2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

Δημήτριος Σ. Λουκάτος: Ἡ Ἑλληνίδα νοικοκυρά ἡρωΐδα τῶν δωδεκαήμερων φροντίδων

“ Χρει­ά­ζε­ται νά μα­θαί­νου­με ὅ,τι προ­η­γή­θη­κε,

ἄν θέ­λου­με νά συ­νε­χί­σου­με μέ ἦ­θος τόν ἴ­διο πο­λι­τι­σμό”
Δέν εἶ­ναι μό­νο ἡ θρη­σκευ­τι­κή πε­ρι­συλ­λο­γή καί τά ὡ­ραῖ­α ἀν­θρω­πι­στι­κά λό­για τῆς Ὑ­μνο­γρα­φί­ας, πού κά­νουν τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές τῶν Χρι­στου­γέν­νων γα­λη­νε­μέ­νες καί εἰ­ρη­νο­ποι­ές. Εἶ­ναι καί ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­νάγ­κη τῶν ἀν­θρώ­πων, μέ­σα στίς δύ­σκο­λες χει­μω­νι­ά­τι­κες ὧ­ρες, νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς φό­βους τους. Εἶ­ναι ὕ­στε­ρα ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τους, μέ­σα στήν τύρ­βη τῆς πολ­λα­πλα­σι­α­σμέ­νης ζω­ῆς τους, νά ἠ­ρε­μή­σουν ἀ­πό τήν κο­σμι­κή τα­ρα­χή, νά ξα­να­γυ­ρί­σουν στόν «ἑ­αυ­τό» τους καί νά ζή­σουν ἀ­γα­πη­μέ­να καί ζε­στά, στήν πρώ­τη βι­ο­τι­κή ὁ­μά­δα τους, τήν οἰ­κο­γέ­νεια. Τό σπί­τι, τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, ὅ­λες τίς δώ­δε­κα ἡ­μέ­ρες, ἀ­πό τά Χρι­στού­γεν­να ὡς τά Φῶ­τα, γί­νε­ται ἑ­στί­α καί φρού­ριο τῶν ἀν­θρω­πί­νων αἰ­σθη­μά­των, φω­λιά ἀ­γά­πης καί ζε­στα­σιᾶς, πού τήν πε­ρι­μέ­νουν μέ λα­χτά­ρα ὅ­σοι ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά τή ζή­σουν, ἀλ­λά καί μέ τρα­γι­κή νο­σταλ­γί­α ἐ­κεῖ­νοι πού θά τή στε­ρη­θοῦν.


Πε­ρί­ο­δος ἐ­θί­μων, πού μπο­ρεῖ νά ξε­κί­νη­σαν ἀ­πό ἀν­θρώ­πι­νες εὐ­ε­τη­ρια­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις καί φό­βους, πού μπο­ρεῖ νά τά γέν­νη­σε ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς σπι­τι­κῆς ἀ­να­μο­νῆς μπρο­στά στό με­γά­λο φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο τῆς ἡ­λια­κῆς ἀλ­λα­γῆς, ἀλ­λά πού κα­θα­γι­ά­στη­καν ἀ­πό τόν χρι­στι­α­νι­κό συμ­βο­λι­σμό. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α ὅ­τι ἄλ­λα­ξαν, ἀ­πό τά πρω­τό­γο­να ἤ ἀ­πό τά πα­λιά πα­ρα­δο­σια­κά χρό­νια, οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς καί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες σκέ­ψεις. Στούς τρεῖς σταθ­μούς τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς μας ἐ­ξέ­λι­ξης, τόν πρω­τό­γο­νο, τόν προ­γο­νι­κό καί τόν σύγ­χρο­νο, ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­θι­μι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά πα­ρα­μέ­νει ἡ ἴ­δια.
