(Απομαγνητοφωνηένη
ομιλία Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, που έγινε στο Πανεπιστήμιο
Κύπρου)
...θα προσπαθήσουμε,
παιδιά, να έχουμε μία σειρά, έτσι, ομιλιών σαν μια βάση για να μπορέσουμε να
προχωρήσουμε στην αληθινή γνώση της πνευματικής ζωής, διότι οι Πατέρες της
Εκκλησίας μας έδιναν πολλήν βάσιν και πολλήν έτσι προσοχή, ώστε ο άνθρωπος από
την αρχή, που θα ξεκινήσει για την πνευματική ζωήν, να βάλει πολύ σωστά τα
πράγματα μέσα του. Διότι η πνευματική ζωή, η εν Χριστώ ζωή, έχει πολύ λεπτότητα
και πολύ ακρίβεια· είναι π.χ., όπως, ας πούμε, μία χημική εξίσωσις, στην οποία
πρέπει τα στοιχεία να μπουν με πολύ σωστό τρόπο, διότι αν δεν τοποθετηθούν σωστά
θα έχουμε λάθος αποτελέσματα και καμιά φορά αυτά τα αποτελέσματα είναι πολύ
οδυνηρά, κυρίως στον πνευματικό χώρο, στην πνευματική πορεία μας.
Έτσι έδιναν πολύ προσοχή,
ώστε από την αρχή, που θ’ αρχίσει ο άνθρωπος, να λάβει σωστές γνώσεις, την
σωστήν γνώσιν. Γι’ αυτό κι εγώ εθεώρησα καλόν ν’ αρχίσουμε να μιλούμε από την
πρώτην βάσιν· από την βάσιν αυτήν της γνώσεως του ανθρώπου. Οι Άγιοι Πατέρες, αν
και ήσαν άνθρωποι πνευματικοί και θεολόγοι, με την έννοιαν όχι των σημερινών,
που σπουδάζουμε στα Πανεπιστήμια και πιάνουμε ένα χαρτί που λέει «θεολόγοι»,
αλλά ήταν Θεολόγοι άνθρωποι, οι οποίοι ομιλούσαν με τον Θεόν και μιλούσαν περί
του Θεού από την εμπειρίαν τους, έγραψαν λόγους και έργα περί του ανθρώπου.
Ακόμα δε, ξέρετε ότι και η Αγία Γραφή, η Παλαιά Διαθήκη αρχίζει τον λόγον της
προς τους ανθρώπους με το να ομιλεί περί της κτίσεως του κόσμου και της κτίσεως
του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν κι εγώ σήμερα θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα γι’
αυτό το μεγάλο γεγονός, για να καταλάβουμε το πόσην σημασίαν έχει να είναι
κανείς άνθρωπος και πόσην σημασίαν έχει το ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος και έδωσε
σε μας την δυνατότητα να γίνουμε Θεοί. Γι’ αυτό λοιπόν θα πω μερικά πράγματα,
που ασφαλώς τα ξέρετε από τα σχολεία, από τα παιδικά χρόνια, αλλά είναι
απαραίτητα για να μπορέσουμε, πάνω σ’ αυτά, να οικοδομήσουμε το υπόλοιπο
οικοδόμημα, που με την Χάριν του Θεού θα προσπαθήσουμε να
επιτύχουμε.
