«Ἀπὸ τὸ σχολεῖο μανθάνομεν, τὸ κατὰ δύναμιν, τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἢ Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, τί εἶναι ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι παράδεισος, τί εἶναι κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι Ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς περιγράφει τὸ σχολεῖο τῆς ἐποχῆς του, ἕνα σχολεῖο ποὺ συμβάλλει ἄμεσα στὴν πνευματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κατάρτιση τῶν μαθητῶν του.
Κάθε σύγκριση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου μὲ τοὺς σημερινοὺς στόχους τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τὶς ὁδηγίες τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων ἀποδεικνύει τὴν τεράστια ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸ σχολεῖο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἀπὸ τὸ σημερινὸ σχολεῖο τῆς πολυπολιτισμικότητας.....
Τὰ γλωσσικὰ μαθήματα ἔχουν πλήρως ἀποχριστιανοποιηθεῖ μὲ τὴν ἀφαίρεση σχεδὸν στὸ σύνολό τους τῶν ἑνοτήτων ποὺ ἔκαναν κάποια ἀναφορὰ στὴ χριστιανικὴ ζωή. Τὰ ἐλάχιστα καινοδιαθηκικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα ποὺ διδάσκονταν στὸ μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἔχουν σχεδὸν πλήρως ἐξοστρακιστεῖ, κι ἂς ἀποτελοῦν –πέραν τῆς πνευματικῆς τους ἀξίας- τὰ προσφορότερα κείμενα γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν μαθητῶν στὴ γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας λόγω τῆς περισσότερο προσιτῆς καὶ γνωστῆς στοὺς μαθητὲς γλώσσας στὴν ὁποία εἶναι γραμμένα. Ἀλλὰ καὶ τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἢ τὰ κείμενα τοῦ Κόντογλου δὲ χωροῦν πλέον στὸ...
μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας.
Τὸ χειρότερο δὲ πάντων ἡ ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Ἀφοῦ πρῶτα ἐξοστράκισε κάθε ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τὴ διδασκαλία του, δὲν στοχεύει πλέον στὴ μετάδοση τῆς γνώσης τῆς ὀρθόδοξης Πίστης καὶ τῶν Μυστηρίων ὅπως τὰ περιγράφει στοὺς παραπάνω λόγους ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἀντίθετα ἔχει ὡς στόχο τὴν καλλιέργεια τῆς γνωριμίας μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, τῆς «ἀνοχῆς» καὶ τοῦ «διαλόγου» μὲ πάσης φύσεως αἱρέσεις καὶ θρησκεῖες, χωρὶς μάλιστα νὰ ὑπάρχει τὸ ὑπόβαθρο τῆς βαθιᾶς γνώσης τῆς δικῆς μας ὀρθόδοξης Πίστης. Τὸ δὲ βιβλίο θρησκευτικῶν της Ἃ΄ Λυκείου ποὺ διαπραγματεύεται τὰ περὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τῆς περὶ τῶν Ἀγγέλων καὶ δαιμόνων, παραδείσου καὶ κολάσεως διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δέχεται οὐκ ὀλίγες ἐπικρίσεις γιὰ τὸ «κατηχητικό» του περιεχόμενο ποὺ πρέπει μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία νὰ ἀλλάξει.
Τὸ «σχολεῖο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ» λόγω τοῦ «κατηχητικοῦ» καὶ «μονόπλευρου» (ὀρθόδοξου μόνο) χαρακτήρα τοῦ εἶναι μᾶλλον ἀπορριπτέο ἀπὸ τοὺς σύγχρονους θεολόγους ποὺ σχεδιάζουν τὸ μέλλον τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος.