2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Αυτή που άξιζε να γίνει Μητέρα του Θεού

Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα ὁ νοῦς μας προστρέχει στό μέγα θαῦμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Θεός ὁ ἄπειρος, ὁ τέλειος, ὁ παντοδύναμος γίνεται ἄνθρωπος καί γεννιέται ἀπό τά ἁγνά αἵματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Παναγία μας ἔγινε ἡ γέφυρα πού ἕνωσε τον οὐρανό μέ τήν γῆ. Ἀπ’ αὐτήν τήν Θεία γέφυρα κατέβηκε κοντά μας ὁ Χριστός, καί ἀπό τήν ἴδια γέφυρα μπορεῖ ὁ κάθε πιστός μέ τίς πρεσβεῖες καί τίς ἱκεσίες της πρός τόν Υἱόν της καί Θεόν μας, νά περάσει ἀπό τήν χώρα τοῦ Θανάτου καί τῆς φθορᾶς στήν χώρα τῆς ἀθανασίας καί τῆς ἀφθαρσίας.

Τό ἀνεξιχνίαστο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει ἀποφασίσει πρό πάντων τῶν αἰώνων, τήν Σάρκωση καί Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί τήν Θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προαιώνιος αὐτή «προορισμένη βουλή» τοῦ Θεοῦ, φανερώνει σ’ ἐμᾶς τό ἀχανές πέλαγος τῆς ἀγαθότητός Του, καί ἡ φανέρωσις αὐτή γίνεται διά τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Αὐτή «ἐδημοσίευσεν» τήν ἄβυσσο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Θεός Λόγος γίνεται ἐκεῖνο πού δέν ἦταν, δηλαδή ἄνθρωπος· καί γενόμενος ἄνθρωπος, μένει πάλι κι ἐκεῖνο πού ἦταν· δηλαδή Θεός. Ἀλλά και ἡ Παναγία ἔγινε ἐκεῖνο πού δέν ἦταν· δηλαδή μητέρα· κι ἔμεινε κι ἐκεῖνο πού ἦταν πρῶτα, δηλαδή Παρθένος. Μυστήρια πού ἄν δέν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στήν ἀγάπη καί στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί νά παιδέψει τό μυαλό του δέν πρόκειται ποτέ νά τά κατανοήσει.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πού εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας, ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Α’ Τιμ. 3,15) ἀποδίδει στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τήν τιμή καί τόν σεβασμό πού τῆς ἀξίζει. Διότι αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἁγιωτέρα πάντων τῶν ἁγίων. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἰσχύει τό ἴδιο μέ τά ἄλλα χριστιανικά δόγματα. Συγκεκριμένα ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πρόκειται για δοξασία παντελῶς αὐθαίρετη καί ἀτεκμηρίωτη πού σαφῶς ὑποτιμᾶ τό ἱερό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἄν δεχθοῦμε ὅτι ἡ σύλληψίς της ἔγινε μέ ὑπερφυσικό τρόπο, χωρίς τήν σαρκική συνάφεια τῶν γονέων της, τότε καταλήγουμε στην παραδοχή ὅτι ἡ Παναγία δέν ἔφερε τό προπατορικό ἁμάρτημα, τό ὁποῖο
κληροδοτεῖται ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, καί ἀπό γενεά σέ γενεά, καί ἄρα ἡ ἁγιότητά της δέν ὀφείλεται στήν προσωπική της ἀξία, ἀλλά στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ πού τήν κατασκεύασε μέ τόν συγκεκριμένο τρόπο.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ Προτεστάντες ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι μιά ἁπλῆ γυναῖκα πού γέννησε τόν Χριστό. Στήν θέση της, κατ’ αὐτούς, θα μποροῦσε νά βρίσκεται μιά ὁποιαδήποτε ἄλλη γυναῖκα. Κατηγοροῦν μάλιστα ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ὅτι ἀποδίδουμε ὑπερβολική τιμή στό πρόσωπό της και ὅτι φθάνουμε μέχρι τήν Παναγιολατρεία.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες ἔχουν ἀπογυμνώσει τό ἱερό Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ἀπό ὁποιαδήποτε προσωπική ἀξία. Διαφοροποιοῦνται σ’ αὐτά πού διδάσκουν, συμπίπτουν ὅμως καί ταυτίζονται στό ἀποτέλεσμα: τήν ὑποτίμηση τοῦ ἱεροῦ προσώπου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις βρίσκεται κρυστάλλινη καί καθαρή ἡ Ὀρθόδοξη Πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Σύμφωνα μ’ αὐτήν ἡ μεγάλη τιμή πού ἀποδίδεται πρός τό Πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δεν εἶναι αὐθαίρετη καί χωρίς ἐρείσματα. Στηρίζεται στήν ἄξια ἐκλογή της ἀπό τόν Θεό γιά τήν Θεία Ἐνανθρώπηση. Ὁ Θεός Πατήρ ἔχει «προγνωστικῶς» προορίσει αὐτήν ὡς Μητέρα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του. Ὁ Θεῖος αὐτός προορισμός δέν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἡ Παναγία εἶναι τό ἄβουλο καί ἀνελεύθερο ἐκεῖνο ὄν πού ὁ Θεός τό κατεσκεύασε γιά νά τό χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τήν Θέλησή Του. Ἄν ἦταν ἔτσι, τότε γιατί νά διαλέξει τήν Παναγία καί ὄχι κάποια ἄλλη γυναῖκα; Μιά τέτοια ἐπιλογή καί ἕνας τέτοιος προορισμός θα ἦταν αὐθαίρετος καί ἄδικος, διότι ἀγνοεῖ τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, το χάρισμα δηλαδή τῆς ἐλευθερίας πού ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «ἀφαίρεσε τό αὐτεξούσιο ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τότε παύεις νά ἔχεις ἄνθρωπο».
Μά τότε ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γι’ αὐτή τήν ἐπιλογή τῆς Παναγίας νά γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού εἶχαν τόν φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μέ μεγάλη σοφία μᾶς δίδουν τήν ἀπάντηση. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ Θεῖος αὐτός προορισμός τῆς Παναγίας, (νά γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ), συμπίπτει μέ τήν προαιώνια πρόγνωση πού εἶχε ὁ Θεός τῆς ἐλευθέρας προαιρέσεως καί τῆς ἀξίας καί τῆς προσωπικῆς ἁγιότητος τῆς Παναγίας. Γνωρίζοντας προαιωνίως ὁ Θεός τήν προσωπική ἀξία τῆς Παναγίας, τήν ἀγάπησε, διότι ἦταν ἄξια τῆς ἀγάπης Του. Καί ἀφοῦ τήν ἀγάπησε τήν προώρισε καί τήν ἀνέδειξε Μητέρα τοῦ δικοῦ Του Υἱοῦ.

