οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες,
ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων,
παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν,
τὸν ἱερὸν Νιπτήρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον
(δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων),
τὴν ὑπερφυὰ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν».
Το βράδυ της ημέρας αυτής, που ήταν η προ των αζύμων ημέρα, δηλαδή παραμονή του Εβραϊκού Πάσχα, ο Ιησούς δείπνησε στην πόλη με τους δώδεκα Μαθητές του. Ευλόγησε το ψωμί και το κρασί και μ’ αυτό τον τρόπο παρέδωσε το Mυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η οποία θα τελείται στο διηνεκές ως η αέναη παρουσία Του στην Εκκλησία.
Αφού κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου, ο Κύριος θέλησε κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό.
Λέγει λοιπόν «Εις εξ’ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ’ εμού» (Μάρκ.14:18, Ιωάν.13:22). Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και άρχισαν να διερωτώνται ποιος είναι αυτός. Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ’ ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13:26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και μετά από αυτό «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13:27).
Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13:27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέας, αλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη».
Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22:19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ.26:28, Μάρκ.14:24).
Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους Mαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13:31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία». Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13:3) και «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14:27).
Στη συνέχεια ένιψε τα πόδια των Μαθητών του και το γεγονός αυτό της νίψεως των ποδιών των Μαθητών από τον Κύριο λέγεται στην εκκλησιαστική γλώσσα «Νιπτήρ». Ο Νιπτήρ μας διδάσκει ότι πρέπει να εκδηλώνουμε την αγάπη μας προς τους άλλους ανθρώπους με ταπεινοφροσύνη. Η Εκκλησία, θέλοντας να μας δείξει τη σημασία του γεγονότος αυτού, όρισε την ανάμνησή του την ημέρα αυτή.
|
Τότε, ο Κύριος αποσύρεται στο όρος των Ελαιών, όπου μόνος του προσεύχεται γονατιστός και ο ιδρώτας του σαν κόμβοι πηκτού αίματος, πέφτουν στη γη. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του. Είναι η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου.
Μόλις τελειώνει την προσευχή, φτάνει ο Ιούδας με τους στρατιώτες και πολύ όχλο. Αφού φίλησε τον Κύριο στο πρόσωπο, τον παραδίδει. Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και οδηγείται δεμένος στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι Μαθητές σκορπίζονται και ο θερμόαιμος Πέτρος, που τον είχε ακολουθήσει μέχρι την αρχιερατική αυλή, τον αρνείται και αυτός λίγο πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές.
Ο Κύριος οδηγείται μπροστά στο παράνομο συνέδριο και εξετάζεται για τους Μαθητές του και τη διδασκαλία του. Εξορκίζεται στον Θεό να πει αν ο ίδιος είναι πράγματι ο Χριστός και λέγοντας την αλήθεια, κρίνεται ένοχος θανάτου, επειδή δήθεν βλαστήμησε. Στη συνέχεια τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χαστουκίζουν και τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί.
« Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χείρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταὶς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος».
«Αφού ο προδότης πήρε τον Άρτο στα χέρια του, (μετά από λίγο) τα απλώνει κρυφά και παίρνει το αντίτιμο (για να παραδώσει) Εκείνον που με τα δικά του χέρια έπλασε τον άνθρωπο. Κι (έτσι) έμεινε αδιόρθωτος ο Ιούδας, ο δούλος στα πάθη του) και δόλιος».
«Τὴ μυστικὴ ἐν φόβῳ τραπέζη, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταὶς ψυχαίς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῶ Δεσπότη, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῶ λεντίω, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες, αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοὶς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος».
«Αφού με φόβο πλησιάσαμε όλοι το μυστικό Τραπέζι, ας υποδεχθούμε με καθαρές καρδιές τον Άρτο, παραμένοντας μαζί με τον Δεσπότη Χριστό. Για να δούμε πως πλένει τα πόδια των μαθητών και τα σκουπίζει με την ποδιά. Και για να πράξουμε κι εμείς όπως ακριβώς είδαμε καλά να πράττει ο Κύριος). Δηλαδή αφού υποταχθούμε ο ένας στον άλλο, και αφού πλένουμε ο ένας τα πόδια του άλλου. Γιατί κι ο Ίδιος ο Χριστός έτσι διέταξε τους μαθητές του, όπως τους το είχε από νωρίτερα πει. Αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν πρόσεξε ο Ιούδας, ο δούλος στα πάθη του) και δόλιος.».
«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτήρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλω τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοί». «Την ώρα που οι δοξασμένοι μαθητές, στο μυστικό Δείπνο, καθώς τους έπλενε ο Κύριος τα πόδια, φωτίζονταν, ο ασεβής Ιούδας, άρρωστος από φιλαργυρία, βυθιζόταν στο πνευματικό σκοτάδι. Παραδίδει σε παράνομους κριτές. Εσένα το Δίκαιο Κριτή. Κοίτα καλά τον Ιούδα. Εσύ που αγαπάς πολύ τα χρήματα (και σκέψου), πως γι’ αυτά έφτασε στο κατάντημα να απαγχονισθεί. Απόφευγε την απληστία της ψυχής του Ιούδα που τόλμησε τέτοια φοβερά έργα (να κάνει) κατά του Διδασκάλου του. Δόξα σ’ Εσένα, Κύριε, που είσαι προς όλους αγαθός».Ευαγγελικόν ανάγνωσμα:
- εις τον Όρθρον: Λουκ. 22: 1-39
- εις την Θείαν Λειτουργίαν: Ματθ. 26: 1-20, Ιωαν. 13: 3-17, Ματθ. 26: 21-39, Λουκ. 22: 43-45, Ματθ. 26: 40, 27: 2, Αποστολικόν ανάγνωσμα: Α΄ Κορινθ. 11: 23-32