Είναι γνωστό σ’ όλους μας
ότι λέμε εις την Εκκλησίαν ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος για να θεώσει τον
άνθρωπον. Εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, δηλαδή οι άνθρωποι μετά την πτώσιν του
πρώτου Αδάμ, του πρώτου ανθρώπου, δεν γνωρίζομε πώς ο άνθρωπος βγήκε από τα
χέρια του Θεού. Ξέρουμε, βέβαια, από την Αγία Γραφή ότι ο Θεός έκανεν τον
άνθρωπον κατ’ εικόναν Του και καθ’ ομοίωσιν Του. Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα
βιβλίον επιστημονικόν ούτε βιβλίον ανθρωπολογίας ούτε γεωγραφίας ούτε
αστρονομίας ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά. Και είναι γελοίοι φόβοι, αυτοί οι οποίοι
παρουσιάζονται κατά καιρούς, οι οποίοι φοβούνται μήπως, ας πούμε, εάν τυχόν
βρεθούν απολιθώματα ή αν τυχόν βρεθούν, ξέρω ‘γω, αστροναύτες, οι οποίοι θα
ανακαλύψουν άλλες ζωές στους άλλους πλανήτες, τότε τι θα πάθει η Εκκλησία
δηλαδή, και τι θα πάθει η Αγία Γραφή· τρόπον τινά κινδυνεύει να καταρρεύσει! Δεν
υπάρχει κανένας τέτοιος κίνδυνος, διότι η Αγία Γραφή ομίλησε περί άλλου
γεγονότος. Το γεγονός, το οποίον αφορά εμάς, τους Χριστιανούς, είναι ότι ο Θεός
εκ του μη όντως, εκ του μηδενός, από άπειρην αγάπην κινούμενος, εδημιούργησεν
τον άνθρωπον. Εδημιούργησεν τον άνθρωπον κατ’ εικόνα δική Του και καθ’ ομοίωσίν
Του. Δηλαδή, του έδωσε την εικόναν Του, όλα τα χαρίσματα που έχει Αυτός, δηλαδή
τρόπον τινά έκανε ένα αντίτυπο του εαυτού Του, μίαν φωτογραφία του εαυτού Του,
αυτό σημαίνει «κατ’ εικόνα»· όσα έχει ο Θεός στην φύσιν Του, τα έδωσε ως δώρα,
ως δωρεά, χάρη σε μας και έτσι δεικνύει, δηλαδή, την μεγάλην αξίαν του ανθρώπου,
διότι ο άνθρωπος είναι βασιλιάς όλης της Κτίσεως, είναι το κέντρον ολοκλήρου της
Δημιουργίας.
Γνωρίζομεν από την
Αποκάλυψιν ότι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος είχεν ως κύριον έργον εις τον
Παράδεισον, εις αυτόν τον χώρον που ο Θεός τον έβαλε, ελειτουργούσαν όλες οι
δυνάμεις μέσα του φυσιολογικά. Κι έτσι ολόκληρη η αγάπη του, ολόκληρη η επιθυμία
του, ολόκληρος ο νους του, η καρδία του, η ισχύς του, η δύναμίς του
ελειτουργούσαν προς τον Θεόν και διά του Θεού εις την Κτίσιν. Αγκάλιαζε την
Κτίσιν ολόκληρην με φυσικόν τρόπον ο Αδάμ, διότι ολόκληρες οι δυνάμεις του ήσαν
ενοποιημένες, δεν είχεν ακόμη διασπασθεί η προσωπικότητά του. Ξέρομεν ότι μετά
την παράβασιν της εντολής του Θεού, αμέσως διεκόπηκε η κοινωνία με τον Θεόν,
διασπάστηκε η προσωπικότητα κι έτσι έχομεν πλέον την εισβολήν, μέσα στον
άνθρωπον, των παθών και της αμαρτίας.
Η αμαρτία και τα πάθη δεν
είναι τίποτ’ άλλο παρά διαστροφές των ανθρωπίνων κατά φύσιν ενεργειών, αυτών
δηλαδή των δωρεών που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπον. Δηλαδή ο Θεός έδωσε στον
άνθρωπο την αγάπην, αφού Αυτός είναι αγάπη, και διεστράφη η αγάπη κι έγινε
μίσος· από ανιδιοτελής αγάπη έγινε ιδιοτελής αγάπη. Ο Θεός έδωσε στο νου του
ανθρώπου ως έργον την αδιάλειπτον προσευχήν· η αδιάλειπτος προσευχή δεν είναι
τίποτ’ άλλο παρά η συνεχής θεωρία του Θεού. Κι όμως με την πτώσιν εσταμάτησε
αυτό το έργον και ο νους εστράφηκεν εις την ύλη, εστράφηκεν εις τον κόσμον, εις
την κτίσιν και ελάτρευσεν την κτίσιν αντί τον Κτίστην. Κι έτσι έχουμε τα
γεννήματα της ειδωλολατρίας, η οποία βέβαια δεν ήταν μόνον προ Χριστού αλλά
συνεχίζει μέχρι σήμερα με διαφορετικές φάσεις και με διαφορετικά ενδύματα.
Έχομεν την πορείαν του
ανθρώπου μέσα στους αιώνες, έχομεν την αποκάλυψιν του Θεού εις τον εκλεκτόν λαόν
του Ισραήλ και εν συνεχεία την εισβολήν του Θεού εις τον κόσμον, την σάρκωση του
Θείου Λόγου. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμον όχι για να μας δώσει το Ευαγγέλιο ως
σύνολον αληθειών· το Ευαγγέλιον δεν είναι ένα βιβλίο, όπως το Κοράνι, το οποίο
έπεσε από τον ουρανό και λέει μέσα φιλοσοφίες, οι οποίες είναι έτσι αφ’ εαυτού
τους στηριγμένες για ν’ αποτελούν έναν νόμο κι έναν κώδικα στους ανθρώπους.
