Ἱστορικό τοῦ ὕμνου «Ἄξιον ἐστὶν»
11 Ἰουνίου: Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Παμμεγίστου Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἐν τῆ κοιλάδι τοῦ Ἄδειν, ἤτοι, τὸ θαῦμα τοῦ «Ἄξιον Ἐστίν».
Τὸ παρακάτω ἱστορικὸ γράφηκε ὡς ὑπόμνημα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Σεραφεὶμ τὸν Θυηπόλο τὸ 1548 (ἀπὸ κτίσεως κόσμου 7056) ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ διέσωσε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Κατὰ τὴ Σκήτη τοῦ Πρωτάτου, ποὺ βρίσκεται στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους – στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ κατιόντος χειμάρρου τοῦ Λιβαδογένη, κάτω ἀπὸ τὴ ρωσικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα - ἐκεῖ κοντὰ στὴν τοποθεσία τῆς Ι. Μονῆς Παντοκράτορος, εἶναι ἕνας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος ποὺ ἔχει διάφορα Κελλιά.
Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ Κελλιὰ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, κατοικοῦσε ἕνας ἐνάρετος Ἱερομόναχος γέροντας μὲ τὸν ὑποτακτικό του. Ἐπειδὴ δὲν συνηθίζονταν νὰ γίνεται ἡ καθιερωμένη ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴ στὴν παραπάνω Σκήτη τοῦ Πρωτάτου, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ πάει στὴν ἀγρυπνία λέγει στὸν ὑποτακτικὸ :
- Ἐγὼ Τέκνο μου θὰ πάω νὰ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνία ὡς συνήθως. Ἐσὺ μεῖνε στὸ κελὶ καὶ ἀνάγνωσε τὴν ἀκολουθία σου. Καὶ ἔτσι ἔφυγε.
Ἀφοῦ ἦρθε τὸ βράδυ, ἀκούει ὁ ὑποτακτικὸς νὰ χτυπάει κάποιος τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ. Πῆγε, τὴν ἄνοιξε καὶ βλέπει κάποιον ξένο καὶ ἄγνωστο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ παρακάλεσε, μπῆκε καὶ ἔμεινε ἐκείνη τὴ βραδιὰ στὸ κελλί.
Τὴν ὥρα τοῦ ὄρθρου σηκώθηκαν καὶ ἔψαλλαν καὶ οἱ δύο τὴν ἀκολουθία. Ὅταν ὅμως ἦλθαν στὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, ὁ ὑποτακτικὸς ἔψαλλε ἕως τέλους τὸ συνηθισμένο καὶ παλαιὸ ὕμνο τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ, ἐνῷ ὁ ξένος μοναχὸς στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ φόβο κάνοντας ἄλλη ἀρχὴ τοῦ ὕμνου τὸν ἔψαλλε μελιρρύτως ὡς ἑξῆς: « Ἄξιον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον, καὶ παναμώμητον, καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Μετὰ ἐπισύναψε καὶ τὴν Τιμιωτέραν μέχρι τέλους.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ ὑποτακτικὸς ἐνθουσιάστηκε ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὸ νέο ὕμνο ἀφετέρου γιὰ τὴν κατὰ κάποιο τρόπο Ἀγγελοειδῆ φωνὴ καὶ οὐράνιο μελῳδία ποὺ ἄκουσε καὶ λέει πρὸς τὸν ξένο μοναχό:
- Ἐμεῖς μόνο τὴν Τιμιωτέρα ψάλλουμε. Τὸ Ἄξιον Ἐστίν, δὲν τὸ ἔχουμε ἀκούσει ποτέ, οὔτε ἐμεῖς ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ πρωτύτεροι ἀπό μᾶς. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, κάνε ἀγάπη καὶ γράψε σὲ μένα τὸν ὕμνο αὐτὸ γιὰ νὰ τὸν ψάλλω καὶ ἐγὼ στὴν Θεοτόκο.
- Φέρε μου μελάνι καὶ χαρτὶ γιὰ νὰ γράψω τὸν ὕμνο, τοῦ εἶπε ὁ ξένος μοναχός.
- Δὲν ἔχω οὔτε μελάνι, οὔτε χαρτὶ ,εἶπε ὁ ὑποτακτικός. Τότε ὁ ξένος μοναχὸς εἶπε:
- Φέρε μου μία πλάκα .
