2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Την παραμονή του μεγάλου ταξιδιού


Συναξαριστής του 20ού αιώνος
 ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ*
Φερμένο  από  τους γονείς του σε μία πολυάνθρωπη   πόλι, σε διαμέρισμα συγγενών, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι πέθαινε. Πέθαινε από καρκίνο. Οι γιατροί την είχαν χειρουργήσει δύο φορές, ξαφνικά όμως εμφανίστηκε ένας όγκος στο κεφάλι της, ο οποίος, πριν αφαιρεθή, δημιούργησε άλλους όγκους που απλώθηκαν με γρήγορες μεταστάσεις στον ώμο και στους πνεύμονες.
Χωρίς μαλλιά και παραμορφωμένο από τις εγχειρήσεις, το κορίτσι έμενε κατάκοιτο στο ξένο δωμάτιο, κοιτώντας από το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε. Αλληλοδιαδόχως μια ο πατέρας και μια η μητέρα έ­σκυβαν επάνω της, δίνοντάς της κάποιο φάρμακο ή κάτι για να πιη.
 Δεν μπορούσε πια να φάη σχεδόν τίποτε, ούτε να μιλήση κανονικά, παρά μόνο ψιθύριζε πότε-πότε:
Μη στενοχωρείστε, μαμά και μπαμπά! θα γίνω καλά.
Ο πατέρας έτρεχε από τη μια κλινική στην άλλη, επίσης και σε διάφορους ειδικούς. Ήξερε ότι η κόρη του ήταν καταδικασμένη, ωστόσο μια τυφλή ελπίδα τον ωθούσε να ψάχνη όλους εκείνους, για τους οποίους μάθαινε ότι είχαν βρη κάποια θεραπεία του καρκίνου: βοτανολόγους, παραψυχολόγους... Κανένας όμως δεν μπορούσε να βοηθήση το παιδί του.
Όταν εξανεμίσθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες του, συνάντησε ένα ξένο και μέσα στην απελπισία του του εκμυστηρεύθηκε τον πόνο του. Ο άνθρωπος αυτός, ένας ατυχής πενηντάχρονος πλανόβιος που ποτέ δεν ξεπέρασε την νεανική ηλικία του, ωδήγησε τον πατέρα του κοριτσιού σ’ ένα παλιό συμμαθητή του, ο οποίος τώρα γράφει αυτές τις γραμμές.
Έτσι συνέβη ώστε μια μέρα μέσα από την θάλασσα αυτού του κόσμου να παρουσιαστή στο δωμάτιό μου ένας άνθρωπος άκρως εξαντλημένος και ταραγμένος, που είχε ωστόσο καταφέρει να διατηρήση την αξιοπρέπειά του.
Θα μπορούσατε να βοηθήσετε την κόρη μου;
Ήξερα ότι γι’ αυτό που ήταν εν προκειμένω το σπουδαιότερο είχα πράγματι την απάντησι. Ήταν όμως δύσκολο, πολύ δύσκολο, να του το πω ευθέως, μονομιάς. Τελικά μίλησα.
Μέσα από τον πόνο του, μέσα από τα δάκρυα που συγκρατούσε στο βάθος των ματιών του, με δυσπιστία και κάποια απόχρωσι τρόμου απάντησε:
—  Την κόρη μου; να την βαπτίσω; Για ποιο λόγο; Τί καλό θα της κάνη;
Δεν είμαι ιερεύς. Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. ένας από τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους». Δεν ήταν πολύς καιρός που είχα έλθει κι εγώ στον Χριστό, στην διδασκαλία Του. Ήξερα ότι εδώ περιέχεται όλη η αλήθεια, κάθε τι το βέβαιο και τελικό, η τελική αλήθεια. Και επιπλέον ήμουν βέβαιος ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ζούσε ανάμεσά μας, ότι εμφανιζόταν στους ανθρώπους.
Και να τώρα, ένα μικρό κορίτσι πέθαινε. Ήταν δυνατόν να κρύψης από τον πατέρα του — έναν άθεο, ένα μέλος του Κόμματος — ότι η μεταθανάτια κατάστασι της ψυχής αυτού του κοριτσιού, που καλά-καλά ούτε το γνώριζα, θα εξαρτιόταν αιωνίως από το αν θα ήταν βαπτισμένο ή όχι; Δεν υπήρχε χρόνος για μακροσκελείς συζητήσεις, ούτε για να εξηγήσης ότι και τα καλύτερα και αθωότερα παιδιά μπορούν να υποφέρουν για τις αμαρτίες των γονέων τους, των προγόνων τους. Η κάθε μέρα ήταν πολύτιμη, ίσως και η κάθε ώρα. Του είπα:
—  Πήγαινε σε μία εκκλησία, ζήτησε έναν ιερέα. Και πρέπει οπωσδήποτε να προετοιμάσης το κορίτσι.