Το Ευαγγέλιο δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εμπειρία των Αποστόλων, που
ζούσαν μαζί με τον Χριστό.
Ο Χριστός ήρθε στον κόσμον
όχι για να μας αποκαλύψει ιδέες ή για να μας δώσει μια φιλοσοφία ή μερικές
αρχές, αλλά ήρθε στον κόσμο για να μας δώσει τον εαυτόν Του, ο οποίος
δίδεται εις τον κόσμον καθημερινώς, εις την Εκκλησίαν, εις την Θείαν
Ευχαριστίαν. Αυτό ήταν το νόημα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Και
δίδοντας τον εαυτόν Του στον κόσμο, ταυτόχρονα ανέλαβεν τον κόσμον επάνω Του·
έγινεν άνθρωπος, εθέωσεν την ανθρώπινην φύσιν την δικήν Του, την ανέλαβεν εις
τον ουρανόν, την εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού Πατρός και εν συνεχεία μας έδειξεν
ότι και σε μας πλέον ανήκει αυτός ο δρόμος και αυτή η θέσις, της δόξας του
ανθρωπίνου σώματος, του ανθρώπου στο σύνολόν του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι
μόνον ψυχή ή μόνον μία ηθικολογία, αλλά συνολικά άνθρωπος σ’ όλο του το είναι.
Αναλαμβανόμενος ο Θεός εις τον ουρανόν άφησε στον άνθρωπον την Εκκλησία κι η
Εκκλησία είναι, ακριβώς, ο πνευματικός χώρος, εις τον οποίον παραδόθηκε από
γενεά σε γενεά, ως εμπειρία πλέον, η γνώσις του Θεού, του αληθινού Θεού. Έτσι η
Εκκλησία μας, από τότε που ήρθε ο Χριστός, από την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε
σαν παρακαταθήκη, σαν θησαυρόν, σαν δώρον, σαν κληρονομιά, αυτήν την Χάριν του
Αγίου Πνεύματος· κι αυτήν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος δίδει από γενεά σε γενεά
εις τους ανθρώπους, οι οποίοι ακολουθούν αυτήν την μέθοδον της Εκκλησίας, την
μέθοδον των Αποστόλων· κι έτσι έχομε μέσα σ’ αυτήν την πορεία το σύνολο των
Αγίων, οι οποίοι είναι η επαλήθευσις του Λόγου του Θεού, η επαλήθευσις του
Ευαγγελίου.
Πολλές φορές διερωτώμαστε
όλοι, κι ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, για το γεγονός της υπάρξεως της αμαρτίας
και γιατί μια πράξις είναι αμαρτία και τι σημαίνει αμαρτία. Αυτό έχει μεγάλη
σημασία για το θέμα μας, για τον άνθρωπο. Διότι, όπως είπαμε προηγουμένως, εμείς
δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος, δεν είδαμεν τον πρώτον
άνθρωπον· ξέρουμε τον σημερινόν άνθρωπον, τον εαυτόν μας, τους γύρω μας, οι
οποίοι, μπορούμε να πούμε, κανείς από μας δεν είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, ο
κατά φύσιν άνθρωπος. Έχουμε δηλαδή τον άνθρωπον που έπλασε ο Θεός, τον Αδάμ, ο
οποίος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος· έχουμε μετά την πτώσιν τον άνθρωπο, που
είμαστε εμείς, που γνωρίζουμε, ο οποίος είναι ο παρά την φύσιν άνθρωπος, ο
υπάνθρωπος ας τον πούμε· κι έτσι έχουμε, μετά την σάρκωση του Χριστού, τον νέον
Αδάμ, ο οποίος είναι ο Θεάνθρωπος. Έχουμε τον άνθρωπον, τον υπάνθρωπον και τον
Θεάνθρωπον.
