Αφιέρωμα στον Άγιο Ιερομάρτυρα Φιλούμενο τον Αγιοταφίτη, του Λυκούργου Μαρκούδη
Αναμφίβολα είναι πολύ συγκινητικό να ξέρεις ότι έζησες την ίδια εποχή με έναν Άγιο.
Άκουγα πάντοτε από μικρός για τον Άγιο του αιώνα μας, τον Άγιο Νεκτάριο και διαβάζοντας μαρτυρίες ανθρώπων που τον πρόλαβαν και τον έζησαν, αναρωτιόμουν πως θα ήταν μία τέτοια μοναδική εμπειρία. Είχαμε την ευλογία τα τελευταία χρόνια να έχουμε στην Ελλάδα πολλούς σύγχρονους γέροντες που με την πίστη και την αγάπη τους στο Θεό προικίστηκαν με πολλά χαρίσματα και όσο ζούσαν ακόμα παρουσίασαν πολλά θαυμαστά σημεία. Αισθάνομαι άπειρη ευγνωμοσύνη που ο Θεός με αξίωσε να συναντήσω μία φορά τον μακαριστό γέροντα Παΐσιο, λίγες φορές από λίγο χρόνο κάθε φορά να δω τον μακαριστό γέροντα Σεραφείμ του Αγίου Σάββα, να αντικρίσω μία φορά χωρίς να το καταλάβω καν τον μακαριστό γέροντα Θεοδόσιο της Βηθανίας…
Από την πρώτη φορά που βρέθηκα το 1989 στα Ιεροσόλυμα έμαθα για τον γέροντα Φιλούμενο (έτσι ακόμα τον αποκαλούσαμε τότε) που μαρτύρησε στο Φρέαρ του Ιακώβ. Διάβασα για το μαρτύριό του και συγκλονίστηκα με το φρικτό του τέλος. Από τότε κάθε φορά που πήγαινα στην Αγία Γη προσπαθούσα να τον επισκεφθώ εκεί που αναπαυόταν: στο ναό της Πατριαρχικής Σχολής της Αγίας Σιών. Πολλές φορές με πολλές ομάδες προσκυνητών πήγαμε εκεί για να τον προσκυνήσουμε και λέγαμε λίγα λόγια για το μαρτύριό του. Δεν είχα όμως ποτέ αναζητήσει στοιχεία περισσότερα για τη ζωή του γέροντα. Ένιωθα τιμή και ευλογία που μπορούσα να προσκυνάω το σκήνωμά του εκεί στη Σιών και αναρωτιόμουν «άραγε θα ανακηρυχθεί Άγιος αυτός ο γέροντας που μαρτύρησε στο Φρέαρ του Ιακώβ;»
Στο προσκύνημα αυτό ήθελα πάρα πολύ να πάω, αλλά λόγω συνθηκών δεν τα είχα καταφέρει (από το 1989 μέχρι το 2009) να πάω ούτε μία φορά. Πότε το πρόγραμμα δεν έβγαινε, πότε οι δρόμοι ήταν κλειστοί, πότε οι αρχές μας απαγόρευαν, πότε το ένα, πότε το άλλο… Μα εκείνο που έλειπε πάντα (και το λέω τώρα μετά βεβαιότητας) ήταν η πίστη. Τα τελευταία χρόνια άρχισα να μαθαίνω κάποια νέα στοιχεία για το γέροντα και χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει από κοντά τον σημερινό ηγούμενο του προσκυνήματος στο Φρέαρ του Ιακώβ, τον αγαπητό μου π. Ιουστίνο, κάναμε πρώτα κάποιες τηλεφωνικές συνεντεύξεις και στη συνέχεια τον φιλοξένησα στο στούντιο για να κάνουμε την πρώτη μεγάλη συνέντευξη και να μιλήσουμε για το προσκύνημα και το γέροντα, για το μαρτυρικό του τέλος αλλά και την ολοζώντανη παρουσία του στον ευλογημένο εκείνο τόπο. Όταν καναμε τις συζητήσεις αυτές, ακόμα δεν είχε μεταφερθεί στον τόπο του μαρτυρίου το σκήνωμά του, ούτε είχε εγκαινιαστεί ο νέος Ναός.
Τον Αύγουστο του 2008 προσκυνήσαμε για τελευταία φορά το σκήνωμα του γέροντα στη Σχολή της Σιών. Στις 29 του μήνα μεταφέρθηκε στην πόλη Νάμπλους, εκεί όπου μαρτύρησε. Τότε δεν ήμουν παρών, ούτε και την επόμενη μέρα που έγιναν τα εγκαίνια της μεγάλης εκκλησίας που σκεπάζει το Φρέαρ του Ιακώβ. Ο Άγιος γέροντας με αξίωσε να βρεθώ για πρώτη φορά στον τόπο εκείνο ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα του 2009. Με φοβία ίσως μέσα μου, με τον έλεγχο που μας έκαναν οι αρχές εκεί, κατεβήκαμε από το ένα πούλμαν και περάσαμε με τα πόδια στο έδαφος της Παλαιστινιακής Αρχής. Όταν λίγο αργότερα βρέθηκα πια μπροστά στο μοναστήρι και είδα το προσκύνημα για πρώτη φορά, συγκλονίστηκα. Προσκύνησα ξανά το σκήνωμα του γέροντα, που τώρα αναπαυόταν στο δεξιό κλίτος της μεγάλης εκκλησίας, κατέβηκα στο Φρέαρ του Ιακώβ να αντλήσω νερό να πιω και είδα τον τόπο που το απόγευμα της 29ης (16ης με το παλαιό ημερολόγιο) Νοεμβρίου του 1979 ο γέροντας Φιλούμενος τελούσε μόνος του την ακολουθία του Εσπερινού.
