Κείμενον
1 Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
2 Ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων·
6 ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις
1 Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐπῆγε ποτὲ εἰς συνέδριον καὶ σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θὰ ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἰδέας των καὶ τὰ φρονήματά των, καὶ δὲν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θὰ παρεσύρετο ἀπὸ τὰς κακὰς πράξεις καὶ συνηθείας των, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθηνται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μετεδίδετο καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρον καὶ ὀλέθριον μόλυσμά των.
2 Ἀλλ’ ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ.
3 Καὶ θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σὰν τὸ δένδρον, ποὺ ἔχει φυτευθῆ ἐκεῖ ποὺ τρέχουν καὶ χύνονται ἄφθονα νερά, καὶ τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ τὸν καρπόν του εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν καὶ τὰ φύλλα του δὲν θὰ πέσουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀειθαλὲς καὶ πάντοτε καταπράσινον· διότι καὶ αὐτὸς τρεφόμενος καὶ ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας καὶ θείας χάριτος θὰ καρποφορῇ πάντοτε πλούσια ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ μαραίνεται ποτέ· ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ θὰ κάνῃ, ἐπειδὴ θὰ εὐλογῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ αἴσιον πέρας καὶ θὰ στέφεται ὑπὸ ἐπιτυχίας.
4 Δὲν εὐδοκιμοῦν οὕτω πως οἱ ἀσεβεῖς. Ὄχι. Ἀλλὰ σὰν ψιλὸ καὶ τριμμένον ἄχυρον, σὰν χνοῦδι ποὺ τὸ ἁρπάζει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ρίπτει μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, οὕτω θὰ ἐκμηδενισθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ σχέδιά των.
5 Δι’ αὐτὸ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, ἀλλὰ θὰ πέσουν κάτω ἐντροπιασμένοι καὶ συντριμμένοι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ τὴν κρίσιν του. Οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἔνδοξον καὶ μακαρίαν σύναξιν καὶ ὁμήγυριν τῶν δικαίων.
6 Διότι ὁ Κύριος, ποὺ ἠξεύρει καὶ πρὸ τῆς κρίσεως ὅλας τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, παρακολουθεῖ ἀπ’ ἐδῶ μὲ στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν βλέμμα τὴν πορείαν καὶ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν δικαίων, ἐνῷ ὅλα αὐτὰ ποὺ σχεδιάζουν καὶ ἐπιχειροῦν οἱ ἀσεβεῖς θὰ καταλήξουν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν καὶ καταστροφήν.
Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα.
Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη.
Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Ἀθῆναι 2009.
1 Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
2 Ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων·
6 ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις
1 Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐπῆγε ποτὲ εἰς συνέδριον καὶ σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θὰ ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἰδέας των καὶ τὰ φρονήματά των, καὶ δὲν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θὰ παρεσύρετο ἀπὸ τὰς κακὰς πράξεις καὶ συνηθείας των, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθηνται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μετεδίδετο καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρον καὶ ὀλέθριον μόλυσμά των.
2 Ἀλλ’ ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ.
3 Καὶ θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σὰν τὸ δένδρον, ποὺ ἔχει φυτευθῆ ἐκεῖ ποὺ τρέχουν καὶ χύνονται ἄφθονα νερά, καὶ τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ τὸν καρπόν του εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν καὶ τὰ φύλλα του δὲν θὰ πέσουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀειθαλὲς καὶ πάντοτε καταπράσινον· διότι καὶ αὐτὸς τρεφόμενος καὶ ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας καὶ θείας χάριτος θὰ καρποφορῇ πάντοτε πλούσια ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ μαραίνεται ποτέ· ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ θὰ κάνῃ, ἐπειδὴ θὰ εὐλογῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ αἴσιον πέρας καὶ θὰ στέφεται ὑπὸ ἐπιτυχίας.
4 Δὲν εὐδοκιμοῦν οὕτω πως οἱ ἀσεβεῖς. Ὄχι. Ἀλλὰ σὰν ψιλὸ καὶ τριμμένον ἄχυρον, σὰν χνοῦδι ποὺ τὸ ἁρπάζει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ρίπτει μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, οὕτω θὰ ἐκμηδενισθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ σχέδιά των.
5 Δι’ αὐτὸ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, ἀλλὰ θὰ πέσουν κάτω ἐντροπιασμένοι καὶ συντριμμένοι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ τὴν κρίσιν του. Οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἔνδοξον καὶ μακαρίαν σύναξιν καὶ ὁμήγυριν τῶν δικαίων.
2 Ἀλλ’ ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ.
3 Καὶ θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σὰν τὸ δένδρον, ποὺ ἔχει φυτευθῆ ἐκεῖ ποὺ τρέχουν καὶ χύνονται ἄφθονα νερά, καὶ τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ τὸν καρπόν του εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν καὶ τὰ φύλλα του δὲν θὰ πέσουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀειθαλὲς καὶ πάντοτε καταπράσινον· διότι καὶ αὐτὸς τρεφόμενος καὶ ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας καὶ θείας χάριτος θὰ καρποφορῇ πάντοτε πλούσια ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ μαραίνεται ποτέ· ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ θὰ κάνῃ, ἐπειδὴ θὰ εὐλογῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ αἴσιον πέρας καὶ θὰ στέφεται ὑπὸ ἐπιτυχίας.
4 Δὲν εὐδοκιμοῦν οὕτω πως οἱ ἀσεβεῖς. Ὄχι. Ἀλλὰ σὰν ψιλὸ καὶ τριμμένον ἄχυρον, σὰν χνοῦδι ποὺ τὸ ἁρπάζει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ρίπτει μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, οὕτω θὰ ἐκμηδενισθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ σχέδιά των.
5 Δι’ αὐτὸ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, ἀλλὰ θὰ πέσουν κάτω ἐντροπιασμένοι καὶ συντριμμένοι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ τὴν κρίσιν του. Οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἔνδοξον καὶ μακαρίαν σύναξιν καὶ ὁμήγυριν τῶν δικαίων.
6 Διότι ὁ Κύριος, ποὺ ἠξεύρει καὶ πρὸ τῆς κρίσεως ὅλας τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, παρακολουθεῖ ἀπ’ ἐδῶ μὲ στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν βλέμμα τὴν πορείαν καὶ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν δικαίων, ἐνῷ ὅλα αὐτὰ ποὺ σχεδιάζουν καὶ ἐπιχειροῦν οἱ ἀσεβεῖς θὰ καταλήξουν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν καὶ καταστροφήν.
Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα.
Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη.
Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Ἀθῆναι 2009.
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα.
Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη.
Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».
Ἀθῆναι 2009.