Τώρα, η Εκκλησία καλεί
όλους μας, ο Χριστός, να προχωρήσουμε, να αναλάβουμε, να βρούμε τον εαυτόν μας,
να βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας. Αυτή η εύρεσις του πραγματικού εαυτού δεν
είναι τίποτ’ άλλο παρά μια πορεία επιστροφής προς τα πίσω· δηλαδή να
επιστρέψουμε εις την κατά φύσιν δημιουργία μας, εκεί όπου όπως ο Θεός μάς
έπλασε, και εν συνεχεία, αφού εργαστούμε αυτόν τον χώρο, αυτήν την θέση, να
υπερβούμεν ακόμα κι αυτήν την θέση και να ανέβουμεν εις την υπερφυσικήν
κατάσταση, η οποία είναι η θέωσις. Και αυτό δεν είναι ηθικολογία ούτε φιλοσοφία,
αλλά είναι εμπειρία· και δόξα τω Θεώ εις την Εκκλησία μας, μέχρι σήμερα,
υπάρχουν άνθρωποι και θα υπάρχουν άνθρωποι πάντοτε, οι οποίοι έφτασαν σ’ αυτήν
την κατάσταση της θεώσεως και σ’ αυτήν την κατάσταση λειτουργούν πλέον όλες οι
ενέργειες, τις οποίες έδωσεν ο Θεός σε μας, εις την ώραν της δημιουργίας μας και
αποδεικνύουν, ανά πάσαν στιγμήν, ότι αυτά, τα οποία ο Χριστός εφανέρωσε στον
κόσμον, είναι πραγματικότητες κι αλήθεια.
Εάν θέλαμε σήμερα να
κατατάξουμε την Θεολογία, την Εκκλησία, στο Πανεπιστήμιο ας το πούμε, στο χώρο
του Πανεπιστημίου, θα ήταν μεγάλο λάθος εάν την κατατάσσαμε όπως κατατάχθηκε,
δυστυχώς, εις τον χώρον, ας πούμε, της Φιλοσοφικής Σχολής ή της Νομικής Σχολής ή
της Ψυχολογικής Σχολής ή των Κοινωνιολογικών Επιστημών κτλ. Το ότι εις
τον Ελλαδικόν χώρον η Θεολογική Σχολή κατατάχθηκε εις τις Θεωρητικές Επιστήμες
είναι αποτέλεσμα, ακριβώς, μιας λανθασμένης νοοτροπίας, μιας δυτικής επίδρασης,
κατά την οποίαν η Θεολογία, η εμπειρία του Θεού, ήταν θέμα γνωσιολογικόν, οπόταν
ήταν φιλοσοφία κι ήταν νοησιαρχία. Σήμερα ένας Ορθόδοξος, ένας Άγιος,
θα κατέτασσεν άνετα την Εκκλησίαν εις την Ιατρικήν Σχολήν,
διότι η Εκκλησία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας πνευματικός χώρος, όπου
θεραπεύεται ο πνευματικά άρρωστος άνθρωπος. Και δεν τον θεραπεύει ως διά μαγείας
ούτε τον θεραπεύει με ευχές, αλλά τον θεραπεύει με συγκεκριμένην
μέθοδον, η οποία μέθοδος έχει πειραματισθεί επί των Αγίων, έχει
αποδείξει την αλήθειαν της μεθόδου, έχει καταντήσει σε αξίωμα και έχει αναχθεί
πλέον εις επιστημονικήν οδόν, διότι χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, διά της
μεθόδου αυτής, βρήκαν την πνευματικήν υγείαν και την πνευματικήν ισορροπίαν, η
οποία δεν είναι τίποτ’ άλλον παρά η επιστροφή του ανθρώπου εις τον χώρον, εις
τον τρόπον, εις το αξίωμα της πρώτης δημιουργίας του από τον Θεόν και εν
συνεχεία της αναβάσεώς του εις την κατάστασιν της θεώσεως.
Ήθελα να σας πω, παιδιά,
ότι αν θέλετε εν τω μεταξύ να ρωτάτε κάτι, να κάμνω έτσι μικρά διαλείμματα να
ρωτάτε, για να μην προχωρώ κι εγώ και γίνεται μονόλογος στο τέλος· γιατί νομίζω
ότι περισσότερη σημασία έχει να μιλούμεν, να διαλεγόμεθα, παρά να αναγκάζομαι
εγώ να λέω συνέχεια πράγματα από το δικό μου το μυαλό. Έτσι, αν θέλετε κάτι να
ρωτήσετε… Μέχρι σ’ αυτά που είπαμε; Τέλος πάντων· ίσως να ντρέπεστε κιόλας!
Φανταστείτε εγώ, που δεν ντρέπομαι και σας κάνω και το δάσκαλο! Καλά,
προχωρούμε.