Ο γέροντας γεννήθηκε στην Κύπρο το 1913. Το κοσμικό του όνομα ήταν Σοφοκλής και ήταν δίδυμος με τον Αλέξανδρο (τον μετέπειτα π. Ελπίδιο). Από μικρά παιδιά και οι δύο επιθύμησαν να αφιερωθούν στο Θεό. Πράγματι σε ηλικία μόλις 14 ετών έφυγαν για το κάστρο του Κυπριακού μοναχισμού, την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Εκεί με αξιοθαύμαστη υπακοή έμειναν 5 χρόνια και το 1934 βρέθηκαν στα Ιεροσόλυμα για να φοιτήσουν στη σχολή του Πατριαρχείου. Η συμπεριφορά τους, ο χαρακτήρας και η καθημερινή τους παρουσία που συνδυαζόταν με ήθος, ζήλο και επιμέλεια, τους μετέτρεψαν σε υπόδειγμα για όλους. Το 1937 τα δίδυμα αδέλφια έγιναν μοναχοί και έλαβαν τα ονόματα Ελπίδιος και Φιλούμενος. Στις 5 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Φιλούμενος χειροτονήθηκε διάκονος και λίγο αργότερα έμεινε για περισσότερο από ένα χρόνο στη Λαύρα του Αγίου Σάββα. Στη συνέχεια διακόνησε στα Πατριαρχικά γραφεία και την 1η Νοεμβρίου 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον Φρικτό Γολγοθά. Ο π. Ελπίδιος διακόνησε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, στην Ελλάδα και παρέμεινε και στο Άγιο Όρος. Ο π. Φιλούμενος όμως δεν έφυγε ποτέ από τα Ιεροσόλυμα και δεν δέχτηκε να πάει στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσει, μολονότι δεν σταμάτησε ποτέ να μελετάει τα θεολογικά και να εμβαθύνει στα μυστήρια της πίστεως.
Συνέχισε την προσφορά του στην αγιοταφική αδελφότητα πηγαίνοντας πρόθυμα όπου όριζε το Πατριαρχείο: φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο, ηγούμενος στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη για έξι χρόνια, διευθυντής του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγούμενος στη μονή του Αρχαγγέλου και τυπικάρης στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Παντού, όπου κι αν διακόνησε η αγάπη του για τις ακολουθίες αλλά και η πραγματική φροντίδα του για όλους τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό. Απλός και συμπονετικός. Συγκαταβατικός με τους άλλους και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν παρέλειψε ποτέ τα μοναχικά του καθήκοντα και τον προσωπικό του κανόνα. Ακολούθησε η ηγουμενία του στη μονή της Μεταμορφώσεως στη Ραμάλλα, όπου το αραβόφωνο ορθόδοξο ποίμνιο (όπως και στην Ιόππη νωρίτερα) τον αγάπησε για την απλότητα και την διάθεση προσφοράς που τον διέκρινε. Απέκτησε φήμη εξαιρετικού πνευματικού καθοδηγητή και συμπαραστάτη και τον ευλαβούνταν όλοι, ακόμα και οι αλλόθρησκοι. Υπηρέτησε ακόμα στις μονές του Αγίου Θεοδοσίου και του Προφήτου Ηλιού και στις 8 Μαΐου 1979 μετατέθηκε στο προσκύνημα του Φρέατος του Ιακώβ, όπου συνέχισε την παρουσία του και την πνευματική του πορεία αθόρυβα και ταπεινά. Όσοι όμως τον ήξεραν τον ευλαβούνταν γιατί αναγνώριζαν πως ζούσε σαν άγιος. Στο τελευταίο του διακόνημα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες, αφού συχνά τον επισκέπτονταν φανατισμένοι Ιουδαίοι που απαιτούσαν να αποσύρει τις εικόνες από το υπόγειο παρεκκλήσιο γιατί ο τόπος εκείνος ήταν δικός τους, του γενάρχη τους δηλαδή του Ιακώβ. Ο γέροντας, με την πραότητα και την ταπείνωση που τον διέκρινε προσπαθούσε να μην τους προκαλεί, αλλά ταυτόχρονα ούτε υποχωρούσε ούτε φοβόταν τις απειλές τους. Μία από τις φράσεις που είπε στην τελευταία επίσκεψη του στην Ιερουσαλήμ, λίγο πριν το τέλος του, ήταν «ένα μαρτύριο θα μας σώσει» και πράγματι αυτός ο λόγος επαληθεύθηκε.