Ο φίλος μου, που δεν είχε παιδιά, στεκόταν αμήχανος, συντριμμένος από τον πόνο του άλλου.
—   Θα μπορούσα ίσως να του δώσω την Καινή μου Διαθήκη; ρώτησε.
—   Ναι, απάντησα. Αφού το κορίτσι έχει τις αισθήσεις του και καταλαβαίνει, διαβάζετέ της τα κεφάλαια με τη σειρά. Διαβάζετε χωρίς διακοπή.
Ο φίλος μου πήρε τον πατέρα του κοριτσιού έξω στο σκοτεινό χειμωνιάτικο βράδυ, για να του δώση την ίδια Καινή Διαθήκη που του είχα δωρήσει εγώ πριν ένα χρόνο, ελπίζοντας να σώσω μία χαμένη, ευγενική, αμαρτωλή ψυχή.
Το μεθεπόμενο πρωινό, μου τηλεφώνησε και με πληροφόρησε αποθαρρυμένα:
—   Τίποτα δεν έγινε. Το κορίτσι είναι απρόθυμο και οι γονείς αντιτίθενται.
—   Και πώς είναι το κορίτσι, σε τί κα­τάστασι;
—   Της δίνουν οξυγόνο. Η κατάστασί της είναι πολύ κρίσιμη.
—   Πήγες εκεί; Την είδες;
—   Όχι, δεν πήγα.
—   Ξέρεις τουλάχιστον το όνομά της;
—   Γκαλίνα.
Άρχισα να προσεύχωμαι για την Γκα­λίνα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Η ημέρα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτε άλλο εκτός από το ότι ένα άγνωστό μου μικρό κορίτσι πέθαινε, αναχωρώντας για την αιωνιότητα... Προσευχήθηκα για την Γκαλίνα, την αβάπτιστη Γκαλίνα.
Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν τις εννιά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος μου.
—  Ο πατέρας μου τηλεφώνησε. Έχουν συμφωνήσει. Η Γκαλίνα συμφώνησε. Πού μπορούμε να βρούμε έναν ιερέα;
Ήταν σχεδόν εννιά. Στις εκκλησίες οι ακολουθίες πρέπει να τελείωναν1. Πήρα τον αριθμό ενός γνωστού μου ιερέως που εφημέρευε λίγο πιο μακριά, έξω από την πόλι. Το πιθανώτερο ήταν να έλειπε από το σπίτι.
Ήταν στο σπίτι! Κατά μία σπάνια συγκυρία περιστάσεων είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι. Η φωνή του ήταν κουρασμένη αλλά σταθερή:
—  Έλα γρήγορα να με πάρης. Πού θα πάμε; Πού είναι αυτό;
Τηλεφώνησα στον φίλο μου και αυτός στους γονείς του παιδιού. Αποδείχθηκε ότι έπρεπε να πάμε στα περίχωρα, σ’ ένα νέο προάστειο, σχεδόν κοντά στον περιφερειακό δακτύλιο.
Έξω από το παράθυρο οι νιφάδες πετούσαν γρήγορα μέσα από το φως που έριχνε η λάμπα του στύλου. Ήταν χιονοθύελλα.
Ο φίλος μου ήρθε με ένα ταξί και διασχίσαμε μαζί με ταχύτητα το κέντρο της πόλεως. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο την μαγνητική δύναμι του χρόνου, μια δύναμι που τώρα επιδρούσε στην αλυσίδα των γεγονότων, συνδέοντας αίτια και αποτελέσματα: Έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να συναντηθώ εγώ και πάλι με τον παλιό συμμαθητή μου, να του δώσω μια Καινή Διαθήκη, αυτός έπρεπε να συναντήση τον πατέρα του κοριτσιού και να τον φέρη σ’ εμένα κι εγώ έπρεπε να γνωρίζω αυτόν τον ιερέα, ο οποίος έπρεπε αυτή την συγκεκριμένη ώρα να βρίσκεται στο σπίτι!