Είπαμε, λοιπόν, ότι η
Εκκλησία κατατάσσεται, υπό Ορθόδοξον άποψη, εις τον χώρον της Ιατρικής, διότι
πράγματι πρόκειται περί ιατρείας και σ’ αυτό το νοσοκομείον, το πνευματικόν, ο
ιατρός δεν είναι άνθρωπος αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος λειτουργεί,
διακονεί τους ασθενείς ανθρώπους διά των Αγίων του, οι οποίοι έχουν εμπειρία
αυτής της θεραπευτικής οδού. Από τη μικρή μου πείρα, την προσωπική μου, ως
ασθενής άνθρωπος και από την πείρα μου ως ιερέας, μοναχός, μπορώ να πω ότι
πράγματι είναι γεγονός ότι συναντούμε καθημερινά ολόκληρην αυτήν την τραγωδίαν
της διασπάσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας και ανακαλύπτομεν ότι η αμαρτία
είναι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου. Λέω καμιά φορά και στον εαυτό μου και
σ’ άλλους ανθρώπους ότι θα ήταν, ας πούμε, ας το πούμε έτσι, ευχής έργο η
αμαρτία να εθεράπευεν τον άνθρωπον· και σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι θα ήταν
όλοι υγιείς ή τουλάχιστον ευτυχισμένοι. Διότι σήμερα εκαταργήθηκεν αυτή η έννοια
και εθεοποιήθηκεν η αμαρτία και άρα, λοιπόν, εάν κάνεις, ξέρω ‘γω, πράγματα τα
οποία είναι παραβάσεις της κατά φύσιν δημιουργίας σου θεωρούνται φυσιολογικά·
ενώ αν αντιστρατευθείς θεωρείται αυτό ότι είναι παρά φύσιν και ότι πρέπει να
‘σαι άρρωστος για να μην κάνεις αυτά που κάνουν όλοι! Όμως το παράδοξον είναι
ότι όσο απελευθερώνεται ο άνθρωπος, όσο επιτελεί αυτά, τα οποία εθεωρούντο ή
θεωρούνται αμαρτίες, περισσότερο εμπλέκεται σε μιαν άρρωστον κατάστασιν, ο
οποίος δεν μπορεί να βγει από μέσα. Και τελικά, εάν η ψυχή του παραμείνει
ζωντανή, τότε θα γευθεί πολύ πικρά αυτόν τον δρόμον, στον οποίον μπήκε μέσα, και
μετά πολλών δακρύων.
Είδα εκατοντάδες ανθρώπους
να κλαίουν με μαύρα δάκρυα για τους καρπούς της αμαρτίας· δεν είδα κανέναν
άνθρωπον να κλάψει γιατί ακολούθησε το δρόμον της εμπειρίας των αγίων. Αντίθετα,
ενώ εις τα μάτια του κόσμου εφαίνοντο δυστυχισμένοι όμως αυτοί, η καρδία τους
ήταν γεμάτη με ουράνια χαρά και, πώς να πούμε, ανέκφραστη μακαριότητα, την
οποίαν ευχόμαστε πολλές φορές έστω ψήγματα να είχαν οι άνθρωποι για να
καταλάβουν πού τελικά ευρίσκεται αυτή η ευτυχία, την οποίαν ψάχνουν.
