Ἄς δοῦμε ποῖος ἦταν ὁ ἀληθινός Ἅγιος Βασίλειος καί τί πρέπει νά ποῦμε στά παιδιά γιά τή σημέρινη βλάσφημη ἀπεικόνισή του.
Α. Ὁ Μέγας Βασίλειος
Ὁ Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ τίτλος Μέγας τοῦ ἀποδόθηκε ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ εἶχε στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του. Ἀπὸ τὰ ἐννέα ἀδέλφια τῆς οἰκογενείας του, οἱ πέντε εἶναι γνωστοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ ἀπολυτίκιό του εἶναι τὸ ἑξῆς: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα (δηλ. ἀνεδείχθης Ἀρχιερέας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κεχρισμένος μέ Αὐτό, γι΄αὐτό καί μετέχεις στό Βασιλικό, στό Προφήτικό καί στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου) πάτερ ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν» . Τὰ τρία σημεῖα, πού θά σχολιάσουμε, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ἕνα: «δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας», τὸ δεύτερο: «τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας» καὶ τὸ τρίτο: «τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας» .
Ὁ Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ τίτλος Μέγας τοῦ ἀποδόθηκε ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ εἶχε στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του. Ἀπὸ τὰ ἐννέα ἀδέλφια τῆς οἰκογενείας του, οἱ πέντε εἶναι γνωστοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ ἀπολυτίκιό του εἶναι τὸ ἑξῆς: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα (δηλ. ἀνεδείχθης Ἀρχιερέας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κεχρισμένος μέ Αὐτό, γι΄αὐτό καί μετέχεις στό Βασιλικό, στό Προφήτικό καί στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου) πάτερ ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν» . Τὰ τρία σημεῖα, πού θά σχολιάσουμε, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ἕνα: «δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας», τὸ δεύτερο: «τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας» καὶ τὸ τρίτο: «τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας» .
Ο Μ. Βασίλειος ἔζησε ὡς ἐπίσκοπος σὲ μία πολὺ δύσκολη περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Εἶναι ἡ περίοδος μεταξύ της Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε τὸ 381 μ.Χ. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιμετώπισε ὅλα τὰ θεολογικὰ ζητήματα καί τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ σοφία, διάκριση, σύνεση, ἔχοντας σάν κριτήριο τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἐνῶ ἐκοιμήθη τό 379 σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν, δύο μόλις χρόνια πρὶν συνέλθη ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ ἔτος 381, ἐν τούτοις εἶχε προετοιμάσει ὅλο τὸ θεολογικὸ ἔδαφος, πάνω στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ Σύνοδος αὐτή. Χάρις σ’ αὐτόν κυρίως καθώς καί στόν φίλο του ἁγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο, διατυπώθηκε ἡ ὀρθόδοξη πίστη γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κατατροπώθηκε ἡ αἵρεση τῶν πνευματομάχων (Μακεδόνιος).
Ὁ Μ. Βασίλειος δογμάτισε γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ χρησιμοποιώντας νέα ὁρολογία καὶ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὶς διάφορες αἱρέσεις ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία γιὰ νὰ κατανοήσουν τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Ὁ Φωστὴρ τῆς Καισαρείας δογμάτισε γιὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ σημαντικὸ καὶ πρωτόγνωρο, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν φιλοσοφία, εἶναι ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Μ. Βασίλειος ταύτισε τὴν ὑπόσταση μὲ τὸ πρόσωπο. Μέχρι τότε τὸ πρόσωπο σήμαινε τὸ προσωπεῖο, τὴν μάσκα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἠθοποιὸς γιὰ νὰ παίξη ἕναν ρόλο, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἦταν ἕνα ἐπίθεμα (κάτι ἐξωτερικό, πού τίθεται πάνω στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου) τοῦ ὄντος (αὐτοῦ πού ὑπάρχει). Ὁ Μ. Βασίλειος ἀνέπτυξε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι ἐπίθεμα τοῦ ὄντος, ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ τὴν ὑπόσταση (πραγματική ὕπαρξη), δηλαδὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὸ ὂν νὰ εἶναι ὄντως ὄν (νά ὑπάρχει πραγματικά). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι «δυνάμει» πρόσωπο, «δυνάμει» ὑπόσταση. Μπορεῖ νά γίνει ἐάν θέλει ἀληθινό πρόσωπο, ἀληθινή ὑπόσταση. Γίνεται ἀληθινά πρόσωπο, (δηλαδή ὑπάρχει πραγματικά, γίνεται ὑπόσταση) ὅταν ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό πού εἶναι ὁ ὄντως Ὤν.