Στήν Ἑλ­λά­δα δέν εἴ­χα­με τούς βό­ρει­ους χει­μῶ­νες, πού ἔ­δω­σαν στά Χρι­στού­γεν­να ἄλ­λων λα­ῶν τήν πο­λύ ζε­στή καί ἀ­πο­κλει­στι­κή σπι­τι­κή τους ἀ­τμό­σφαι­ρα. Εἴ­χα­με ὅ­μως πάν­τα κι ἐ­μεῖς τήν οἰ­κο­γε­νεια­κή «πε­ρι­συλ­λο­γή» τῶν σκορ­πι­σμέ­νων με­λῶν, μέ τούς ξε­νι­τε­μέ­νους πού γύ­ρι­ζαν ἀ­πό τά τα­ξί­δια, μέ τούς στρα­τι­ῶ­τες πού ἔρ­χον­ταν μέ τήν «ἄ­δεια», μέ τά παι­διά, πού ἔ­παυ­αν τά μα­θή­μα­τα στό σχο­λεῖ­ο. Ἀλ­λά εἴ­χα­με καί τά χι­ο­νι­σμέ­να χω­ριά τῆς πο­λυ­ποί­κι­λης γε­ω­γρα­φι­κά χώ­ρας μας, πού ἔ­νι­ω­θαν τήν ἀ­νάγ­κη τῆς χει­μω­νι­ά­τι­κης αὐ­τῆς θαλ­πω­ρῆς, εἴ­χα­με καί τ’ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να ἀ­πό τίς τρι­κυ­μί­ες νη­σιά μας, πού πε­ρί­με­ναν τή Βά­φτι­ση, γιά νά δοῦν νά τούς ἀ­νοί­γον­ται ξα­νά οἱ θα­λασ­σι­νοί δρό­μοι.
Τό ἀν­θρώ­πι­νο στοι­χεῖ­ο γέ­μι­ζε τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές μέ κοι­νω­νι­κή πυ­κνό­τη­τα τόν ἑλ­λη­νι­κό χῶ­ρο. Ξα­νά­δι­ναν στό σπί­τι τή χα­ρού­με­νη πα­ρου­σί­α τους τά παι­διά τοῦ σχο­λεί­ου. Τούς πε­ρίσ­σευ­ε μά­λι­στα χρό­νος γιά νά γυ­ρί­ζουν καί στίς ἄλ­λες γει­το­νι­ές, μέ τά κά­λαν­τα. Δι­α­πλά­τω­ναν πά­λι οἱ ἐκ­κλη­σι­ές καί χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες τους, πιό πο­λύ γιά νά χα­ροῦν, πα­ρά γιά νά κα­λέ­σουν. Δέ­νον­ταν οἱ δρό­μοι μέ τίς ἀ­λυ­σί­δες τῶν ἑ­ορ­τα­στῶν, πού γυρ­νοῦ­σαν καί εὔ­χον­ταν ἀ­πό σπί­τι σέ σπί­τι. Ἄς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ μνή­μη τῶν πα­λι­ῶν δα­σκά­λων καί λα­ο­γρά­φων, πού κα­τά­λα­βαν τή ση­μα­σί­α τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ζω­ῆς καί βάλ­θη­καν νά κα­τα­γρά­ψουν ἀ­πό χρό­νια τά πα­ρα­δο­σια­κά ἔ­θι­μα καί τή γλώσ­σα τους. Ἄς εἶ­ναι ἐ­παι­νε­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα κι οἱ ἑλ­λη­νί­δες λα­ο­γρά­φοι πού, σέ πο­σο­στό πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λον ἐ­ρευ­νη­τι­κό κλά­δο, μᾶς ἔ­δω­σαν πε­ρι­γρα­φές γιά ἔ­θι­μα, ντύ­σι­μο, χο­ρούς, τέ­χνη καί λό­γο τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ.
