Κείμενον
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις
2 Κύριε, εἰς πόσον μέγα καὶ δυσεξαρίθμητον πλῆθος ηὐξήθησαν οἱ ἐχθροὶ ποὺ μὲ θλίβουν! Πολλοὶ ἐπανεστάτησαν κατ’ ἐμοῦ καὶ μὲ πολεμοῦν.
3 Πολλοὶ λέγουν διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ὕπαρξίν μου: Δὲν ὑπάρχει δι’ αὐτὸν σωτηρία, διότι ὁ Θεός του τὸν ἐγκατέλιπε καὶ ματαίως ἐλπίζει εἰς αὐτόν.
4 Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Σὺ θὰ μὲ δοξάσῃς καὶ πάλιν καὶ θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὴν κεφαλήν μου, τὴν ὁποίαν τώρα ἐντροπιασμένος ἔχω σκυμμένην πρὸς τὰ κάτω.
5 Πολλὰς εἰς τὸ παρελθὸν φορὰς μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν ἐφώναξα πρὸς τὸν Κύριον ζητῶν τὴν βοήθειάν του καὶ μὲ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, ὅπου φυλάσσεται ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης του καὶ ἔγινε δι’ αὐτὸ ἅγιον τὸ κατοικητήριόν του.
6 Ὡς ἐκ τούτου καὶ εἰς τὰς δυσκόλους αὐτὰς τοῦ παρόντος στιγμὰς δὲν ἔχασα τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰρήνην μου, ἀλλὰ μολονότι μὲ ἔχουν κυκλώσει τόσοι ἐχθροί, ἐκοιμήθην κατὰ τὴν νύκτα ἥσυχος καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον ἤρεμον καὶ βαθύν. Ἐσηκώθην δὲ τὸ πρωΐ γεμᾶτος θάρρος καὶ ἐλπίδα, διότι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσῃ καὶ θὰ μὲ προστατεύσῃ.
7 Ὄχι· δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη λαοῦ, ποὺ μὲ ἔχουν κυκλώσει, καὶ ἀπὸ πᾶσαν διεύθυνσιν ἐπιτίθενται ὅλοι μαζὶ κατ’ ἐμοῦ.
8 Σήκω ἐπάνω, Κύριε, καὶ σπεῦσον κατὰ τῶν ἐχθρῶν μου. Σῶσε με, ὦ Θεέ μου· διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι Σὺ θὰ πατάξῃς ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν. Σὺ θὰ συντρίψῃς τὰ δόντια τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡς θηρία ἄγρια ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν καὶ μὲ καταφάγουν.
9 Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ μοῦ δοθῇ ἡ σωτηρία, καὶ εἰς ἐκείνους, Κύριε, οἱ ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται καὶ εἶναι ἰδικός σου λαός, θὰ ἔλθῃ ἡ εὐλογία σου.
2 Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ’ ἐμέ·
3 πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα)
4 Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.
5 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ.
6 Ἐγὼ δὲ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. (διάψαλμα)
7 Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτεθεμένων μοι.
8 Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
9 Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.
3 πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα)
4 Σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.
5 Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ.
6 Ἐγὼ δὲ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. (διάψαλμα)
7 Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτεθεμένων μοι.
8 Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.
9 Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις
3 Πολλοὶ λέγουν διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ὕπαρξίν μου: Δὲν ὑπάρχει δι’ αὐτὸν σωτηρία, διότι ὁ Θεός του τὸν ἐγκατέλιπε καὶ ματαίως ἐλπίζει εἰς αὐτόν.
4 Σὺ ὅμως, Κύριε, εἶσαι βοηθός μου καὶ προστάτης μου. Σὺ θὰ μὲ δοξάσῃς καὶ πάλιν καὶ θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὴν κεφαλήν μου, τὴν ὁποίαν τώρα ἐντροπιασμένος ἔχω σκυμμένην πρὸς τὰ κάτω.
5 Πολλὰς εἰς τὸ παρελθὸν φορὰς μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν ἐφώναξα πρὸς τὸν Κύριον ζητῶν τὴν βοήθειάν του καὶ μὲ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, ὅπου φυλάσσεται ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης του καὶ ἔγινε δι’ αὐτὸ ἅγιον τὸ κατοικητήριόν του.
6 Ὡς ἐκ τούτου καὶ εἰς τὰς δυσκόλους αὐτὰς τοῦ παρόντος στιγμὰς δὲν ἔχασα τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰρήνην μου, ἀλλὰ μολονότι μὲ ἔχουν κυκλώσει τόσοι ἐχθροί, ἐκοιμήθην κατὰ τὴν νύκτα ἥσυχος καὶ ἔπεσα εἰς ὕπνον ἤρεμον καὶ βαθύν. Ἐσηκώθην δὲ τὸ πρωΐ γεμᾶτος θάρρος καὶ ἐλπίδα, διότι ὁ Κύριος θὰ μὲ βοηθήσῃ καὶ θὰ μὲ προστατεύσῃ.
7 Ὄχι· δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ ἀναρίθμητα πλήθη λαοῦ, ποὺ μὲ ἔχουν κυκλώσει, καὶ ἀπὸ πᾶσαν διεύθυνσιν ἐπιτίθενται ὅλοι μαζὶ κατ’ ἐμοῦ.
8 Σήκω ἐπάνω, Κύριε, καὶ σπεῦσον κατὰ τῶν ἐχθρῶν μου. Σῶσε με, ὦ Θεέ μου· διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι Σὺ θὰ πατάξῃς ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν. Σὺ θὰ συντρίψῃς τὰ δόντια τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡς θηρία ἄγρια ἔρχονται νὰ μὲ κατασπαράξουν καὶ μὲ καταφάγουν.
9 Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ μοῦ δοθῇ ἡ σωτηρία, καὶ εἰς ἐκείνους, Κύριε, οἱ ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται καὶ εἶναι ἰδικός σου λαός, θὰ ἔλθῃ ἡ εὐλογία σου.