Ὅλη αὐτὴν τὴν θεολογία ὁ Μ. Βασίλειος τὴν ἀνέπτυξε «θεοπρεπῶς» (δηλαδή ὅπως ἁρμόζει στό Θεό καί στήν θεολογία), ἀκριβῶς γιατί ζοῦσε τὴν ὑπαρξιακὴ θεολογία, εἶχε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του. Ἡ θεολογία του δὲν ἦταν ἀκαδημαϊκή, ὀρθολογιστική, συναισθηματική, αἰσθητική, ἀλλὰ καθαρὰ ὑπαρξιακή.
Γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό πρέπει νά ζοῦμε ὀρθά. Ἡ ὀρθοδοξία κατορθώνεται διά τῆς ὀρθοπραξίας. Ἐάν ὁ πιστός καθαρίσει τήν ὕπαρξή του ἀπό τά πάθη, τότε φωτίζεται ἀπό τήν Θεία Χάρη καί μπορεῖ νά θεολογεῖ αὐθεντικά καί ὄχι μεταπρατικά (δηλ. ἐπαναλαμβάνοντας αὐτά πού δίδαξαν οἱ ἀληθινοί θεολόγοι πού εἶναι οἱ ἅγιοι). Τότε ὁ πιστός ὁμιλεῖ σωστά γιά τόν Θεό, ὅταν ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Χάριτος. Γιά νά ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἔχουμε μετάνοια, ἐξομολόγηση, καταπολέμηση τῶν παθῶν μας (καί μάλιστα τοῦ ἐγωισμοῦ) καί συνεχή προσευχή. Τότε ἔρχεται ἡ ταπείνωση ἡ ὁποία ἑλκύει τόν Θεό. Στίς αἱρέσεις παρασύρονται ὅσοι ἔχουν ἐγωισμό, ἐπειδή δέν μετανοοῦν καί δέν θέλουν νά κάνουν ὑπακοή στήν Ἱερά Παράδοση μας.
Ὁ Μ. Βασίλειος σπούδασε στὴν Ἀθήνα τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του, ποὺ ἠσχολεῖτο μὲ τὰ ὄντα (ὀντολογία). Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ ἦταν προσωπικός του φίλος καὶ συμμαθητής του στὴν Ἀθήνα, ἔμαθε ἐννέα ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἂν διαβάση κανεὶς τὴν «ἑξαήμερό» του, δηλαδὴ τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνει στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου σὲ ἕξι ἡμέρες, θὰ διαπιστώση ὅτι μέσα στὸ βιβλίο αὐτὸ κατόρθωσε νὰ συγκεντρώση ὅλες τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν δημιουργία του. Ἐρεύνησε τὴν φύση καὶ τὰ ὄντα –τὰ φυτά, τὰ ἔντομα, τὰ πτηνά, τὰ ψάρια, τὰ ζῶα κλπ.– εἶδε τὴν οὐσία τῶν ὄντων, τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὴν κτίση, καθὼς καὶ τὴν ἐντελέχεια (τήν φορά πού ἔχουν ὅλα πρός τήν τελειότητα- ὅλα θά ἀνακεφαλαιωθοῦν στόν Χριστό, θά ἀνακαινισθοῦν, θά ὁλοκληρωθοῦν ὅταν φθάσουν στόν Χριστό) καὶ τὴν τελολογία (σκοπιμότητα- ὅλα ὑπάρχουν γιά νά φανερώνουν μέ τήν τελειότητα κατασκευῆς τους καί τό κάλλος τους τόν Θεό) ὅλων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀγάπησε τὴν φύση ὡς δῶρο Θεοῦ. Ἔκανε στὶς ἐπιστολὲς του ὑπέροχες περιγραφὲς τοῦ τοπίου στὸ ὁποῖο ἐμόναζε παρὰ τὸν Ἶρι ποταμό.
