Ἄς δοῦμε ποῖος ἦταν ὁ ἀληθινός Ἅγιος Βασίλειος καί τί πρέπει νά ποῦμε στά παιδιά γιά τή σημέρινη βλάσφημη ἀπεικόνισή του.
Α. Ὁ Μέγας Βασίλειος
Ὁ Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ τίτλος Μέγας τοῦ ἀποδόθηκε ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ εἶχε στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του. Ἀπὸ τὰ ἐννέα ἀδέλφια τῆς οἰκογενείας του, οἱ πέντε εἶναι γνωστοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ ἀπολυτίκιό του εἶναι τὸ ἑξῆς: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα (δηλ. ἀνεδείχθης Ἀρχιερέας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κεχρισμένος μέ Αὐτό, γι΄αὐτό καί μετέχεις στό Βασιλικό, στό Προφήτικό καί στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου) πάτερ ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν» . Τὰ τρία σημεῖα, πού θά σχολιάσουμε, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ἕνα: «δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας», τὸ δεύτερο: «τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας» καὶ τὸ τρίτο: «τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας» .
Ὁ Μ. Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ τίτλος Μέγας τοῦ ἀποδόθηκε ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν μεγάλη ἐπιρροὴ ποὺ εἶχε στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του. Ἀπὸ τὰ ἐννέα ἀδέλφια τῆς οἰκογενείας του, οἱ πέντε εἶναι γνωστοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ ἀπολυτίκιό του εἶναι τὸ ἑξῆς: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα (δηλ. ἀνεδείχθης Ἀρχιερέας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κεχρισμένος μέ Αὐτό, γι΄αὐτό καί μετέχεις στό Βασιλικό, στό Προφήτικό καί στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου) πάτερ ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν» . Τὰ τρία σημεῖα, πού θά σχολιάσουμε, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ἕνα: «δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας», τὸ δεύτερο: «τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας» καὶ τὸ τρίτο: «τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας» .


Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφίμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν Εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ’ αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη. 


Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι απλώς ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά είναι το κατ΄ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας μας, είναι το μυστήριο των μυστηρίων. 













Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική,
αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο
επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να
διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να
μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.


Το Άγιον Όρος, την τύχη την αγαθή είχα να το πρωταντικρίσω εγώ πετώντας μ’ ένα «Μιράζ 2000» πάνω απ’ τον Άθω πέρυσι τέτοιες μέρες. Ήταν το δώρο των φρουρών του Αιγαίου, όπως έκτοτε αποκαλώ τους πιλότους της πολεμικής μας αεροπορίας, για τη γιορτή των αρχαγγέλων, τη δική τους, προς μία δημοσιογράφο που επιμένει να μετράει τις αναχαιτίσεις των απέναντι κι όχι τις παραβιάσεις τους…Να βλέπουν μ’ όλα τα κύτταρα του φθαρτού σώματος τους, την προσευχή ως αύρα χαρμολύπης να εγκολπώνεται σκήτες και μοναστήρια, τις κατοικίες των εραστών μιας ταπεινότητας, που αντέχει χίλια χρόνια τώρα να υπερασπίζεται με πίστη κι αγάπη τους πολλούς και άπιστους. 