Επειδή είπαμε για την
αμαρτία και τις συνέπειές της, θα πούμε και λίγα λόγια για το τι σημαίνει
αμαρτία. Αφού λοιπόν ξέρομεν ότι τελικά ευρισκόμαστε στην κατάσταση της πτώσεως,
του υπανθρώπου, του διασπασμένου ανθρώπου, του διασκορπισμένου, του ανθρώπου ο
οποίος παρουσιάζει μέσα του πολλούς εαυτούς και πολλές θελήσεις και πολλές
ενέργειες και ποικιλία νοοτροπίας, διερωτόμαστε, γιατί λοιπόν μια πράξις να
είναι αμαρτία; Και λένε πολλά παιδιά, ας πούμε, γιατί πάτερ αυτόν το πράγμα, που
είναι τόσον ωραίον, μας ευχαριστεί, είναι στα μάτια μας τόσον, ας πούμε έτσι,
λαμπερό, δηλαδή όπως τα ωραία ρούχα μες στις βιτρίνες, η Εκκλησία να έρχεται να
μας απαγορεύει να το δοκιμάσουμε, μας απαγορεύει να το χαρούμε; Είναι η Εκκλησία
τόσο σκληρή; Δηλαδή εμφανίζεται στα μάτια των ανθρώπων σαν μια κακή μάγισσα, η
οποία, ας πούμε, δεν αφήνει τα μικρά παιδιά της να γευθούν και να χαρούν τη ζωήν
τους; Γιατί έτσι της κατέβηκε της Εκκλησίας να πει έτσι, ξέρω ‘γω, αυτές οι
πράξεις είναι αμαρτία; Ή μήπως ο Θεός εκάθισε και σκέφτηκε, εκεί στον Ουρανόν
που είναι, και είπεν, ας πούμε, να βγάλω μερικές πράξεις σαν αμαρτίες για να
τυραννώ τους ανθρώπους; Αυτές οι αντιλήψεις εδόθησαν εις τον Μεσσαίωναν εις την
Δύσιν· και εν μέρει ευρίσκονται και στον μουσουλμανισμό. Και έτσι εισχώρησαν, ας
πούμε, και στον λαό μας. Εις την Ορθόδοξόν μας Παράδοσιν ουδέποτε υπήρχε αυτή η
αντίληψις. Η αμαρτία είναι αμαρτία ως συγκεκριμένες πράξεις διότι δεν
είναι μες στην φύσιν του ανθρώπου. Διότι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ,
ευρισκόμενος εις τον Παράδεισον, ευρισκόμενος εις την κατά φύσιν δημιουργίαν
του, δεν έπραττε αυτά τα πράγματα, δεν λειτουργούσε κατ’ αυτόν τον
τρόπον. Οπόταν η αμαρτία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά τα συμπτώματα και η ίδια η
αρρώστια. Κι οι εντολές του Θεού, το να μην πεις ψέματα, να μην
κλέψεις, να μη σκοτώσεις, να μην επιθυμήσεις, να μην κάνεις, ας πούμε, σαρκικές
αμαρτίες, αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά τα αντίδοτα και παρά η
θεραπευτική αγωγή, η οποία δίδεται ώστε ο άνθρωπος να αποβάλλει από μέσα του
αυτό το δηλητήριο της ασθένειας και να μπορέσει να λειτουργήσει κατά
φύσιν. Κι έτσι με πολλήν φιλανθρωπίαν και με πολλήν αγάπην ο Θεός
εντόπισε την αμαρτία, για να μας ευκολύνει. Κατ’ ακρίβεια, ο Θεός δεν έπρεπε να
μας δώσει εντολές· είναι προσβολή στην ανθρώπινη φύση οι εντολές. Γι’
αυτό και όταν ο άνθρωπος υπερβεί, φύγει από την κατάσταση του δούλου, τότε
καταργούνται και οι εντολές, διότι, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, δικαίω νόμος
ου κείται (Α’ Τιμοθ., 1, 9), στον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος,
διότι πλέον ο δίκαιος λειτουργεί φυσιολογικά. Δε χρειάζεται να
του πει ο Θεός, δηλαδή, να μην κλέβει, να μη λέει ψέματα, να μην αμαρτάνει·
διότι η φύσις του πλέον λειτουργεί αρμονικά και αυτή η ενάρετος ζωή είναι πλέον
φύσις γι’ αυτόν και δεν χρειάζονται οι εντολές. Μένει μόνον, τρία πράγματα:
η Πίστις εις τον Θεόν, η οποία Πίστις δεν είναι θεωρία, δεν είναι
φιλοσοφία, ας πούμε, γιατί είναι θεωρία –από το ρήμα θεωρώ=βλέπω- είναι όρασις
του Θεού, είναι εμπειρία του Θεού· μένει η Ελπίς εις την έλευσιν του Χριστού και
στην είσοδον του ανθρώπου εις την βασιλείαν του Θεού και μείζον πάντων η Αγάπη,
δηλαδή η ένωσις, αυτή η ερωτική ένωσις του ανθρώπου μετά του Θεού και κατά την
οποίαν ο άνθρωπος θεούται και ταυτόχρονα αγκαλιάζει, κατά τρόπον απόλυτον,
ολόκληρον την δημιουργία σε σχέσιν αγάπης, σε σωστήν σχέσιν ως άνθρωπος υγιής
και θεραπευμένος από την αμαρτίαν.
