2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Ἁγιολόγιον - Αὔγουστος 17


Ὁ Ἅγιος Μύρων
Ὁ Ἅγιος Μύρων μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Δέκιος, τὸ 250 μ.Χ. Καταγόμενος ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ἄνετα, μὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε. Ὅμως ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, ἔκανε τὸ Μύρωνα νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας. Ἀφιερώθηκε, λοιπόν, ὁλοκληρωτικὰ στὸ ποιμαντικό του καθῆκον καὶ δίδασκε, νουθετοῦσε καὶ βοηθοῦσε τὸ κάθε ἕνα μέλος τοῦ ποιμνίου του. Μεριμνοῦσε καθημερινὰ γιὰ τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Κάποτε, ὁ ἔπαρχος Ἀχαΐας Ἀντίπατρος πῆγε στὸν τόπο ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Μύρων καὶ συνέλαβε πολλοὺς χριστιανούς. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει λοιπὸν τὸ Μύρωνα, νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἔφερε μπροστά του τὸ ποίμνιό του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, θὰ τοὺς ἀφήσει ὅλους ἐλεύθερους. Ὁ Μύρων μειδίασε καὶ ἀπάντησε: «Ἂν ἦταν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πνευματικῶν μου παιδιῶν, πρόθυμα θὰ ἔδινα τὴν ζωή μου. Τώρα ὅμως δὲν πρόκειται γι᾿ αὐτό. Ἂς δώσουν λοιπὸν οἱ ἴδιοι ἀπάντηση». Τότε ὅλοι μαζὶ φώναξαν: «Ὄχι. Μία ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἀσύγκριτα πολυτιμότερη ἀπὸ μύρια σώματα καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο ὅλο. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ δεχθεῖ, ὥστε νὰ χάσει τὴν ψυχή του ὁ πνευματικός μας πατέρας, γιὰ νὰ ζήσουν λίγο περισσότερο στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο οἱ δικές μας σάρκες;». Ὁ ἔπαρχος, ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ βασάνισε μὲ φρικτὸ τρόπο τὸ Μύρωνα, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε.

Οἱ Ἅγιοι Στράτων, Φίλιππος, Εὐτυχιανὸς καὶ Κυπριανός
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν κάτοικοι τῆς Νικομήδειας καὶ καθημερινὰ πήγαιναν στὸ ἀμφιθέατρο καὶ συστηματικὰ δίδασκαν καὶ κατηχοῦσαν εἰδωλολάτρες. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἀμφιθέατρο σχεδὸν ἀδείασε ἀπὸ θεατὲς ἄπρεπων θεαμάτων. Ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας παρατήρησε τὴν ἀραίωση τῶν θεατῶν, ἔμαθε τὴν αἰτία καὶ διέταξε τὴν ἄμεση σύλληψη τῶν τεσσάρων Ἁγίων. Αὐτοὶ δὲν δίστασαν καὶ μπροστά του νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦσαν γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ἐξοργισμένος ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς βασάνισαν σκληρά. Κατόπιν τοὺς ἔριξαν ζωντανοὺς στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβαν ὅλοι τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Ἰουλιανὴ καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς μαρτυρήσαντες Στρατόνικος, Κοδρᾶτος καὶ Ἀκάκιος οἱ δήμιοι
Ὁ ἅγιος Παῦλος καὶ ἡ ἁγία Ἰουλιανὴ ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους, καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275). Οἱ γονεῖς τους τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ ὅλη τὴ ζωὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἱκανοὺς δηλαδὴ ὄχι μόνο γιὰ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ στολίζονται ἀπὸ τὴν χρηστότητα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουν ἐπ᾿ ὤμου τὸ σταυρό τους, καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι καὶ πρόθυμοι γιὰ ὅλες τὶς θυσίες τῆς κατὰ Χριστὸν αὐταπάρνησης. Καὶ ὅταν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τους ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτὴν τὴ ζωή, ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἰουλιανὴ ἔμειναν στὸ θεοχάρακτο δρόμο τους. Ὁ Παῦλος διέπρεπε μεταξὺ τῶν νέων, στοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς γινόταν δάσκαλος μὲ τὶς φωτεινὲς γνώσεις του καὶ μὲ τὴν καθαρὴ ζωή του. Τὸ ἴδιο βέβαια καὶ ἡ Ἰουλιανὴ μεταξὺ τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν. Ἔτσι, ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ ἔγιναν ἀπὸ τὰ λαμπρότερα σεμνώματα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὴν Πτολεμαΐδα. Αὐτὸ ὅμως, προκάλεσε τὸ μῖσος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ κατήγγειλαν τὰ δυὸ ἀδέλφια στὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ὅταν κάποτε αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὴν πόλη τους. Ὁ Αὐρηλιανός, μὴ μπορώντας καὶ αὐτὸς νὰ κλονίσει τὴν πίστη τους, διέταξε νὰ βασανιστοῦν σκληρά. Καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι, Στρατόνικος, Κοδρᾶτος καὶ Ἀκάκιος, τοὺς βασάνιζαν, θαύμασαν τὴν ψυχική τους ἀνδρεία, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἐπὶ τόπου. Τέλος, οἱ νέοι δήμιοι, ἀφοῦ ἔκαψαν τὶς σάρκες τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ εἶδαν ὅτι καὶ πάλι τὰ δυὸ ἀδέλφια ἔμεναν ἀμετακίνητα στὴν πίστη τους, τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Οἱ Ἅγιοι Θύρσος, Λεύκιος, Κορωνᾶτος καὶ ἡ συνοδεία τους
Ἴσως νὰ συγχέονται μὲ αὐτοὺς τῆς 14ης Δεκεμβρίου καὶ τὸ ὄνομα Καλλίνικος τοῦ τρίτου μάρτυρα νὰ ἔγινε Κορωνᾶτος. Πάντως γι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἀναφέρεται ὅτι «τελεῖται αὐτῶν ἡ σύναξις πλησίον τῶν Ἐλενιανῶν».