- Δὲν ἔχω οὔτε μελάνι, οὔτε χαρτὶ ,εἶπε ὁ ὑποτακτικός. Τότε ὁ ξένος μοναχὸς εἶπε:
- Φέρε μου μία πλάκα .
Ὁ ὑποτακτικὸς πῆγε τότε καὶ ἔφερε (μάλιστα λέγεται ὅτι ἡ πλάκα αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ κάτι ποὺ εἶναι πολὺ πιθανόν). Τὴν πῆρε λοιπὸν ὁ ξένος, καὶ ἔγραψε πάνω σ’ αὐτὴν μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν παραπάνω ὕμνο, τὸ Ἄξιον Ἐστίν. Κι ὦ τοῦ θαύματος!!! Τὰ γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιὰ πάνω στὴν σκληρὴ πλάκα σὰν νὰ γράφηκαν σὲ μαλακὸ πηλό.
Καὶ ποιὸς νὰ περιγράψει τὴν ἔκπληξη τοῦ ὑποτακτικοῦ ποὺ βρέθηκε μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο γεγονός, ὁ ὁποῖος δίκαια στάθηκε ἐμβρόντητος καὶ παράλαβε τὴν πλάκα ἀπὸ τὸν ξένο. Μετὰ εἶπε ὁ ξένος στὸν ὑποτακτικό:
- Ἀπὸ σήμερα καὶ στὸ ἑξῆς ἔτσι νὰ ψάλλετε αὐτὸ τὸν ὕμνο καὶ ἐσεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Κυρία ἡμῶν Θεοτόκο. Καὶ μετὰ ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀγγελικὸ αὐτὸ ὕμνο στὴν ἀνθρωπότητα.
Ὁ ὑποτακτικὸς μοναχὸς δοκιμάζοντας ἔκπληξη στὴν ἔκπληξη καὶ χαρὰ στὴν χαρά, προσκύνησε τὸν τόπο ὅπου στάθηκε ὁ Ἄγγελος καὶ ξεφώνησε: «Νῦν εἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν Ἄγγελο Αὐτοῦ» καὶ ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ, Δέσποινά μου Μαρία».
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε καὶ ὁ Γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀγρυπνία στὸ κελλί, ἄρχισε ὁ ὑποτακτικὸς νὰ τοῦ διηγεῖται τὰ συμβαίνοντα καὶ νὰ τοῦ ψάλλει τὸ Ἄξιον Ἐστίν, ὅπως τοῦ παρήγγειλε ὁ Ἄγγελος καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδειξε καὶ τὴν πλάκα μὲ τὰ ἀγγελοχάρακτα γράμματα. Ὁ Γέροντας ἀκούγοντας καὶ βλέποντας ὅλα αὐτά, ἔμεινε ἐκστατικὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα αὐτό.
Πῆραν καὶ οἱ δύο τὴν ἀγγελοχάρακτη πλάκα καὶ πῆγαν στὸ Πρωτᾶτο. Τὴν ἔδειξαν στὸν Πρῶτο ἀλλὰ καὶ στοὺς Γέροντες τῆς Κοινῆς Σύναξης καὶ τοὺς διηγήθηκαν ὅλα τὰ γενόμενα. Αὐτοὶ δόξασαν τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Κυρία Θεοτόκο γιὰ τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ Θαῦμα. Ἀμέσως ἔστειλαν τὴν πλάκα στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν Αὐτοκράτορα ἀφοῦ τοὺς ἔγραψαν καὶ γράμματα ποὺ ἐξιστοροῦσαν ὅλη τὴν ὑπόθεση τοῦ γεγονότος.
Ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ὁ Ἀγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ ψάλλεται στὴ Θεομήτορα ἀπὸ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ δὲ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ποὺ βρισκόταν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κελλίου στὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὸ τὸ Θαῦμα, μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῶν Πατέρων ἀποφασίσθηκε νὰ μεταφερθεῖ στὸ Ι. Βῆμα τοῦ Πρωτάτου. Ἔτσι ἀφοῦ συνήχθησαν πολλοὶ Πατέρες, ἔκαναν μία μεγαλειώδη λιτανεία (κρατώντας κεριά, προσφέροντας θυμιάματα, καὶ θείους ὕμνους) ὅπως ἅρμοζε στὴν περίπτωση καὶ ἀφοῦ πῆγαν στὸ κελλὶ ὅπου εἶχε λάβει χώρα τὸ Θαῦμα προσκύνησαν τὴν ἐν λόγῳ Ἱερὰ Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος. Στὴ συνέχεια τὴν λιτάνευσαν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου. Ὅταν ἔφθασαν στὸν Ναὸ τὴν ἀπέθεσαν στὸν κυρίως Ἱερὸ Ναὸ καὶ στὴ συνέχεια τέλεσαν ἀγρυπνίας εἰς δόξα καὶ τιμὴ τῆς Θεομήτορος καὶ τοῦ Ὑπηρέτη Αὐτῆς Μεγίστου Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Μετὰ ἀφοῦ τὴν ἔλαβαν σὰν τίμιο ἁγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτὸ καὶ τιμαλφέστατο θησαυρό, μὲ τὴν δέουσα τιμὴ καὶ εὐλάβεια τὴν εἰσήγαγαν στὸ Ι. Βῆμα σύμφωνα μὲ τὴν προσυμφωνηθεῖσα ἀπόφαση καὶ τὴν ἐνθρόνισαν στὸ Ἱερὸ σύνθρονο τοῦ Ἁγίου Βήματος πίσω ἀπὸ τὴν Ἅγια Τράπεζα, ὅπου βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα, σὰν σὲ θρόνο βασιλικό.
Ἀπὸ τότε ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Εἰκόνα πῆρε τὴν ὀνομασία τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου «Ἄξιον Ἐστίν», ἂν καὶ ἀρχικὰ εἶχε ἄλλη ὀνομασία, ἐπειδὴ μπροστὰ στὴν εἰκόνα αὐτὴ ψάλθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ὁ ὕμνος αὐτός. Τὸ κελλὶ πῆρε τὴν ἐπωνυμία «Ἄξιόν Ἐστι» ἐνῷ ὁ λάκκος ( ἡ τοποθεσία) ποὺ βρίσκεται τὸ κελλὶ ὀνομάζεται ἀπὸ ὅλους μέχρι σήμερα «Ἄδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), ἐπειδὴ ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ψάλθηκε ὁ ἀγγελικὸς καὶ Θεομητροπρεπὴς αὐτὸς ὕμνος.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι παλαιὸ καὶ ἔγινε τὸ 980 μ.Χ. (6488 ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου) ἐπὶ τῆς Βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου τῶν αὐταδέλφων ποὺ ὀνομαζόντουσαν καὶ Πορφυρογέννητοι, υἱῶν τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ νέου καὶ ἐπὶ πατριαρχίας Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργου.
Τὸ ὅτι ὁ Ἄγγελος ποὺ φάνηκε ὡς ξένος μοναχὸς ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεῖ καὶ τὸ βιβλίο τοῦ μηναίου κατὰ τὴν ἑνδεκάτη Ἰουνίου ὡς ἑξῆς: «Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».
Καὶ ἐπειδὴ ὡς φαίνεται στὶς ἕνδεκα Ἰουνίου ἔγινε τὸ θαῦμα αὐτό, οἱ Πατέρες τελοῦσαν κάθε ἔτος σύναξη καὶ Θ. Λειτουργία στὸν παραπάνω λάκκο, ποὺ μετονομάσθηκε «Ἄδειν» σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος, τιμώντας καὶ δοξάζοντας τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε ὁ ἔνθεος ὑμνολόγος, τροφέας, διακονητὴς καὶ χαροποιὸς Εὐαγγελιστὴς τῆς Θεοτόκου. Αὐτὸς ὑπηρέτησε στὸ νὰ ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὰ Θεομητορικὸ αὐτὸν ὕμνο, ὡς μόνος κατάλληλος γιὰ τὴ διακονία αὐτή. Ὅπως ὅμως ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων Θεὸς ἔδωσε τὶς Θεοχάρακτες πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, στοὺς Ἑβραίους, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Ἀρχάγγελος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε σὲ ὅλους τους Ὀρθοδόξους τὸν πλέον γλυκύτερο καὶ ἐρασμιώτερο ὕμνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ γραμμένο σὲ λίθινη πλάκα μὲ τὸ ἀρχαγγελικό του δάκτυλο.
