« Ξαφνικά ακούγονται δυνατοί πυροβολισμοί, βόμβες άσπλαχνες να ανατινάζονται δίπλα στις άμοιρες ψυχές των Ελλήνων ανθρώπων ».
Αυτά και άλλα πολλά ζωντάνεψαν στα μάτια μας, στην αίθουσα της βιβλιοθήκης από τον λοχαγό που είχαμε μπροστά μας. Έναν υπέροχο ήρωα που έλαβε μέρος στο έπος της Αλβανίας.
Τα λόγια του μας μετέφεραν νοερά στις μέρες εκείνες:
ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940.
Στην αρχή η χώρα μας έμεινε ουδέτερη, αν και ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι δεν έχανε ευκαιρία να μας δείξει τις εχθρικές του προθέσεις. Έτσι στα πλαίσια αυτής της τακτικής, στις 15 Αυγούστου του 1940, τορπίλισε στο λιμάνι της Τήνου και βύθισε το ελληνικό πλοίο «Έλλη».
Η ελληνική κυβέρνηση μη θέλοντας να μπλέξει τη χώρα σε περιπέτειες, προσποιήθηκε πως δεν γνώριζε ποιοι βύθισαν το πλοίο για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Οι Ιταλοί όμως δεν το έβαλαν κάτω.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι επισκέφθηκε αργά τη νύχτα στο σπίτι τον Έλληνα πρωθυπουργό Ι. Μεταξά και του ζήτησε να επιτρέψει στον ιταλικό στρατό να μπει στο ελληνικό έδαφος.
Ο Μεταξάς απάντησε περήφανα ΟΧΙ και μαζί του απάντησε αρνητικά σύσσωμος ο ελληνικός λαός, ο οποίος πήρε τα όπλα για να αντικρούσει τον απρόσμενο επισκέπτη. Έτσι άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Ο εναέριος ελληνικός χώρος παραβιάζεται απ' τα πρώτα ιταλικά αεροσκάφη.
Ηχεί ο κρότος της πρώτης πτώσης ενός βομβαρδισμένου αεροπλάνου. Τα ελληνικά στρατεύματα αμύνονται όπως μπορούν. Οι άνθρωποι όλο και περισσότερο τρομοκρατούνται από τα άγρια πυροβόλα.
Οι οικογένειες φοβούνται για τα μονάκριβα παιδιά τους μήπως η κακιά στιγμή τρυπώσει τη ψυχή τους. Γυναίκες βοήθησαν τους ήρωές μας στέλνοντάς τους τρόφιμα, ρούχα, γράμματα χαράς και λύπης, μια φωτογραφία της οικογένειας τους και μερικά από τα αγαπημένα τους αντικείμενα.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφόριζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.
Όλος ο λαός είχε βγει στους δρόμους με ενθουσιασμό. Οι φαντάροι με πραγματική χαρά σαν σταφύλια κρεμασμένοι πάνω στα τρένα κινούσαν για τον πόλεμο. Έπρεπε παιδιά να βλέπατε τον ηρωικό εκείνο στρατό να βαδίζει χωρίς τα αναγκαία μέσα στα άγρια βουνά της Πίνδου, σε λασπωμένα μονοπάτια με βροχή και χιόνι και με ελάχιστα τρόφιμα.
Οι οβίδες να σφυρίζουν δίπλα τους, τα αεροπλάνα να τους βομβαρδίζουν και αυτοί συνεχώς να προχωρούν μ' ένα όνειρο. Να ελευθερώσουν την πατρίδα από τον κατακτητή.