«Ὄντως εὗρες χάριν, ἡ ἀξία τῆς χάριτος» ἀναφωνεῖ ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Οἱ λόγοι αὐτοί καθιστοῦν ξεκάθαρη τήν ἀρχή τῆς συνεργασίας τοῦ Θεοῦ και τῆς προαιρέσεως τῆς Παναγίας ἀλλά καί τῆς προαιρέσεως κάθε ἀνθρώπου σε ὅλη τήν ἱστορία τῆς Σωτηρίου Οἰκονομίας.

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσφαλῶς δωρεά, δίδεται ὅμως σ’ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δείχνουν προαιρετική σπουδή καί ἐπιτηδειότητα καί καθαρότητα. Ὁ Θεός δίνει τήν χάρη Του καί τίς δωρεές Του ἀνάλογα μέ τήν δεκτική δύναμη τοῦ καθενός, τήν φυσική καί προαιρετική του καθαρότητα. Σ’ αὐτή την συνεργασία στηρίζεται καί ὁ Θεῖος προορισμός τῆς Παναγίας.
Ἐφόσον λοιπόν ἡ χάρις δίδεται ἀνάλογα μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, μποροῦμε εὔκολα νά συμπεράνουμε τό πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας πρός Αὐτόν. Εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξει ποτέ ἄνθρωπος μέ μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀπό αὐτήν πού εἶχε ἡ Παναγία. Ἀλλά, ταὐτόχρονα, καί ποιός ἀγαπήθηκε περισσότερο ἀπό τον Θεό ἄν ὄχι ἡ Παναγία, ὥστε νά ἀξιωθεῖ τόσον μεγάλης Χάριτος; Διότι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Κατά τό μέτρον τῆς πρός Θεόν ἀγάπης αἱ ἀντιδόσεις». Τό ὅτι ἦταν «ἀξία τοῦ Κτίσαντος» μαρτυρεῖται ἀπό αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, ὅτι ἀνάμεσα σέ ὅλα τά κτίσματα ὅλων τῶν αἰώνων μόνη αὐτή εἶχε τόσο μεγάλη ἁγιότητα, ὥστε νά ἐκλεγεῖ ἀπό τόν Θεό γιά να γίνει μητέρα Του, καί νά ὑπηρετήσει εἰς «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» Μυστήριο, τήν Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ κληρονομία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖο ἔφερε μέσα της ἡ Παναγία, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔμεινε ἀνενέργητος εἰς Αὐτήν, γι’ αὐτό καί δέν εἶχε καμμία προσωπική ἁμαρτία, ἀφοῦ ἡ θέλησή της καί ὅλες οἱ σωματικές καί ψυχικές δυνάμεις της ἦταν ὁλοκληρωτικά στραμμένες πρός τον Θεό.