Θέλετε να πούμε τίποτα;
Ναι. (δεν ακούγεται η ερώτηση). Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος ζει μίαν τραγωδία
μέσα του και είναι τραγωδία της διασπασμένης προσωπικότητάς του. Βλέπετε, ο
άνθρωπος έχει, όπως είπαμε προηγουμένως, αποφασίζει, ας πούμε, να κάνει ένα
έργον αγαθόν· σε λίγο όμως πιεζόμενος από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες
κάνει άλλα πράγματα απ’ ότι θέλει, τον πιάνουν οι τύψεις, οι ενοχές.
Δημιουργείται μέσα του, τρόπον τινά, μία διάσπασις· άλλα θέλει κι άλλα κάνει.
Είναι τα συμπτώματα της αρρώστιας, της ασθενείας. Όμως πρέπει να μάθομεν
ότι η σχέσις μας με τον Θεόν δεν είναι σχέσις αναμαρτησίας, δηλαδή δεν είναι ότι
εμείς θα καταστούμε από την πρώτη στιγμή αναμάρτητα όντα και ηθικές
προσωπικότητες τέλειες, ώστε απ’ αυτά να βγαίνει μία χαρά, η οποία έχει ως βάση
τον εγωισμόν και την οίησιν.
Η σχέσις μας με τον Θεόν
είναι σχέσις αγάπης, σχέσις παιδιών προς τον πατέραν τους και σχέσις, για να
πούμε και την ορολογία των Πατέρων, σχέσις μετανοίας· στην Ορθόδοξο
Εκκλησία δεν υπάρχει αναμαρτησία, υπάρχει μετάνοια. Η μετάνοια δηλαδή
είναι αυτή η αίσθησις του ανθρώπου ότι όντως παραβαίνει την εντολή του
Θεού, η οποία εντολή του Θεού είναι η θεραπεία του και
λειτουργεί διεστραμμένα. Όταν αισθανθεί την διαστροφή της φύσεώς του τότε
αρχίζει να προσεύχεται. Αυτή η προσευχή είναι η εκζήτησις του ελέους του Θεού,
της υπάρξεως του Θεού. Διότι ο Θεός είναι πρόσωπον, ο Θεός δεν είναι
ιδέα, ο Θεός είναι πρόσωπον και μάλιστα το κατ’ εξοχήν πρόσωπον βάσει του οποίου
δημιουργηθήκαμε κι εμείς. Και εάν οποιαδήποτε προσωπική σχέσις στον
κόσμο αυτόν έχει δύναμιν, φανταστείτε πόσην δύναμιν έχει και πόσην έντασιν έχει
η προσωπική σχέσις μετά του Θεού! Όταν ο άνθρωπος μπει σωστά σ’ αυτόν τον χώρο
της σχέσεώς του με τον Θεόν ανατέλλει μέσα του σιγά σιγά αυτή η ισχυρά ελπίδα
της αγάπης του Θεού. Παραβλέπει το γεγονός της αμαρτίας του, παραβλέπει το
γεγονός της αποστασίας του, παραβλέπει το γεγονός της αρρώστιας του και έχειν
την χαράν της ελπίδας. Όπως ένας άρρωστος, ο οποίος είναι μεν στο νοσοκομείο,
υποφέρει, πονεί από τα τραύματά του, αλλά ξέρει ότι είναι στα χέρια ενός πολύ
καλού γιατρού, το νοσοκομείον έχει πολύ καλά μηχανήματα, υπήρξαν κι άλλοι πολλοί
τέτοιοι άρρωστοι κι όμως όλοι έγιναν καλά. Κι έτσι με την ελπίδα ότι όλα θα πάνε
καλά, αρχίζει να ανατέλλει σιγά σιγά η χαρά μέσα του.
Η χαρά που δίνει ο κόσμος
είναι χαρά εξωτερική, διότι εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Δηλαδή εάν, ας
πούμε, η οικογένειά μας είναι καλή, ευτυχισμένη, αν οι σπουδές μας παν καλά, εάν
όλες οι εργασίες μας και οι ενέργειές μας είναι καλά και πάνε καλά, αυτά όλα τα
εξωτερικά επιδρούν στο εσωτερικόν είναι μας, συνήθως, και μας δημιουργούν κι
εμάς ευχάριστες καταστάσεις και χαρά κι ευτυχία. Εάν τα εξωτερικά γεγονότα δεν
παν καλά, συνήθως και η ψυχή μας συμβαδίζει και τότε και εσωτερικά δεν πάμε
καλά.