Ὁ Ὅσιος Αἴγλων
Ἦταν ἀναχωρητής, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἠλίας ὁ Νέος
Ἱδρυτὴς Μονῆς, ἀναχωρητής. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Προφήτευσε τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης. Ταξίδεψε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἀσθένησε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Θεσσαλονίκη κατέλυσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Πέθανε τὴν 17η Αὐγούστου τοῦ 903, ὁπότε καὶ ἡ μνήμη του.

Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἁρματίου

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεὼν (σελ. 158).Μαρτύρησε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Κοπρώνυμου τὸ 768. Ἦταν μοναχὸς στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μοναχὸς ἀπὸ τὴν Σαμαρίνα τῆς Πίνδου
Στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων ὁ μοναχὸς Δημήτριος, γεννήθηκε στὴ Σαμαρίνα τῆς Πίνδου στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τῆς πατρίδας του, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία ἐξάγνισε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του. Μετὰ τὴν κατάπνιξη, ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ τὸ 1808, τῆς ἐπανάστασης ποὺ ὑποκίνησε ὁ παπα-Εὐθύμιος Βλαχάβας, ὁ Δημήτριος βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ γύριζε τὰ χωριὰ κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκοντας ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Μετὰ ἀπὸ συκοφαντία τὸν συνέλαβε ὁ Ἀλῆ Πασᾶς καὶ τὸν φυλάκισε. Κατόπιν διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του. Ἔτσι οἱ δήμιοι μὲ καλαμένιες ἀκίδες τρύπησαν τοὺς βραχίονές του καὶ ἔπειτα τὶς ἔμπηξαν στὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Στὴ συνέχεια ἔσφιξαν τὸ κεφάλι του σὲ μέγγενη καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα τὸν ἔκαιγαν ἀπὸ κάτω μὲ φωτιά. Βλέποντας κάποιος Τοῦρκος τὴν γενναιότητα τοῦ Δημητρίου, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα μαρτύρησε. Ὑστερα ὁ Ἀλῆ Πασᾶς ἔκτισε τὸν Δημήτριο μέσα σ᾿ ἕναν τοῖχο, ἀφήνοντας μόνο τὸ κεφάλι του ἀπ᾿ ἔξω γιὰ νὰ παρατείνει τὸ μαρτύριο. Ὁ Μάρτυρας ἄντεξε ἔτσι 10 ἡμέρες. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὸ ἔτος 1808. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ πρόξενος τῆς Γαλλίας στὰ Ἰωάννινα Ε. Pouqueville.
(Τὸ μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Δημητρίου, ἀντέγραψε κατόπιν ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Δουκάκης καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στοὺς Συναξαριστές τους καθὼς καὶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του δὲν ἀναφέρουν τὴν μνήμη τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ. Στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, ἕνα Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1963), σελ. 306, ἀναφέρει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου τὴν 18η Αὐγούστου. Τὸ Μέγα Εὐχολόγιο ὅμως, καθὼς καὶ ὁ Otto Meinardus, ἀναφέρουν τὴν μνήμη του τὴν 17η Αὐγούστου).

Ὁ Ὅσιος Ἀλύπιος Ζωγράφος ὁ ἐν Σπηλαίῳ (Ρῶσος