Το απόγευμα λοιπόν της 29ης Νοεμβρίου 1979, «άγνωστοι» εισήλθαν στο χώρο του προσκυνήματος, όπου ο γέροντας Φιλούμενος τελούσε μόνος του τον Εσπερινό. Είχε κακοκαιρία και κανείς από την περιοχή δεν μπόρεσε να καταλάβει το παραμικρό. Εκεί λοιπόν, δίπλα στο Φρέαρ οι φανατισμένοι επιτέθηκαν στο γέροντα με τσεκούρι: τον χτύπησαν στο πρόσωπο, του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, τη σιαγόνα, έβγαλαν τα μάτια του, τον κακοποίησαν άγρια με πολλά χτυπήματα… Βεβήλωσαν την εκκλησία, την Αγία Τράπεζα, το Αρτοφόριο, έσπασαν τον Εσταυρωμένο και φεύγοντας από το χώρο έριξαν και μία χειροβομβίδα για να αποτελειώσουν το ανόσιο έργο τους. Αυτό ήταν το μαρτύριο του γέροντα Φιλουμένου…
Είχαν περάσει 29 χρόνια από τότε όταν για πρώτη φορά εκείνη την Κυριακή κατέβηκα στο υπόγειο παρεκκλήσιο. Εκεί που σώζεται μέχρι σήμερα το πηγάδι που άνοιξε ο Πατριάρχης Ιακώβ, ο γιος του Ισαάκ. Εκεί όπου ο Χριστός μας είχε τη συνάντηση και τον περίφημο διάλογο με τη Σαμαρειτιδά. Εκεί όπου μαρτύρησε ο Άγιος Φιλούμενος. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Εκεί τον έσφαξαν την ώρα του Εσπερινού οι φανατισμένοι... Μα δεν λυπόμουν. Αντίθετα χαιρόμουν. Ήμουν σίγουρος πως ο άγιος γέροντας ήταν ακόμα εκεί παρών!
Από εκείνη την Κυριακή του Πάσχα βρέθηκα στο Φρέαρ του Ιακώβ αρκετές φορές και ένιωθα σαν να πηγαίνω στο σπίτι ενός δικού μου αγαπημένου προσώπου. Τι παράξενο συναίσθημα πραγματικά. Και πόσο πιο παράξενα και απερίγραπτα ήταν τα συναισθήματα όταν βρέθηκα εκεί στις 29 Νοεμβρίου 2009. Ήταν η μέρα που συμπληρώνονταν 30 χρόνια από το μαρτύριο του γέροντα. Τότε, το 1979, ήταν ολομόναχος και οι ανόσιοι «επισκέπτες» του, τον άφησαν αιμόφυρτο. Τώρα, το 2009, υπήρχαν εκατοντάδες πιστοί από την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Ρωσία και τις αραβικές περιοχές και όλοι αυτοί οι επισκέπτες τον στόλιζαν με λουλούδια, ικεσίες και τάματα. Εκείνη την μέρα, 30 χρόνια μετά το μαρτύριό του, εκεί που τότε υπήρχε μόνο το υπόγειο παρεκκλήσιο και ο ημιτελής χορταριασμένος ναός της Αγίας Φωτεινής, μέσα στον περικαλλή Ναό της Ισαποστόλου και δίπλα στο σκήνωμα του Αγίου, διαβαζόταν η συνοδική απόφαση της κατατάξεως του γέροντος Φιλουμένου του Αγιοταφίτου στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι ολοκληρώθηκε η λαμπρή εκείνη Πατριαρχική και πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία και ακολούθησε η λιτάνευση γύρω από την εκκλησία του αίματος του Αγίου.
Ναι, ο γέροντας που προσκυνούσαμε στη Σιών, είναι πια επισήμως και κανονικώς Άγιος της Εκκλησίας μας. Εγώ νιώθω ευλογία και τιμή που μπόρεσα να βρεθώ εκεί την ημέρα της Αγιοκατάταξής του. Δεν τον γνώρισα εν ζωή, αλλά τον γνωρίζω πλέον ζώντα πρεσβευτή μας στο θρόνο του Κυρίου. Άγιος από τις πρώτες μέρες τις ζωής του, Άγιος και μέχρι το μαρτυρικό του τέλος. Ακούγονται και πολλά θαύματά του και παίρνω κουράγιο… Κλέβω κουράγιο από τα δικό του αστείρευτο ταμείο.
Δεν ξέρω αν μπορεί σε λέξεις να αποδοθεί το μεγαλείο ενός Αγίου και Μάρτυρα. Ούτως ή άλλως η δική μας παρουσία είναι ως μη ούσα μπροστά στον Άγιό μας.
Δοξάζω όμως το Θεό που μου χάρισε αυτές τις στιγμές και την γνωριμία μου με τον Άγιό Του. Έτσι το νιώθω. Σα γνωριμία με τον Άγιο γέροντα Φιλούμενο τον ιερομάρτυρα.
Λυκούργος Μαρκούδης, 25 Νοεμβρίου 2010