Ἀ­πό τά ἔ­θι­μα αὐ­τά μπο­ροῦ­με νά σκε­φτοῦ­με ἐ­δῶ ὅ­σα δεί­χνουν τόν θε­με­λια­κό ρό­λο τῆς Ἑλ­λη­νί­δας νοι­κο­κυ­ρᾶς στό χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο πα­ρα­δο­σια­κό σπί­τι.­
Δέν θά πα­ρα­γνω­ρί­σου­με βέ­βαι­α καί τῆς σύγ­χρο­νης ἀ­στι­κῆς γυ­ναί­κας τίς ἔ­γνοι­ες καί τίς φρον­τί­δες. Πο­λύ λί­γο τό κα­τα­λα­βαί­νου­με ἐ­μεῖς οἱ ἄν­τρες (ἀ­πό τούς γέ­ρους πού πε­ρι­μέ­νουν νά κα­λο­φᾶ­νε, ὡς τά παι­διά πού ἀ­παι­τοῦν τά δῶ­ρα καί τά παι­χνί­δια τους) πό­σο βά­ρος πέ­φτει, τίς μέ­ρες αὐ­τές, στή νοι­κο­κυ­ρά. Μπο­ρεῖ σή­με­ρα νά τή βο­η­θά­ει στούς ἐ­θι­μι­κούς κό­πους της, ἡ βι­ο­μη­χα­νι­κή συ­νερ­γα­σί­α καί πα­ρα­γω­γή. Αὐ­τό ὅ­μως δέν τήν ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πό τήν ἔ­γνοι­α τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας πού, ἀ­πό ἁ­πλή στήν ἀρ­χή, γί­νε­ται σι­γά σι­γά ἀγ­χώ­δης, ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τήν ὁ­μα­δι­κή πα­ρόρ­μη­ση καί τούς ἐ­θι­μι­κούς ἐ­ξω­τε­ρι­κούς πει­ρα­σμούς.
Θά ἀ­να­τρέ­ξου­με ὅ­μως στά πα­λι­ό­τε­ρα πα­ρα­δο­σια­κά χρό­νια (ὅ­πως συ­νε­χί­ζον­ται καί σή­με­ρα στά πιό πολ­λά χω­ριά), ὅ­ταν ἡ νοι­κο­κυ­ρά τά ἑ­τοί­μα­ζε ὅ­λα μέ τά χέ­ρια της, ὅ­ταν ἡ ἀ­νη­συ­χί­α της ἦ­ταν ἴ­ση μέ τήν εὐ­θύ­νη καί μέ τά οἰ­κο­νο­μι­κά της προ­βλή­μα­τα γιά τήν προ­μή­θεια τῶν ὑ­λι­κῶν. Συγ­κρί­νον­τας τίς δι­α­φο­ρές τῶν γε­νε­ῶν, δέν πρέ­πει μό­νο νά ἐ­παι­ρό­μα­στε γιά τά δι­κά μας ἀ­γα­θά. Θά πρέ­πει νά σκε­φτό­μα­στε καί τίς δυ­σκο­λί­ες τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων. Καυ­χό­μα­στε, βέ­βαι­α, ὅ­τι μπο­ροῦ­με μέ τόν ἠ­λε­κτρι­κό φοῦρ­νο νά ψή­νου­με τή χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη γα­λο­πού­λα ἤ ὄρ­νι­θα, ὅ­τι μπο­ροῦ­με νά ζη­τή­σου­με μέ τό τη­λέ­φω­νο τά με­λο­μα­κά­ρο­να τῆς γι­ορ­τῆς, ὅ­τι μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με σπι­τι­κή φω­το­χυ­σί­α μέ τόν δι­α­κό­πτη. Θά πρέ­πει ὅ­μως νά σκε­φτό­μα­στε καί τή για­γιά – ἔ­στω τήν πα­λιά προ­για­γιά μας – πού ἔ­βγαι­νε στό λόγ­γο νά κό­ψει τά ξύ­λα γιά τό φοῦρ­νο της, πού ξε­νυ­χτοῦ­σε κο­σκι­νί­ζον­τας τ’ ἀ­λεύ­ρι γιά τά χρι­στο­κού­λου­ρα, πού ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τό κε­ρί ἤ τό λι­γο­στό πε­τρέ­λαι­ο γιά τόν ἑ­ορ­τα­στι­κό φω­τι­σμό τοῦ σπι­τιοῦ. Ἄς σκε­φτό­μα­στε τίς συγ­κι­νη­τι­κές δυ­σκο­λί­ες τῶν προ­γε­νε­στέ­ρων μας, γιά νά χαι­ρό­μα­στε ὀρ­γα­νι­κά τή συ­νέ­χεια τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας. Μό­νο ἔ­τσι δέν θά ξι­πα­ζό­μα­στε ἀ­πό τή βο­λε­μέ­νη ζω­ή μας. Ἡ νε­ο­λαί­α ἰ­δι­αί­τε­ρα ἄς μή βλέ­πει τίς ἀ­νέ­σεις καί τίς δυ­να­τό­τη­τές της σάν αὐ­τό­μα­τες δη­μι­ουρ­γί­ες στά μέ­τρα της. Προ­η­γή­θη­καν μό­χθοι καί ὑ­λι­κές μι­ζέ­ρι­ες, πρίν ἀ­πό τό ξέ­σπα­σμα τῶν ση­με­ρι­νῶν ἀ­γα­θῶν. Χρει­ά­ζε­ται ν’ ἀ­να­ζη­τοῦ­με καί νά μα­θαί­νου­με ὅ,τι προ­η­γή­θη­κε, ἄν θέ­λου­με νά συ­νε­χί­σου­με μέ κά­ποι­ο ἦ­θος τόν ἴ­διο πο­λι­τι­σμό.