Οἱ ὀφθαλμοί της ἔβλεπαν τόν Κύριο. Τά αὐτιά της ἄκουγαν τά θεϊκά Του λόγια. Ἡ μύτη της γοητεύτηκε ἀπό τά μῦρα τοῦ Νυμφίου. Τά χείλη της ἀφοσιώθηκαν στήν δοξολόγησή Του. Ἡ καρδιά της ἀμόλυντη καί καθαρή ποθοῦσε τόν ἀόρατο Θεό. Στήν γαστέρα της κατοίκησε ὁ Ἀχώρητος. Ἀπό τούς μαστούς της θήλασε τό γάλα, τό παιδίον Ἰησοῦς. Τά χέρια της Τον κράτησαν, στά πόδια της ἀνακάθισε.

Μέ θαυμασμό στοχάζεται τήν προσωπική ἁγιότητα τῆς Παναγίας ὁ ἱερός Δαμασκηνός καί ἀναρωτιέται: «Πῶς ν’ἀναπαραστήσω Θεοτόκε Παρθένε τό ὅλο σεμνότητα βάδισμά σου; Πῶς τό ντύσιμό σου; Πῶς τό πρόσωπό σου τό χαριτωμένο; Φρονιμάδα μεγάλης σέ σῶμα νέας. Ντύσιμο εὐγενικό χωρίς ἐκζήτηση καί μαλθακότητα. Βῆμα συγκρατημένο χωρίς βιασύνη καί χωρίς νωθρότητα. Ὕφος σοβαρό σύμμικτο μέ τήν ἱλαρότητα. Πρόθυμη καί ὑπάκουη στούς γονεῖς σου κρατοῦσες τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως στίς πιό μεγάλες ἀποκαλύψεις. Τά λόγια σου καλοσυνᾶτα ἔβγαιναν ἀπό ἤρεμη ψυχή. Καί τι χρειάζονται τά πολλά λόγια; Ἄξια νά κατοικήσει μέσα σου ὁ Θεός! Δίκαια εἶσαι τό καμάρι τῶν κληρικῶν, ἡ ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν, τό καταφύγιο τῶνκατατρεγμένων, ἡ παρηγοριά τῶν πονεμένων».
Ὑπερβάλλουμε, λοιπόν, ὅταν τήν ὀνομάζουμε στήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας σκεῦος τῆς χαρᾶς, θησαυρό τῆς παρθενίας, εὔοσμο κρίνο, πολύτιμο μῦρο, ὑψηλοτέρα τῶν Οὐρανῶν, χαρμονή τῶν Ἀγγέλων, ὁλόφωτη νεφέλη, ἀνέσπερο ἄστρο, Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, ὀσμή τῆς Χριστοῦ εὐωδίας καί τόσα ἄλλα; «Ἡ Παναγία ἔγινε Μητέρα Ἐκείνου, πού ἦταν δίκαιο νά γίνει Μητέρα Του» (Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας).
Ἀλλά ἄς μήν περάσει οὔτε σάν ὑποψία στόν νοῦ μας ἡ σκέψη ὅτι θά μπορέσουμε ποτέ νά ἐκφράσουμε ἔστω καί στό ἐλάχιστο τό μεγαλεῖο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Διότι τά μυστήριά της εἶναι «πάντα ὑπέρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα»καί οὐδείς λόγος θά ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν μεγαλείων της, τά ὁποῖα «ἐποίησεν αὐτῇ ὁ Δυνατός».
Ἄς εὐχηθοῦμε, ὅπως ἡ Παναγία Παρθένος συνέλαβε, κυοφόρησε καί ἐγέννησε τόν Χριστό σωματικῶς, ἔτσι καί ὁ καθένας μας νά συλλάβει, να κυοφορήσει καί νά γεννήσει μέσα στήν καρδιά του τόν Χριστό πνευματικῶς.Ἄς εὐχηθοῦμε ἐπίσης οἱ πεπλανημένοι πού παραποιοῦν τό ἱερό Πρόσωπό της νά ἐπιστρέψουν σύντομα στήν Ἀλήθεια. Καί ἄς ἀνυμνήσουμε μέ ὅλη την δύναμη τῆς ψυχῆς μας «... τήν Μητέρα τοῦ Σωτῆρος, τήν μετά τόκον πάλιν, ὀφθεῖσαν Παρθένον· Χαίρεις Πόλις ἔμψυχε, τοῦ Βασιλέως καί Θεοῦ, ἐν ᾗ Χριστός οἰκήσας, σωτηρίαν εἰργάσατο. Μετά τοῦ Γαβριήλ ἀνυμνοῦμεν σε, μετά τῶν Ποιμένων δοξάζομεν κράζοντες· Θεοτόκε, πρέσβευε τῷ ἐκ σοῦ σαρκωθέντι, σωθῆναι ἡμᾶς». Ἀμήν.
π. Πασχάλης Γρίβας
Ενοριακή Ευλογία - τεύχος 114