὸ πωλάριον τῆς ὄνου, ζῷο ἀδάμαστο καὶ ἀκάθαρτο, κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, μὲ τὸ κάθισμα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτό, ἐσήμαινε τὴν πρώην ἀκαθαρσία καὶ ἀγριότητα τῶν ἐθνῶν καὶ τὴν ὑποταγή τους μετὰ ἀπὸ αὐτὰ στὸν Εὐαγγελικὸ Νόμο.