2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 24 ΟΚΤ 2010

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Κεφ. 8, χωρία 27 έως 39.

«26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. 27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν,
 καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.
35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς.»

ΑΠΟΔΟΣΗ


Εκείνο τον καιρό ήλθε o Ιησούς στην περιοχή των Γαδαρηνών πού είναι αντίπερα στη Γαλιλαία. Εκεί τον απάντησε ένας άν­θρωπος από την πόλη, πού είχε δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν έβαζε ρούχο απάνω του και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά μέσα στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού έβαλε μια μεγάλη φωνή, έπεσε κάτω μπροστά του και του είπε δυνατά· Τι δουλειά έχω εγώ με σένα, Ιησού υιέ του θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ να μη με βασανίσεις. Ό Ιησούς λοιπόν πα­ράγγειλε στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο πού πολλά χρόνια τον είχε αιχμαλωτισμένο τον έδεναν με αλυσίδες χέρια και πόδια και τον φύλαγαν, αλλά εκεί­νος έσπαζε τα δεσμά και έτρεχε στις ερημιές, πού τον τραβούσε ό δαίμονας. Τον ρώτησε ό Ιησούς και του λέγει· Ποιο είναι το όνομα σου; Κι εκείνος είπε· Λεγεώνα· γιατί πολλά δαιμόνια είχαν εισέλ­θει μέσα του· και τον παρακαλού­σε να μην τα προστάξει να πάνε στην άβυσσο. Κι ήταν εκεί ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους πού έβοσκαν στο βουνό και τα δαιμό­νια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπούνε στους χοίρους· και τους επέτρεψε. Και βγήκαν τα δαιμόνια από τον άν­θρωπο και μπήκαν στους χοίρους και χίμηξε το κοπάδι στον γκρεμό κι έπεσαν στη λίμνη και πνίγηκαν όλοι. Κι όταν είδαν οι χοιροβοσκοί το τι έγινε, έφυγαν, και μετά­δωσαν το γεγονός στην πόλη και τα χωράφια. Βγήκαν τότε να δουν αυτό πού έγινε και ήλθαν στον Ιη­σού και βρήκαν τον άνθρωπο, πού είχαν βγει από μέσα του τα δαιμό­νια, να κάθεται ντυμένος και φρό­νιμος κοντά στα πόδια του Ιησού και φοβήθηκαν. Τους είπαν έπειτα κι εκείνοι πού είδαν το θαύμα πώς σώθηκε ο δαιμονισμένος. Κι όλος ο κόσμος από τα περίχωρα των Γαδαρηνών παρακάλεσαν τον Ιη­σού να φύγει από αυτούς, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Τότε ο Ιησούς μπήκε στο πλοίο και ξαναγύρισε στη Γαλιλαία. Και όο άνθρωπος πού είχαν βγει από μέσα του τα δαιμόνια τον παρακα­λούσε θερμά να είναι μαζί του· αλλά ο Ιησούς τον απέλυσε και του είπε' πήγαινε πίσω στο σπίτι σου και να διηγείσαι όσα έκανε ο θεός σε σένα. Και έφυγε εκείνος και έλεγε σ' όλη την πόλη όσα έκανε σ' αυτόν ο Ιησούς.

Από την προς Γαλάτας Επιστολή
του Αποστόλου Παύλου,
Κεφ. 2, χωρία 16 έως 20.


«Αδελφοί, 16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. 18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ. »

ΑΠΟΔΟΣΗ


16 Ξέρουμε όμως πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την τή­ρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό γίνε­ται μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι' αυτό κι εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στο Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου· γιατί με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άν­θρωπος. 17Αν όμως, ζητώντας να σωθούμε από το Χριστό, βρεθήκαμε να είμαστε κι ε­μείς αμαρτωλοί όπως οι εθνικοί, σημαίνει τάχα πως ο Χριστός οδηγεί στην αμαρτία; Όχι βέβαια!18 Γιατί, αν ό,τι γκρέμισα το ξα­ναχτίζω, είναι σαν να ομολογώ πως έκανα λάθος όταν το γκρέμιζα. 19 Κι αληθινά, με κριτήριο το νόμο, έχω πεθάνει για τη θρη­σκεία του νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στο θεό. Έχω πεθάνει στο σταυρό μαζί με το Χριστό.19Τώρα πια δε ζω εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπο μου ο Χριστός. Κι η τωρινή σωματική μου ζωή είναι ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του θεού, που με αγά­πησε και πέθανε εκούσια για χάρη μου.