Νάτος. Στεκόταν εκεί στο πεζοδρόμιο, πασπαλισμένος με χιόνι. Άνοιξα γρήγορα την πόρτα. Καθώς βολευόταν στη θέσι του, γύρισε και με ρώτησε:
—  Έχεις σταυρό; Πήρες κανένα μαζί σου;
—  Όχι.
Βγήκε από το ταξί, έτρεξε στο σπίτι και χάθηκε για λίγο από το βλέμμα μας. Περιμέναμε νιώθοντας ένοχοι. Είχα ένα σταυρό, αλλά δεν σκέφθηκα να τον πάρω. Τελικά επέστρεψε και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Από τις σύντομες φράσεις μας ο οδηγός ήξερε ποιοι ήμασταν και ποιος ο σκοπός του ταξιδιού μας. Έγινε βλοσυρός. Το πρόσωπό του πήρε μια σαρκαστική έκφρασι χαρακτηριστική σε οδηγούς ταξί. Νέος ακόμη, θα ήταν προφανώς συνομήλικος με τον κουρασμένο και σιωπηλό μας παππούλη.
Κάναμε αρκετό δρόμο και χρειάστηκε να ψάξουμε πολλή ώρα, μέχρι να βρούμε τη σωστή διεύθυνσι, το σωστό διαμέρισμα. Φαινόταν πως το βρήκαμε. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ.
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη — φαινόμενο σύνηθες σε καιρό τραγωδίας. Επικράτησε μια σιωπή γεμάτη προσοχή. Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή εμφανίστηκε η μητέρα από τον στενό διάδρομο. Τα αδάκρυτα μάτια της φανέρωναν ένα απρόσμενο αίσθημα εκπλήξεως — μέχρι σημείου παραλύσεως. Την αιτία αυτής της εκπλήξεως την ανακαλύψαμε αργότερα, μετά την τέλεσι του Μυστηρίου.
Συνέβη κατά το μεσημέρι ο πατέρας να έχη μια ψυχική αλλοίωσι. Κάθισε δίπλα στην κόρη του και ανοίγοντας το Ευαγγέλιο άρχισε να της λέη κάτι για βάπτισμα.
Το ετοιμοθάνατο κορίτσι δεν ήθελε ούτε να ακούση κάτι τέτοιο.
—  Φύγε από δω! Και μη ξαναέρθης. Φώναξε τη μαμά. Είμαι Μικρή Σκαπανεύς2 και δεν θέλω ν’ ακούω για βαφτίσια. Φύγε!
Ο πατέρας έφυγε αποκαρδιωμένος και φώναξε τη μητέρα. Αυτή δεν είχε προλάβει να πλησιάση το κρεβάτι, όταν είδε ότι η κόρη της ξεψυχούσε. το πρόσωπό της έγινε κέρινο, η αναπνοή της σταμάτησε και τα μάτια της γύρισαν επάνω. Αρπάζοντας το κεφάλι του κοριτσιού, η μητέρα έσφιξε μέσα στα χέρια της το πρόσωπο της κόρης της μέσα σε μιαν ανίσχυρη αγωνία... Και ξαφνικά, ένιωσε ότι τα φρύδια συσπάσθηκαν, κινήθηκαν.
—  Τί συμβαίνει, παιδί μου;
Τα μάτια της Γκαλίνας κοιτούσαν ίσια μπροστά με σοβαρότητα. Το πρόσωπό της ρόδισε.
—  Πετούσα. Από ψηλά είδα εσένα, τον μπαμπά, και όλους. Και κάτι άλλο που δεν πρέπει να πω. Γρήγορα, καλέστε έναν ιερέα! Αν δεν το κάνετε, όταν θα γίνω καλά, θα πάω μόνη μου σε μία εκκλησία. Γρήγορα, καλέστε τον!
Όμως έγινε βράδυ μέχρι να τηλεφωνήσουν στον φίλο μου...
Μπήκαμε στο δωμάτιο όπου, σ’ ένα κρεβατάκι δίπλα στο παράθυρο, ξάπλωνε κατάκοιτο το κορίτσι. Η έκφρασι του προσώπου της σου προξενούσε αμέσως κατάπληξι. Ήταν αδύνατο να πιστέψης ότι το κορίτσι που πέθαινε ήταν δώδεκα ετών. Μάλλον έμοιαζε σαν να είχαν μαζευτή σ’ αυτήν όλες οι ηλικίες. Διαποτισμένα με μια σπάνια πνευματική ομορφιά, τα μεγάλα μάτια της κοιτούσαν μέσα από το πρόσωπο μιας γυναίκας, ενός ανθρώπου...
