2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Από το ημερολόγιο ενός μουλαριού...

Ιανουάριος 1940

Μ' αρέσει το χωριό πού ζω. Έχει πολλά παιδιά καί τα παιδιά παίζουν μαζί μου. Μου είπε ή μάνα μου πώς τώρα χρόνισα καί πώς δεν πρέπει να ξεχνιέμαι στο παιχνίδι καί κλοτσήσω κανένα παιδάκι. Θα του κάνω, λέει, κακό. "Ακου πράματα! Εγώ να κάνω κακό σε παιδί! Θέλω να τους ησυχάσω. Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!
Φεβρουάριος 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς. Δεν έχω παράπονο. Τ' αφεντικό μου μου δίνει σανό. Μπόλικο σανό. Καλός ό σανός, μα πιο καλά τα
 φύλλα της καλαμποκιάς. Άλλα δε μ' αφήνουν να τρώγω όπου θέλω. Καταστρέφω, λέει, καί το καλαμπόκι καί τον κήπο. Εγώ πέρυσι, πού ήμουνα πιο μικρός, πήγα κρυφά δυο τρείς φορές στίς καλαμποκιές κι έφαγα. Με μάλωσε τ' αφεντικό μου. Ήθελα να του πω πώς, σαν παιδί κι εγώ, κάτι λιμπίστικα. Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!
Μάιος 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία. Παίρνω αμπάριζα καί τρέχω, πηδώ θάμνους, πηδώ πέτρες. Πήδησα κι ένα χαντάκι βαθύ πού μόνο άλογα μπορούν να το πηδήσουν. Κόντεψα, βέβαια, να σπάσω το ποδάρι μου, αλλά το πήδηξα. Ή ελευθερία! Σπουδαϊο πράμα στ' αλήθεια. Γι' αυτό αγρίεψα σαν πήγαν να μου βάλουν σαμάρι. Κλότσησα, άφρισα. Τί τα θέλεις τούτα τα καραγκιοζιλίκια, ήθελα να πω στο αφεντικό μου. Ή πλάτη μου είναι στρωτή, μπορείς να κάτσεις απάνω της. Καί τα χαλινάρια τί τα θέλεις; Είμαι υπάκουος καί καταλαβαίνω όταν μου λες να σταθώ, να ξεκινήσω, να στρίψω. Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!
Ιούλιος 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία καί το παλικάρι πού αρραβωνιάστηκε ή κόρη του αφεντικού μου. Είναι ένας λεβέντης μέχρι κεί πάνω. Αγαπάει την κοπέλα μας, τη Λενιώ, αγαπάει καί μένα. Σάν παντρευτούνε, μου ψιθύρισε στ' αφτί, θα με πάρει μαζί του. Το είπα στη μάνα μου. «Τί καλά!», χάρηκε ή μάνα μου. «Θα κάνει παιδιά ή Λενιώ κι εσύ πιο μεγάλος καί πιο μυαλωμένος θα τα κουβαλάς στο χωράφι, θα τα μάθεις να σε καβαλικεύουν χωρίς να πέφτουν κάτω». Την άλλη μέρα, σαν ήρθε το παλικάρι μας, ό Δημήτρης, να δεί την αρραβωνιαστικιά του, μου χάιδεψε το μουσούδι. Ήθελα να του πω αυτά όλα, για τα παιδιά πού θα κάνει με τη Λενιώ καί θα τα προσέχω. Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!


Πέμπτη 17 Όκτωβρίου 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία καί το παλικάρι πού αρραβωνιάστηκε τη Λενιώ, μ' αρέσει καί ή Λενιώ. Πάντα αυτή μου βάζει φρέσκο νερό στον κουβά μου. Δεν το ξέχασε ούτε τούτες τις μέρες πού οί δουλειές στο σπίτι περίσσεψαν. Κανείς όμως δε φαίνεται πώς κουράστηκε. Ή Λενιώ μπαινοβγαίνει χαρούμενη. Πλένουν στο σπίτι του αφεντικού, σιδερώνουν, ασπρίζουν αυλές... Όλες οί γειτόνισσες βοηθάνε καί τραγουδάνε παρέα. Χτες ή Λενιώ μου έφερε το φρέσκο νεράκι μου.
«Κρατάνε ακόμα οί ζέστες», μου είπε. «Πιες νεράκι να δροσιστείς, φάε να δυναμώσεις. Την Κυριακή παντρεύομαι. Εσύ θα πάς τα προικιά μου στο καινούργιο μου σπίτι. Κι είναι πολλά τα προικιά μου».
Ήθελα να πω καλορίζικα. Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!
Πέμπτη 24 Όκτωβρίου 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία καί το παλικάρι μας καί ή Λενιώ, μ'αρέσει καί να πηγαίνω τα προικιά. Με πλύνανε, με τρίψανε με βούρτσα, γιάλισα, όμόρ-φηνα. Μου βάλανε χαϊμαλιά, χάντρες, κορδέλες στο κεφάλι μου, μου πέταξαν κι ένα πολύχρωμο χράμι στη ράχη. Ένα χράμι όλο λουλούδια, να, σαν τον κάμπο μας την άνοιξη. Κι επάνω στην πλάτη μου 'βαλαν το μπαούλο με τα προικιά. Ήταν βαρύ, αλλά ούτε λόγος να θυμώσω. «Κουράστηκες;», με ρώτησε ή Λενιώ σαν γύρισα. Ήθελα να της πώ' «τέτοια βάρη κάθε μέρα να 'χω, κυρά μου». Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία καί το παλικάρι μας καί ή Λενιώ καί να πηγαίνω τα προικιά, μ' αρέσει καί ό γάμος. Πάλι πλύθηκα, λαμπροστολίστηκα καί πάνω στην καλή βελουδένια σέλα μου όμορφοκάθισε ή νυφούλα μας. «Να πηγαίνεις σιγά, να με καμαρώνει το χωριό», μου ψιθύρισε ή Λενίώ. Πήγα να της πω «μείνε ήσυχη, κυρούλα μου. Στράτα στρατούλα θα σε πάω». Δε μπορώ όμως να μιλώ σάν άνθρωπος. Τί κρίμα!