Παρά την υπεροχή των Ιταλών σε πολεμικό υλικό και στρατό οι Έλληνες πολέμησαν
με εξαιρετική γενναιότητα και θάρρος και όχι μόνο νίκησαν τους Ιταλούς, αλλά και
τους γελοιοποίησαν. Τα αλβανικά βουνά γνώρισαν μεγάλες ελληνικές νίκες και
ο ιταλικός στρατός κατεστραμμένος, απογοητευμένος και με πολλές απώλειες αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η Ελλάδα όμως ήταν ζωτικής σημασίας για τον περίφημο «Άξονα». Έτσι τους Ιταλούς έσπευσαν να βοηθήσουν οι Γερμανοί ΝΑΖΙ, οι οποίου στις 6 Απριλίου του 1941 κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα μας. Νέες ηρωικές μάχες αρχίζουν στα ελληνικά σύνορα αλλά η μικρή Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει την συντονισμένη επίθεση της πανίσχυρης τότε Γερμανίας και έτσι τα ελληνικά εδάφη πατήθηκαν απ' τους Γερμανούς.
Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση - ο Μεταξάς είχε πεθάνει - κατέφυγαν στην Κρήτη αλλά οι Γερμανοί δεν άργησαν να κυριέψουν και αυτήν. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν στην
Μέση Ανατολή όπου συνεργάστηκαν στενά με τους συμμάχους και προσπαθούσαν να απελευθερώσουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και κάθε χώρα που βρισκόταν κάτω
απ' την φασιστική γερμανική κατοχή.
Η περίοδος απ' την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941 μέχρι το 1944 που σταμάτησε ο πόλεμος ονομάσθηκε Κατοχή και είναι μία απ' τις πιο μαύρες σελίδες
της νεοελληνικής ιστορίας εξαιτίας των δεινών που υπέστησαν οι Έλληνες απ' τους κατακτητές, αλλά ταυτόχρονα και μια από τις πιο ένδοξες εξαιτίας της ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων σε όλη τη διάρκειά της για να πετύχουν την πολυπόθητη απελευθέρωση. Κι ήταν η Κατοχή αυτή τριπλή αφού κατείχαν την Μακεδονία και την Θράκη οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε του Άξονα, ενώ την υπόλοιπη χώρα κατείχαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί.
Στη διάρκεια της Κατοχής χιλιάδες Έλληνες, κυρίως γυναικόπαιδα εκτελέστηκαν
απ' τους κατακτητές ενώ πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Ο λαός αργοπέθαινε και το κράτος δεν λειτουργούσε. Η καταστροφή και η ερήμωση βασίλευε παντού.
Παρόλο αυτά ο ελληνικός λαός δεν κάμφθηκε και συνέχισε μ' όλες του τις δυνάμεις
να οργανώνεται και να χτυπά τους κατακτητές με κάθε τρόπο και σε κάθε σημείο, επιφέροντάς του σημαντικές απώλειες.
Τελικά μετά απ' τις αλλεπάλληλες γερμανικές ήττες στα διάφορα μέτωπα του εξωτερικού από τις συμμαχικές δυνάμεις, ο γερμανικός στρατός αναγκάστηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1944 να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Την μέρα αυτή της απελευθέρωσης
ο ελληνικός λαός ξεχύθηκε και γιόρτασε με ξέφρενο ενθουσιασμό, το γεγονός.
Με σύμμαχό μας το μεγάλο ΟΧΙ που βροντοφώναξε ο ελληνικός λαός, αγωνιστήκαμε και νικήσαμε. Καταφέραμε πάνω απ' όλα να αποδείξουμε πρώτα στους εαυτούς μας και ύστερα στους αντιπάλους μας ότι η ελευθερία θέλει θυσίες, αρετή και τόλμη.
Αξίζει να αναφερθεί αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ: «Οι ήρωες πεθαίνουν σαν ΕΛΛΗΝΕΣ».
Ξαφνικά, την αφήγηση του λοχαγού την διέκοψε ένα μικρό δάκρυ στα μάτια. Μας κοίταξε γλυκά και το μόνο που μπόρεσε να πει σαν ευχή ήταν:
«Μακάρι αυτή η ημέρα να μείνει αιώνια μέσα στη ψυχή σας.»
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και το μόνο που μπορούσαμε να πούμε ήταν ένα μεγάλο ευχαριστώ. Πιστεύουμε πως ο καθένας από μας πρέπει να αποτυπώσει μέσα του το νόημα της ημέρας εκείνης! |