Τρί­α εἶ­ναι τά θε­με­λια­κά στοι­χεῖ­α πού ἀ­πα­σχό­λη­σαν καί ἀ­πα­σχο­λοῦν τό ἑλ­λη­νι­κό σπί­τι καί τή νοι­κο­κυ­ρά του τίς μέ­ρες αὐ­τές τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὡς τά Θε­ο­φά­νεια: ἡ ἑ­στί­α, τά γεύ­μα­τα καί ἡ φι­λο­ξε­νί­α.
Ἡ ἑ­στί­α, μέ τήν πλα­τύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς σπι­τι­κῆς συ­νο­χῆς καί διά­ρκειας, μέ τήν ὑ­γεί­α, τή δύ­να­μη, τήν εὐ­τε­κνί­α καί τή χα­ρά, ἔ­πρε­πε νά συν­τη­ρεῖ, ὅ­λο τό Δω­δε­κα­ή­με­ρο, τήν πυ­ρά καί τό φῶς της. Τό με­γά­λο ἤ τά με­γά­λα κλα­ριά γιά τή φω­τιά (τά χρι­στό­ξυ­λα) κι ἡ ἀ­ρω­μα­τι­κή στά­χτη τους ἔ­πρε­πε νά μέ­νουν ἀ­ναμ­μέ­να ὡς τήν ἡ­μέ­ρα τ’ Ἁ­για­σμοῦ. Ἐ­κεῖ γύ­ρω ἀ­πό τήν ἑ­στί­α (τή «γω­νιά» ἤ τό τζά­κι τῶν ποι­κί­λων σπι­τι­ῶν), μα­ζεύ­ον­ταν ὅ­λα τά μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας.Περ­νοῦ­σαν ἔ­τσι καί τίς ἄλ­λες βρα­δι­ές, κου­βεν­τι­ά­ζον­τας καί τρώ­γον­τας «εὐ­καρ­πια­κές» λι­χου­δι­ές. Ἄ­γρυ­πνος ἀ­νε­φο­δια­στής πάν­τα, καί τῆς φω­τιᾶς καί τοῦ πο­τοῦ καί τῆς λι­χου­διᾶς, ἡ νοι­κο­κυ­ρά χαι­ρό­ταν νά βλέ­πει τή συγ­κέν­τρω­ση τῶν δι­κῶν της καί ν’ ἀ­κού­ει τό χα­ρού­με­νο «μι­λη­τα­ριό», πού, περ­νών­τας οἱ γι­ορ­τές, θά τό ἔ­χα­νε.