Καὶ φυσικὰ ἐκπληρώθηκε καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ἀρχαγγέλου ποὺ εἶπε ὅτι θὰ τὸν ψάλλουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τὸν ὕμνο αὐτὸ γιατί τόσο κοινὸς καὶ τόσο ποθεινὸς ἔγινε ὁ ἀγγελοσύνθετος αὐτὸς ὕμνος στοὺς χριστιανοὺς ποὺ τὸν ψάλλουν πάντα μεγαλοφώνως σήμερα μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ εἰς δόξαν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Ἡ παραπάνω εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καλουμένης «Ἄξιον Ἐστὶν» κατασκευάσθηκε στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ ζωγραφικὸς τύπος της ἀνήκει στὸν τύπο τῆς «Ἐλεούσας» Παναγίας. Τὸ κύριο χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι ἡ Ὑπέραγνος Μήτηρ τοῦ Θεοῦ κρατᾷ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (παιδὶ) στὴν δεξιὰ ἀγκαλιά της, Εἶναι δηλαδὴ ὁ τύπος τῆς Θεοτόκου τῆς δεξιοκρατούσας. Τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ἰησοῦ εἰσχωρεῖ κάτω ἀπὸ τὸ μαφόριο καὶ τὸ κουκούλιο τῆς Θεοτόκου, πρὸς τὸν κόρφο καὶ τὴν καρδιά της. Αὐτὸ δείχνει καὶ τὴν ἐξάρτηση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν τροφὸ Μητέρα Του. Εἰκόνες ὅπως αὐτὴ χρησιμοποιήθηκαν, κατὰ τῶν αἱρετικῶν γιὰ τὴν εἰκονογραφικὴ διακήρυξη καὶ διατύπωση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κρατᾷ εἰλητάριο στὸ δεξὶ χέρι Του ποὺ γράφει τὴν ἑξῆς προφητεία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὕ ἕνεκεν ἔχρισέ με…» (Ψαλμ. ΡΒ , 20-21). Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἔχει μιά σοβαρή, λυπημένη ἔκφραση καὶ ἀκουμπᾷ τὴν δεξιὰ της παρειὰ μὲ μητρικὴ φιλοστοργία καὶ ἀγάπη στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ προσώπου τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ χαρακτηριστικὸ ἁπλὸ ἀλλὰ σοβαρὸ παιδικὸ βλέμμα κοιτᾷ καὶ – ἴσως- εὐλογεῖ μὲ τὴν δεξιά του. Γενικὰ ἡ ὅλη τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας εἶναι αὐστηρὰ βυζαντινὴ καὶ ἡ ὄψη της ἐπιβλητική, μὲ γλυκεῖα σοβαρότητα, γνώρισμα πολλῶν παλαιῶν εἰκόνων. Κατὰ τὸ ἔτος 1836 τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς εἰκόνας σκεπάσθηκε μὲ λιθοστόλιστο ἀργυροχρυσωμένο κάλυμμα , θαυμαστῆς Ἁγιορείτικης τέχνης (ὑποκάμισο).
Πέντε φορὲς μόνο τὸ χρόνο μεταφέρεται ἡ Ἱερὰ Εἰκόνα ἀπὸ τὸ Ι. Βῆμα στὸν Κυρίως Ἱερὸ Ναὸ καὶ συγκεκριμένα τὰ Χριστούγεννα, τὴν Ἀνάσταση, τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ στὶς ἕνδεκα Ἰουνίου ἑορτὴ τοῦ θαύματος τοῦ «Ἄξιον Ἐστίν».
Τὴ Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου κάθε ἔτους, σύμφωνα μὲ πολὺ παλιὸ ἔθιμο ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιον Ἐστὶν» λιτανεύεται στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐνῷ τὰ θαύματα ποὺ ἡ Θεία Χάρις ἐνεργεῖ διὰ τῆς εἰκόνας αὐτῆς δικαίως τῆς ἔδωσαν τὴν προσωνυμία τῆς «θαυματουργοῦ».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατέρων ἀθροίσθητε, πᾶσα τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διό ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.
Δι’ εὐχῶν τῆς Ὑπερευλογημένης Ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ὡς Ἄξιον Ἐστὶν μακαρισθείσης ὑπὸ Γαβριὴλ τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐν τῆ κοιλάδι τοῦ Ἄδειν, ἥς τὴν θείαν βοήθειαν ἀεὶ ἐξαιτούμεθα, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς . Ἀμὴν