Δευτέρα 28 Όκτωβρίου 1940
Μ' αρέσει το χωριό μου καί τα φύλλα της καλαμποκιάς καί ή ελευθερία καί το παλληκάρι μας καί ή Λενιώ καί να πηγαίνω τα προικιά καί ό γάμος, μ' αρέσει καί ό ύπνος. Γι' αυτό συγχίστηκα, σαν άκουσα το ραδιόφωνο του χωριού να παίζει πολύ δυνατά. Πήγα να βγω στην πλατεία να δω τί γίνεται, μα δεν πρόλαβα. Ό καινούριος μου αφέντης, ό νιόγάμπρος, ήρθε κοντά μου.
«Λεβέντη μου, φεύγουμε», μου είπε.
«Φεύγουμε; Τί αστείο είναι αυτό; Θα πάμε στη δουλειά σήμερα; Τρεις μέρες γλεντάμε στο χωριό μας σε κάθε γάμο».
Θύμωσα, χτύπησα κάτω το πόδι μου.
«Κίτσο, ήσυχα», μου μίλησε το παλικάρι. «Ξέρω πώς αγαπάς το χωριό μας. Τώρα θέλουνε να μας το πάρουνε. Ξέρω πώς αγαπάς τη λευτεριά. Τώρα θέλουν να μας την πάρουνε. Κίτσο, το χωριό μας μαζί με το άλλο χωριό καί το πλαϊνό χωριό καί το διπλανό χωριό καί το απέναντι χωριό, όλα αυτά τα χωριά είναι ή πατρίδα μας. Καί άκουσε καλά, Κίτσο, τούτο πού θα σου πω: Την αγαπάμε την πατρίδα μας. Καί δεν την δίνουμε σε κανέναν. Πάμε στόν πόλεμο, Κίτσο. Θα δούνε φριχτά πράγματα τα μάτια σου. Μπορεί καί να μην γυρίσουμε πίσω εδώ. Μπορεί να μην ξαναδούμε ποτέ τη Λενιώ. Μα δε γίνεται αλλιώτικα, Κίτσο. Την αγαπάμε την πατρίδα μας. Θα 'ρθεις καί συ οτόν πόλεμο. Κι ή μάνα σου καί τα αδέρφια σου. Χτυπάει ή καρδιά σου, Κίτσο, την ακούω. Φοβάσαι. Κι εγώ φοβάμαι, Κίτσο. Δεν θα το πω αυτό σε κανέναν άλλον. Μόνο σε σένα. Φοβάμαι κι εγώ. Άλλα αγαπώ την πατρίδα μου. Κίτσο, θα κάνουμε κι οί δυο αυτό πού πρέπει. Έτσι;».
Δάκρυσα. Γύρισα το κεφάλι μου. Αγκάλιασα με το βλέμμα μου τα σπίτια του χωριού ένα ένα. Την εκκλησιά με το ρολόι. Τους φράχτες, είδα το αυλάκι πού πήδησα, μυρίστηκα τον αέρα, τον αέρα πού γνώριζα καλά. Είδα απέναντι τα βουνά χωμένα στην καταχνιά. Σά ν' άκουσα τα τραγούδια πού λένε οί γυναίκες όταν πλένουν, όταν σπέρνουν, όταν κάθονται στον αργαλειό.
Ήθελα να πω στον αφέντη μου «ξέρω τί θα πει πατρίδα, λευτεριά. Θα παλέψουμε παρέα, μη μας τα πάρουνε αυτά τα δυο». Δε μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τί κρίμα!


Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη
΄΄Πειραική Εκκλησία''Οκτ.2002