Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Κεφ. 16, χωρία 19 έως 31.
Ο πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος
«19 ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
Είπεν ο Κύριος· ήταν ένας άνθρωπος πλούσιος καν ντυνόταν στα κόκκινα και στα βυσινιά και τρωγόπινε και καλοπερνούσε κάθε μέρα σε μεγάλη πολυτέλεια. Κι ήταν ένας φτωχός πού τον έλεγαν Λάζαρο, ριγμένος έξω από τη θύρα του πλούσιου. Ήταν πληγιασμένος και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Ήταν σε τέτοια εγκατάλειψη, ώστε και τα σκυλιά ακόμα έρχονταν καν έγλειφαν τις πληγές του. Κι έγινε και πέθανε ο φτωχός και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στις αγκάλες του Αβραάμ. Και πέθανε και ο πλούσιος και τον έθαψαν. Και στον Άδη, εκεί πού βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και τον Λάζαρο στις αγκάλες του. Και φώναξε ο πλούσιος και είπε' Πατέρα Αβραάμ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει στην άκρη το δάχτυλο του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί καίγομαι και λυώνω σε τούτη τη φλόγα. Κι είπεν ο Αβραάμ· Παιδί μου, θυμήσου πώς εσύ χάρηκες τα καλά στη ζωή σου κι ο Λάζαρος πάλι τα κακά. Τώρα εκείνος εδώ χαίρεται και συ βασανίζεσαι· κι εκτός άπ' όλα αυτά μεταξύ μας ανοίγεται βαθύ φαράγγι, ώστε εκείνοι πού θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, μήτε άπ' εκεί σε μας να περνούν. Τότε ο πλούσιος είπε· σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να στείλεις τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδέλφια· να πάει και να τους πει τι γίνεται εδώ, για να μην έρθουν κι αυτοί σε τούτη την κόλαση. Τότε του λέγει ο Αβραάμ· έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες· ας τους ακούσουν. Κι εκείνος είπε· όχι, πατέρα Αβραάμ· μόνο αν πάει κάποιος από τους νεκρούς σ' αυτούς, θα μετανοήσουν. Τότε του είπε ο Αβραάμ· αν δεν ακούν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ούτε κι από τους νεκρούς αν κάποιος αναστηθεί θα πεισθούν.
Από την προς Εφεσίους Επιστολή
του Αποστόλου Παύλου,
Κεφ. 2, χωρία 4 έως 10.
« Αδελφοί, 4 ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ' ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.
8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.»
8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
Αδελφοί, ο Θεός επειδή είναι γεμάτος έλεος και ευσπλαχνία, εξαιτίας της πολλής αυτού αγάπης, πού μας έχει αγαπήσει, αν και είμαστε πεθαμένοι από τα παραπτώματα μας, όμως μας ζωντάνευσε μαζί με τον Ιησού Χριστό- με τη χάρη του είσαστε σωσμένοι· και μας ανάστησε μαζί Του και μας κάθισε μαζί Του στα επουράνια, για να δείξει στους κατοπινούς αιώνες τον υπερβολικό πλούτο της Χάριτος Του και την καλωσύνη Του σε μας δια του Ιησού Χριστού.Είσαστε σωσμένοι με τη Χάρη (του Χρίστου) και δια μέσου της πίστεως και αυτό δεν οφείλεται σε σας, γιατί και η πίστη είναι δώρο του Θεού. Και αυτό δεν οφείλεται στα έργα των ανθρώπων για να μη καυχηθεί κανένας. Είμαστε λοιπόν δικό του ποίημα που μας δημιούργησε δια του Ιησού Χρίστου, με υποχρέωση να εργασθούμε καλά έργα, εκείνα, που προετοίμασε ό Θεός για να ζήσουμε συμφωνά με αυτά.