Ὅλη ἡ κτίση μᾶς δόθηκε γιά νά χαιρόμαστε ζώντας σ’ αὐτή ἀλλά καί νά βλέπουμε πίσω ἀπό αὐτήν στόν Δημιουργό της καί Δημιουργό μας ὥστε νά Τόν δοξάζουμε. Ἡ τελειότητα, ἡ σοφία, τό κάλλος πού ὑπάρχει σ’ ὅλα τά δημιουργήματα πρέπει νά μᾶς παρακινεῖ νά θαυμάζουμε τό κάλλος, τήν σοφία καί τήν τελειότητα τοῦ Κατασκευαστῆ τους δηλ. τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅλα μέσα στήν Κτίση εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο τέλεια, τόσο μεγάλα καί δυνατά πόσο πιό τέλειος, πόσο πιό ὡραῖος, πόσο σοφός καί δυνατός θά πρέπει νά εἶναι Αὐτός πού τά ἐδημιούργησε ὅλα δηλ. ὁ Θεός!. Ἡ κτίση δέν πρέπει νά εἰδωλοποιεῖται ἀλλά νά μᾶς ἀνεβάζει στόν Κτίστη πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Τά κτίσματα δέν εἶναι τόσο γιά νά τά χρησιμοποιοῦμε γιά τίς ὑλικές-βιολογικές μας ἀνάγκες (χρησιμοθηρία, ἰδιοτέλεια, καταλήστευση τοῦ περιβάλλοντος), ὅσο γιά νά μᾶς ἀνάγουν στόν Δημιουργό. Μᾶς δόθηκαν ὅλα τά ὄντα γιά νά τά «λειτουργοῦμε» δηλ. νά τά ἀντιπροσφέρουμε δοξολογικά καί εὐχαριστιακά στόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Οἱ αἱρετικοί ἄνθρωποι τῆς Δύσης εἶδαν τά ὄντα (ἀκόμη καί τούς ἀνθρώπους) ὡς ἀντικείμενα γιά ἐκμετάλλευση γιαυτό καί ὁ Πολιτισμός τους εἶναι ὑλιστικός, χρησιμοθηρικός καί ἐγωκεντρικός• εἶναι πολιτισμός πού δημιουργεῖ ἄτομα-ἀριθμούς καί καταστρέφει τό πρόσωπο καί τό περιβάλλον.
Οἱ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς εἶδαν τά ὄντα ὡς μέσα ἀναγωγικά (κατ΄ ἐξοχήν μάλιστα τόν ἄνθρωπο: «Εἶδες τόν ἀδερφό σου εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου»), πού τούς ἀνεβάζουν στόν Θεό γιαυτό καί ὁ Πολιτισμός τους εἶναι πνευματικός, Θεοκεντρικός• εἶναι πολιτισμός πού δημιουργεῖ πρόσωπα καί σέβεται- ἁγιάζει τό περιβάλλον.
Μὲ τὴ φράση αὐτή, τὸ ἀπολυτίκιο, ἀπόλυτα ἐπιτυχημένα, τονίζει τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ μὲ τὴ θεία διδασκαλία του στόλισε μὲ ἀρετὲς τὰ ἤθη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν ἕνας μεγάλος ἐμπειρικός Θεολόγος καὶ ἐπιστήμονας. Συνάμα ἦταν καὶ ἕνας μεγάλος κοινωνικός ἐργάτης καί μεταρρυθμιστής. Ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς δούλους, τοὺς πτωχούς, γιὰ τὴν ἐλάφρυνση τῆς φορολογίας τοῦ λαοῦ, γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ ὑφίσταντο διάφοροι ἄνθρωποι. Διοργάνωσε τὴν φιλανθρωπία. Εἶναι ὁ θεμελιωτὴς τῶν φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων. Μέχρι τότε τὸ Κράτος δὲν εἶχε ἀναπτύξει τὴν κοινωνικὴ πρόνοια. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐμφορούμενος ἀπὸ τὶς Χριστιανικές του ἀρχὲς ἀνέπτυξε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν φιλανθρωπία.