Ψηλός και λεπτός ο ιερεύς, έσκυψε πάνω της φορώντας τα άμφιά του. Έγινε δεκτός με ένα χαμόγελο. Έμοιαζε σαν να μην ήταν η πρώτη φορά που είχαν συναντηθή, σαν αυτή να μη πιεζόταν πια από την επιθανάτια αγωνία και εξάντλησι... Τέτοιο χαμόγελο.
Φοβούμενος μην ξεσπάσω σε δάκρυα, αναζήτησα τον πατέρα. Διαπιστώθηκε πως είχε πάει για φιάλη οξυγόνου. Προσπάθησα να φανώ χρήσιμος και τοποθέτησα τρία αναμμένα κεριά σ’ ένα δοχείο με το νερό που επρόκειτο να αγιασθή3. Το ένα έπεφτε συνεχώς.
Όλοι μας, μαζί και η μητέρα του κοριτσιού και ο φίλος μου, που στεκόταν παράμερα, είχαμε την φυσιολογική αίσθησι ότι συμμετέχουμε σ’ ένα μυστήριο. Συνέβαινε κάτι που ήταν πέρα από τη σύλληψι του νου, της λογικής. Μέσα στη βαρειά, υγρή ατμόσφαιρα ακούγονταν τρεμουλιαστά τα λόγια των προσευχών. Οι φλόγες των τριών κεριών τρεμόσβυναν πάνω από το ήδη αγιασμένο νερό.
Ο ιερεύς ήταν σε έντασι, όπως και εμείς. Αργότερα μας είπε ότι ποτέ δεν είχε δει κάποιον που να δέχθηκε τόσο συνειδητά το μυστήριο του βαπτίσματος. Μόνο η Γκαλίνα ήταν ήρεμη. Τα προσεκτικά της μάτια, που τα καταλάβαιναν όλα, φαίνονταν να βλέπουν κάτι που εμείς οι άλλοι δεν το βλέπαμε.
Είχαμε τελειώσει. Στο αδύνατο παιδικό στήθος της Γκαλίνας κρεμόταν ένας μικρός σταυρός. Ο ιερεύς ετοιμαζόταν να της δώ­σει τη Θεία Κοινωνία, φέρνοντας στα χείλη της μία πολύ μικρή μερίδα του Σώματος του Κυρίου μας με μία μικρή ασημένια λαβίδα. Από πίσω η μητέρα ψιθύρισε:
—  Δεν μπορεί να καταπιή τίποτε.
—  Όχι, μπορώ! είπε η Γκαλίνα. Μπορώ!
Και κατάπιε την μερίδα, πίνοντας και λίγο ζεστό νάμα.
Ο ιερεύς — ξέχειλος από συμπάθεια, καλωσύνη, αγάπη — έσκυψε πάνω στην κατάλευκη ψυχούλα που ετοιμαζόταν ν’ αφήση αυτόν τον κόσμο και ψιθύρισε:
—  Γκαλίνα, να προσεύχεσαι για μας.
—  Βεβαίως, απάντησε σταθερά το κορίτσι. Το γνωρίζω... Σίγουρα...
Πώς το γνώριζε; Τί της είχε φανερωθή εκείνες τις στιγμές που είχε μεταφερθή στον άλλο κόσμο; Αυτό παρέμεινε μυστήριο.
Η Γκαλίνα πέθανε την επόμενη μέρα, 12 Ιανουαρίου 1981, το μεσημέρι. Ας προσευχώμαστε κι εμείς γι’ αυτήν!


*    Από το παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ελπίδα (Ναντιέζντα), τεύχος 9.
1.   Στις λίγες εκκλησίες που είναι ανοικτές υπάρχει συνεχές ρεύμα εκκλησιαζομένων και τελούνται καθημερινά όλες οι ακολουθίες, μυστήρια παρακλήσεις κλπ. Την ώρα αυτή (9.00 μ.μ.) τελειώνει συνήθως η ακολουθία του όρθρου, που στις ενορίες τελείται πάντοτε από βραδίς μαζί με τον εσπερινό.
2.   Μικροί Σκαπανείς, κομματική οργάνωσις για την σχολική ηλικία.
3. Προφανώς θα έγινε το λεγόμενο «βάπτισμα των κλινικών» με ράντισμα της κεφαλής, το οποίο επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις βαρέως ασθενούντων και ετοιμοθανάτων.

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
 ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
 ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
1989

ΠΗΓΗ http://www.impantokratoros.gr/