Ἑ­στια­κό ἐ­πί­σης ἔ­θι­μο ἦ­ταν καί τό στό­λι­σμα τοῦ σπι­τιοῦ μέ τήν ἁ­πλή πρα­σι­νά­δα τοῦ λόγ­γου (τή μυρ­τιά ἤ τό σκί­νο, τή δάφ­νη καί τήν κου­μα­ριά), μέ τά πορ­το­κά­λια στά πιά­τα καί στά πα­ρά­θυ­ρα, πού ἀν­τι­κα­τα­στά­της τους σή­με­ρα ἔ­γι­νε τό Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο Δέν­τρο μέ τά στο­λί­δια του.­.. Καί πε­ρί­με­νε ἡ νοι­κο­κυ­ρά τήν ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, γιά νά τε­λέ­σει τό τε­λευ­ταῖ­ο ἑ­στια­κό ἔ­θι­μο, τό ράν­τι­σμα τοῦ σπι­τιοῦ μέ τόν ἁ­για­σμό τοῦ «Ἰ­ορ­δά­νη».
Τά γεύ­μα­τα ἔ­πει­τα, πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ὅ­σο γί­νε­ται, πάν­τα πιό πλού­σια ἀ­πό τίς ἄλ­λες μέ­ρες καί στόν πιό φτω­χό. «Ὅ­πως τρῶ­με σή­με­ρα, νά τρῶ­με ὅ­λο τό χρό­νο». Εἶ­ναι μιά συγ­κι­νη­τι­κή προ­σπά­θεια τῶν ἀν­θρώ­πων νά ἐκ­βιά­σουν τή ζω­ή, νά μήν ἀ­φή­νει πει­να­σμέ­νους στό διά­βα της. Ὄ­χι μό­νο τούς σπι­τι­κούς, ἀλ­λά καί τούς ἄλ­λους. Ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γά­ζουν κι οἱ κοι­νω­νι­κές φρον­τί­δες μας γιά τούς φτω­χούς, ἀ­πό ἐ­δῶ καί ἡ ἐν­το­νό­τε­ρη «φι­λαν­θρω­πι­κή» κί­νη­ση πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἀ­πό πα­λι­ό­τε­ρα τίς Γι­ορ­τές. Ἡ ζε­στα­σιά τῆς ἑ­στί­ας καί τό κα­λό φα­γη­τό δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­φή­σει ξε­χα­σμέ­νο τόν συ­νάν­θρω­πο. Τό τρα­πέ­ζι στό σπί­τι δέν ξε­στρώ­νε­ται, γιά νά τρῶ­νε κι οἱ πε­ρα­στι­κοί. Ἀ­κό­μα καί τά ζῶ­α, εἴ­τε στόν γε­ωρ­γι­κό κάμ­πο, εἴ­τε στό κτη­νο­τρο­φι­κό βου­νό, πρέ­πει νά φᾶ­νε κα­λύ­τε­ρα. Μπο­ρεῖ νά τά ρω­τή­σει ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός ἤ ὁ Ἅ­η – Βα­σί­λης. (Ποι­ά ἑ­ται­ρί­α ζω­ο­φί­λων σκέ­φτη­κε τέ­τοι­α κύ­ρω­ση;­).
Ὅ­λα τά ἔ­χει πά­λι προ­βλέ­ψει καί κα­λο­φρον­τί­σει ἡ νοι­κο­κυ­ρά. Ὅ­σες ἔ­ζη­σαν καί ζοῦν ἀ­κό­μη τή δύ­σκο­λη αὐ­τή φρον­τί­δα τῆς ἑ­τοι­μα­σί­ας τῶν χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων φα­γη­τῶν (ἀ­πό τά χοι­ρο­μα­γει­ρέ­μα­τα ὡς τά ψη­σί­μα­τα τῶν γι­ορ­τό­ψω­μων καί τ’ ἀ­πα­νω­τά γλυ­κού­δια) μπο­ροῦν καί νά κα­μα­ρώ­νουν γιά τόν πα­ρα­δο­σια­κό αὐ­τό κό­πο τους. Με­γά­λη ἀ­μοι­βή τους ἡ ἔκ­δη­λη εὐ­χα­ρί­στη­ση τῶν δι­κῶν τους, πού κα­λο­τρῶ­νε καί κα­λο­κά­θον­ται στό τρα­πέ­ζι. Δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη κα­τα­ξί­ω­ση γιά τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά της κι ὁ τίτ­λος τῆς «ἀρ­χόν­τισ­σας», πού θά τῆς δώ­σουν τά παι­δι­κά κά­λαν­τα.
Ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ φι­λο­ξε­νί­α. Ἀ­πό αὐ­τήν ξε­κι­νᾶ ἡ με­γά­λη φρον­τί­δα γιά τά πολ­λά γλυ­κί­σμα­τα τοῦ Δω­δε­κα­η­μέ­ρου. «Πάν­τα γλυ­κα­σμέ­νοι νά ’­στε!­». Ἁ­πλή εὐ­χή, ἀλ­λά τό­σο ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά τή δύ­σκο­λη ζω­ή μας, μέ τά ἄγ­χη, τίς αὐ­θαι­ρε­σί­ες καί τούς φα­να­τι­σμούς.
Δέν θά ἤ­θε­λα νά θί­ξω κι ἕ­να με­λαγ­χο­λι­κό ἑρ­μή­νευ­μα, πού δί­νε­ται γιά με­ρι­κά ἀ­πό τά μει­λίγ­μα­τα τῶν ἡ­με­ρῶν αὐ­τῶν (τά με­λο­μα­κά­ρο­να, τή βα­σι­λό­πι­τα κ.ἄ.­), ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦν θύ­μη­ση καί προ­σφο­ρά στούς νε­κρούς. Για­τί ὄ­χι; Χρει­α­ζό­μα­στε κι ἐ­κεί­νων τή συμ­πα­ρά­στα­ση καί τήν εὐ­χή, γιά ὅ­σα μᾶς ἀ­νη­συ­χοῦν ἤ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με στή ζω­ή μας.Εἶ­χε καί στόν το­μέ­α αὐ­τό ἡ νοι­κο­κυ­ρά τήν πιό με­γά­λη καί καλ­λι­τε­χνι­κή, θά λέ­γα­με, ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα. Τά σχή­μα­τα, οἱ ποι­ό­τη­τες καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν γλυ­κι­σμά­των τοῦ Δω­δε­κα­η­μέ­ρου μπο­ροῦν νά συν­θέ­σουν ἐν­δι­α­φέ­ρον βι­βλι­α­ρά­κι μέ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό ὀ­νο­μα­το­λό­γιο. Σή­με­ρα τή βο­η­θοῦν ἐ­πί­σης, πο­λύ­μορ­φα καί ἐ­θι­μι­κά, οἱ ἀρ­το­ποι­οί καί οἱ ζα­χα­ρο­πλά­στες. Ὅ­λα τά ἐμ­πο­ρι­κά καί βι­ο­τε­χνι­κά ἐ­παγ­γέλ­μα­τα προ­σαρ­μό­ζον­ται στά ἔ­θι­μα καί μᾶς βο­η­θοῦν.
Με­γέ­θυν­ση λα­ϊ­κῶν ἐ­θί­μων εἶ­ναι κι οἱ φαν­τα­χτε­ροί ἠ­λε­κτρο­φω­τι­σμοί στίς με­γα­λου­πό­λεις, οἱ τε­λε­τές, τά φι­λαν­θρω­πι­κά λα­χεῖ­α, οἱ σω­μα­τεια­κές βα­σι­λό­πι­τες, τά πο­λυ­τε­λῆ δῶ­ρα, ὅ­πως καί ὁ .­.. 13ος μι­σθός. Τό σπί­τι ὅ­μως μέ­νει στήν ἀρ­χι­κή του πα­ρά­δο­ση, μέ ἐ­λά­χι­στες ἐ­ξε­λί­ξεις. Κρα­τεῖ τή χα­ρά τῆς συγ­κέν­τρω­σης, τή ζε­στα­σιά τῆς ἀ­γά­πης, τήν ἀρ­χον­τιά τῆς φι­λό­ξε­νης μορ­φῆς τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ. Καί στήν ἀρ­χον­τιά αὐ­τή, με­γα­λό­πρε­πη καί ἱ­ε­ρα­τι­κή, ὅ­πως εἴ­πα­με, προ­βάλ­λει πάν­τα ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ὑ­πό­στα­ση τῆς Ἑλ­λη­νί­δας Νοι­κο­κυ­ρᾶς.

http://synaxiromion.wordpress.com