Εἶναι γνωστὴ στὴν ἱστορία ἡ «Βασιλειάδα» του. Ὁ ἱστορικὸς Σωζόμενος κάνει λόγο περὶ «Βασιλειάδος ὃ πτωχῶν ἐστιν ἐπισημότατον καταγώγιον, ὑπὸ Βασιλείου κατασκευασθέν, ἀφ’ οὗ τὴν προσηγορίαν τὴν ἀρχὴν ἔλαβε καὶ εἰς ἔτι νῦν ἔχει» . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κάνει λόγο γιὰ τὴν «καινὴν πόλιν» ὅπου «νόσος φιλοσοφεῖται καὶ συμφορὰ μακαρίζεται καὶ τὸ συμπαθὲς δοκιμάζεται» . Πρόκειται γιὰ μία καινούρια πόλη, ὅπου ἡ νόσος ἀντιμετωπίζεται μέ τήν πίστη στήν Θεία Πρόνοια, καί φανερώνεται ἡ συμπάθεια στούς φτωχούς. Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος σὲ μία ἐπιστολὴ του (ἐπιστολὴ 94 πρὸς Ἠλίαν) δίδει μία μαρτυρία γιὰ τὸ κέντρο αὐτὸ τῆς φιλανθρωπίας. Μέσα στὴν «Βασιλειάδα» ὑπῆρχε μεγαλοπρεπὴς καθεδρικὸς Ναός, οἰκήματα γύρω ἀπὸ τὸν Ναὸ γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τοὺς Κληρικούς, οἰκήματα γιὰ τὴν φιλοξενία τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν δημοσίων λειτουργῶν, ξενώνας γιὰ τὴν φιλοξενία τῶν ξένων καὶ τῶν περαστικῶν ἀπὸ τὴν πόλη, νοσοκομεῖο γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενῶν μὲ τὸ ἀναγκαῖο προσωπικὸ ἀπὸ ἰατρούς, νοσοκόμους, ὁδηγούς, ὑποζύγια, οἴκους γιὰ στέγαση τῶν ἀπαραιτήτων ἐργαστηρίων καὶ τεχνητῶν. Ὑπάρχει πληροφορία, ποὺ διασώζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο ὅτι τοὺς λεπρούς, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀπόβλητοι ἀπὸ τὴν κοινωνία, διότι εἶχαν τὴν ἀθεράπευτη καὶ κολλητικὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας, ποὺ ὁμοίαζε κάπως μὲ τὴν σημερινὴ ἀσθένεια τοῦ AIDS τοὺς φρόντιζε ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος. Μάλιστα ἀφοῦ τοὺς καθάριζε τὶς πληγὲς στὴν συνέχεια τὶς ἀσπαζόταν γιὰ νὰ τοὺς δείξη τὴν ἀγάπη του. Ποιὸς θὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ σήμερα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς τοῦ AIDS;
Τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος ἔκανε ὅλο αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας, δείχνοντας τὸ προσωπικό του παράδειγμα, ἀφοῦ καίτοι ἦταν εὔπορος ἔδωσε ὅλην τὴν περιουσία του σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Μάλιστα ὅταν ἀπέθανε εἶχε ὡς μόνα περουσιακὰ στοιχεῖα ἕνα τρίχινο ράσο καὶ λίγα βιβλία. Ἡ ἀγάπη πού τοῦ εἶχε ὁ λαός ἦταν τέτοια, ὥστε στὴν κηδεία του, ἀπὸ τὸν συνωστισμὸ τοῦ κόσμου, κάποιοι ἀπέθαναν.
Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μ. Βασιλείου σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγάπη του, τὴν ἐξυπνάδα του καὶ τὶς θαυματουργικές του ἐπεμβάσεις φαίνεται καὶ στὸ περιστατικὸ μὲ τὸ ὁποῖο συνδέεται ἡ παράδοση τῆς Βασιλόπιττας. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν «ὅταν ὁ ἅγιος Βασίλειος ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια, ὁ τότε Ἔπαρχος τῆς Καππαδοκίας πῆγε μὲ σκληρὲς διαθέσεις νὰ εἰσπράξει φόρους. Οἱ κάτοικοι φοβισμένοι ἐζήτησαν τὴν προστασία τοῦ ποιμενάρχη τους. –"Σᾶς προτρέπω εὐθύς, τοὺς εἶπε ἐκεῖνος, νὰ μοῦ φέρει ἕκαστος ὅ,τι πολύτιμον ἔχει ἀντικείμενον". Μάζεψαν πολλὰ δῶρα, καὶ βγῆκαν μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότη τους οἱ Καισαρεῖς νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ἔπαρχο. Ἦταν ὅμως τέτοια ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ πειθὼ τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ ὁ Ἔπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρὶς νὰ θελήσει νὰ πάρει τὰ δῶρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ὁ ἅγιος Βασίλειος πῆρε νὰ τοὺς ξαναδώσει τὰ τιμαλφῆ. Ὁ χωρισμὸς ὅμως ἦτο δυσχερής, διότι πολλὰ ὅμοια εἶχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ. Ὁ ἅγιος Βασίλειος τότε σκέφθηκε ἕνα θαυματουργὸν τρόπο: Διέταξε νὰ κατασκευασθῶσι τὴν ἑσπέραν τοῦ Σαββάτου πλακούντια (δήλ. μικρὲς πίττες) καὶ ἐντὸς ἑνὸς ἑκάστου ἔθηκεν ἀνὰ ἓν ἀντικείμενον, τὴν δ’ ἑπομένην ἔδωκεν ἀνὰ ἓν εἰς ἕκαστον Χριστιανόν. Ποῖον θαῦμα! Ἐντός του πλακουντίου του εὗρεν ἕκαστος ὅ,τι εἶχε προσφέρει! Ἀπὸ τότε, λέγει ἡ παράδοση, στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγ. Βασιλείου κάνουμε κι ἐμεῖς πίτες καὶ βάζουμε μέσα νομίσματα» .
Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν λατρεία της, τὴν θεολογία της, τὴν εἰκονογραφία της καὶ τὸ συναξάριο της τιμᾶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἐν τούτοις ἡ λαϊκὴ παράδοση καὶ κυρίως ἡ δυτικὴ –εὐρωπαϊκὴ καὶ ἀμερικανικὴ– νοοτροπία παρουσιάζει κατὰ ἰδιαίτερο τρόπο τὸν Μ. Βασίλειο, δηλαδὴ ἀπὸ Μέγα Βασίλειο τὸν ἔκανε αϊ-Βασίλη, μὲ πολλὲς παραλλαγές.
Ὅταν διαβάση κανεὶς σχετικὰ κείμενα καὶ ἀναλύσεις θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Μ. Βασιλείου ἀλλοιώθηκε στὴν Εὐρώπη καὶ τὸν Νέο Κόσμο.
Βεβαίως, ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι αὐτὸς ὁ “τύπος”, ποὺ στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀμερικὴ ὀνομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus καὶ Father Cristmas, ἀπὸ μᾶς ὀνομάζεται αϊ-Βασίλης. Ἐμεῖς ταυτίσαμε τὸν δυτικὸ αὐτὸν “τύπο” μὲ τὸν αϊ-Βασίλη, ἀφοῦ ἐξοβελίσαμε τὸν δικό μας Ἅγιο Βασίλειο. Ὁ Καθηγητὴς Δήμ. Λουκάτος λέγει ὅτι αὐτὸς ὁ δυτικὸς τύπος ἦρθε σὲ μᾶς “μὲ πρωτοβουλία τῶν ἀστικῶν τάξεων” καὶ ὀνομάσθηκε αϊ-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στὰ ἑπόμενα θὰ τὸν τιτλοφοροῦμε αϊ-Βασίλη.
Ὁ σημερινὸς αϊ-Βασίλης εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ κόσμου καὶ ἀπηχεῖ τὴν νοοτροπία του. Ὁ αϊ-Βασίλης αὐτὸς γεννήθηκε ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ ἕναν ἀστὸ προτεστάντη καθηγητή, τὸν Κλημέντιο Κλὰρκ Μοὺρ «πού ἔγραψε γιὰ τὰ παιδιὰ του μία ἱστορία μὲ ἥρωα ἕναν αϊ-Βασίλη, τὴν The Night Before Christmas» καὶ δημοσιεύθηκε τὴν 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1823 στὴν ἐφημερίδα «Sentinel» . Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἰκονογραφήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ χιουμοριστικοῦ ἀμερικανικοῦ σχεδίου Τόμας Νάστ, ὁ ὁποῖος ἦταν γερμανικῆς καταγωγῆς καὶ «δανείστηκε στοιχεῖα ἀπὸ τὴν γερμανικὴ λαϊκὴ παράδοση τῶν Χριστουγέννων ἀλλὰ καὶ τὴν παραδομένη μορφὴ τοῦ πλανόδιου γερμανοῦ ἐμπόρου» .
Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα μας ὁ αϊ-Βασίλης ἄλλαξε κάπως μορφή, καὶ ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς τὸν γνωρίζουμε σήμερα. Σὲ αὐτὸ συνετέλεσε ἡ Κόκα-Κόλα. «Κι ἂν ἦταν ὁ σκιτσογράφος Τόμας Νάστ ποὺ τὸν φαντάστηκε πρῶτος, περίπου ὅπως εἶναι σήμερα, ἡ Κόκα-Κόλα ἀποτέλεσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ γίνει ἡ μορφὴ του τόσο δημοφιλής. Στὰ 1931, ἡ Κόκα Κόλα ἀποφάσισε νὰ χρησιμοποιήσει τὸν Σάντα Κλάους στὴ χειμωνιάτικη διαφημιστική της ἐκστρατεία καὶ ἀνέθεσε σὲ ἕναν ἄλλο Ἀμερικανὸ καλλιτέχνη, τὸν Χάντον Σάνμπλομ, νὰ τὸν σχεδιάσει. Ἐκεῖνος διάλεξε γιὰ τὸν Ἅγιο τὰ χρώματα τῆς Κόκα Κόλα καί... νὰτος, μὲ τὶς μαῦρες μπότες του, τὸ μακρὺ σκουφί του, τὸ κόκκινο κοστούμι του καὶ τὴν ἄσπρη του γούνα», ὅπως τὸν ξέρουμε σήμερα.
Ἡ παράδοση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ αϊ-Βασίλης περνᾶ μέσα ἀπὸ καμινάδες γιὰ νὰ δώση δῶρα στὰ παιδιὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Κλέμεντ Μοὺρ μὲ τίτλο «μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Νικόλα» , ὁ ὁποῖος « δανείστηκε τὴν ἰδέα τῆς καμινάδας, μαζὶ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ἕλκηθρου καὶ τῶν ὀκτὼ ἐλαφιῶν ποὺ τὸ σέρνουν, ἀπὸ ἕνα φινλανδικὸ παραμύθι» .
Ἑπομένως ὁ αϊ-Βασίλης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ εἶναι ἐγγράμματος καὶ δίδει ὡς δῶρο τὴν γνώση, μετατρέπεται στὸν Σάντα Κλάους ποὺ δίδει «τὴν ἐφήμερη ἡδονὴ τῆς κατανάλωσης» καὶ ἔρχεται σὲ μᾶς μετονομαζόμενος σὲ αϊ-Βασίλη. Δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο μὲ ἁγιότητα. Δέν φανερώνει τήν πίστη στόν Θεό, οὔτε ἔχει λυμένα τὰ ὑπαρξιακά του ἐρωτήματα καὶ τὶς ἀγωνίες. Δέν παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διάσταση, ἀλλὰ διακρίνεται γιὰ τὴν «προτεταμένη κοιλιά, τὰ ροδοκόκκινα μάγουλα» καὶ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς «καλοπέρασης καὶ τῆς αἰσιοδοξίας» . Εἶναι δὲ γνωστὸν ἀπὸ τὶς διάφορες μελέτες ὅτι ὅλη ἡ νοοτροπία τῆς Δύσης, τῆς Ἀμερικανικῆς κοινωνίας εἶναι καταναλωτική, ὑλιστική, χρησιμοθηρική, πλουτοκρατική, χρηματολατρική καί ἀντιπνευματική. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀπωθοῦν τά μεγάλα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα (ποιός εἴμαι;, ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου;, πῶς ἦλθα στήν ὕπαρξη;) καί γιαυτό ἡ ψυχή τους ἀλλά καί τό σῶμα τους ἀρρωσταίνει. Κατὰ κάποιο τρόπο ὁ ἀμερικανικὸς αϊ-Βασίλης εἶναι ἔκφραση αὐτοῦ του πνεύματος. Αὐτὸ δὲ τὸ πνεῦμα δημιούργησε φοβερά προβλήματα, μὲ τὰ ὁποῖα θέλησε νὰ ἀσχοληθοῦν οἱ λεγόμενες ψυχο-ἐπιστῆμες, γιατί ἡ ἀπώθηση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων δημιούργησε καί δημιουργεῖ ποικίλες ἀρρώστιες, σωματικὲς καὶ ψυχικές.
Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στὸν αϊ-Βασίλη ἀγγλοσαξωνικοὺ τύπου δείχνει τὴν ὑποβάθμιση καί τήν ἀλλοτρίωση τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι ἡ πορεία ἀπὸ τὴν ὀντολογία καί τήν θεολογία στήν χρησιμοθηρία καί ἐκμετάλλευση, ἀπό τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη στὸν ὠφελιμισμὸ, ἀπό τήν ἀσκητική ζωή πού ἐλευθερώνει στόν εὐδαιμονισμό καί τή καλοπέραση πού ἀρρωσταίνει ψυχικά καί σωματικά τόν ἄνθρωπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδή πιστεύουν ὀρθά γιά τόν Θεό, ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ νόημα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κυρίως ἀπαντοῦσαν στὸ ἐρώτημα ποιὸς ἔκανε τὸν κόσμο καὶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός του. Οἱ δυτικοὶ ὅμως, ἀντίθετα ἀπὸ τήν προηγούμενη ὀρθόδοξη παράδόση, ἐπειδή θεοποίησαν τόν ἑαυτό τους καί ἔχασαν τήν ὀρθή πίστη γιά τόν Θεό, ἐρωτοῦν τί μᾶς χρησιμεύει ὁ κόσμος. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἡ χρησιμοθηρία καὶ ὁ ὠφελισμός πού ὁδήγησε στήν καταλήστευση τοῦ κόσμου καί τήν οἰκολογική καταστροφή.
Ἡ πορεία ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο στὸν αϊ-Βασίλη δείχνει τὴν ἐπιπεδοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑποβάθμισή του. Ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά θρώσκει (κοιτάζει) πρός τά ἄνω, κινεῖται μόνο στό ὁριζόντιο ἐπίπεδο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἀντίστροφη πορεία ἀπὸ τὸν αϊ-Βασίλη τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ στὸν Μ. Βασίλειο τῆς Ἐκκλησίας δείχνει τὴν ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνύψωσή του, τὴν πορεία του δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πράγμα στὴν ὑπόσταση, ἀπὸ τὸ ἄτομο στὸ πρόσωπο, ἀπό τήν κτίση στόν Κτίστη. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν ἑορτῶν. Αὐτὸ ἂς εὐχηθοῦμε γιὰ ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους τὸν νέο χρόνο. Ἄς πάψει πιά αὐτή ἡ βλασφημία καί ἡ ἀτίμωση τοῦ σεπτοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Φωστήρα τῆς Καισαρείας. Ἄς μήν βάλουμε αὐτήν τήν φουσκωμένη καρικατούρα πού ἀποκαλοῦν αϊ Βασίλη στό σπίτι μας. Ἄς ἐπισημάνουμε τήν πλάνη καί τό ἀπαράδεκτο τῆς βλασφημίας, ὅπου πρέπει καί ὅπου νομίζουμε ὅτι θά γίνουμε ἀκουστοί. Ὁ Θεός μαζί μας. Ὁ ἅγιος Μ. Βασίλειος ἄς πρεσβεύει γιά μᾶς καί ἄς μᾶς συγχωρεῖ.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Χρησιμοποιήσαμε στοιχεῖα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου Βλάχου μέ τίτλο: Ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἁϊ Βασίλης. http://psifides.pblogs.gr/2009/01/o-megas-basileios-kai-o-ai-basilhs.html
πηγή: http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/12/blog-post_6469.html