Όμως στον χώρον τον
πνευματικόν της Εκκλησίας δεν συμβαίνει έτσι. Ανεξαρτητοποιείται ο άνθρωπος από
την επίδραση του περιβάλλοντός του, είναι ελεύθερος από το περιβάλλον του· έστω
κι αν όλα τα έξω παν κακά και τον απειλούν και τον συνθλίβουν κι αν ακόμα τον
εξαφανίσουν από το πρόσωπον της γης, τότε αυτή η χαρά και η ειρήνη
παραμένουν μέσα του, διότι πλέον αποτελούν εσωτερικόν γεγονός, είναι δηλαδή εκ
των ένδον προς τα έξω, όχι εκ των έξω προς τα ένδον. Διότι ακριβώς η
Χάρις του Θεού, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει την δύναμη να εισχωρεί μέχρι
το βαθύτατον είναι του ανθρώπου· και αυτό απέδειξαν οι Άγιοι, οι οποίοι ενώ ήσαν καταδιωγμένοι, ενώ ήσαν
φτωχοί, ενώ ήσαν εις τας ερήμους, ήσαν μες στα σπήλαια, οι Μάρτυρες τους έτρωγαν τα λιοντάρια ή τους
έσφαζαν οι δήμιοι, αυτοί οι άνθρωποι ήσαν άνθρωποι ειρήνης, χαράς και άνθρωποι,
οι οποίοι μπορούσαν να αγκαλιάσουν με απόλυτην αγάπην ακόμα και τους ανθρώπους
που τους μισούσαν και τους σκότωναν. Όταν ο άνθρωπος μπει σωστά στην πνευματική
ζωή τότε από την πρώτην κιόλας ώρα αρχίζει ν’ ανατέλλει μέσα του το φως της
Ελπίδος του Θεού. Όμως, οπωσδήποτε, έχομεν μίαν πορείαν και αυτή η πορεία θέλει
και αγώνα, θέλει και υπομονή, θέλει καρτερίαν και προπάντων θέλει την Πίστιν
ότι ο Θεός, ως καλός ιατρός, έχει στα χέρια Του την δικήν μας πορεία, η οποία
είναι μία συνεργασία της ανθρωπίνης ελευθερίας μας με την ελευθερίαν και την
Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Απόδειξη είναι ότι ενώ πολλές φορές όλοι μάς λένε ότι
δεν πάμε καλά και ότι, ξέρω ‘γω, αγωνιζόμαστε και δεν βλέπομεν τίποτα, εντούτοις
δεν βγαίνομεν έξω από την Εκκλησία. Παρά τα χάλια μας δηλαδή, παραμένομεν εις
τον πνευματικόν χώρο της Εκκλησίας, διότι υπάρχει μία μυστική έλξις, μια μυστική
δύναμις μάς συγκρατεί παρόλην την αντίθεσιν, που συναντούμε σε κάθε βήμα
μας.
Έχετε τίποτ’ άλλο ή να
σκεφτώ εγώ να λέω συνέχεια; Έτσι σιωπάτε και στα μαθήματά σας; Αν σιωπάτε έτσι…
Ναι. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Όχι, όχι, οι αντιρρήσεις που αισθανόμαστε μέσα
μας φανερώνουν ότι είμαστε άνθρωποι. Και αλίμονο, αν δεν είχαμε αντιρρήσεις θα
είμαστε δηλαδή τούβλα, ας πούμε. (δεν ακούγεται η ερώτηση) Και άρνηση του Θεού,
γιατί όχι; Κοίταξε να δεις κάτι· ο Θεός μάς έδωσε το δικαίωμα να Τον αρνηθούμε,
αλλά με καλό τρόπο, ώστε να Τον ανακαλύψουμε. Βέβαια. Διότι, κοίταξε, τίποτα δεν
είναι, πώς να πούμε, δεδομένο και δεν δέχεται ουδεμίαν, ας πούμε, αντίρρηση.
Βεβαίως, και η ίδια η ύπαρξη του Θεού. Διότι, πώς να πούμε, πώς μπορεί κάποιος
να αξιώσει, ας πούμε, να δεχθεί τον Θεόν έτσι, χωρίς να τον ερευνήσεις; Αυτό το
έκαναν στην Δύση· ο Μεσαίωνας το έκανε αυτό γι’ αυτό και τους έκαιγαν κιόλας.
Βλέπετε, η αίρεσις, η απόκλισις από την Ορθήν δόξαν περί του Θεού, δεν
σηκώνει αντίρρησιν. Εσηκώθηκε, ξέρω ‘γω, ο Γαλιλαίος να πει ότι η γη
δεν είναι ίσα και είναι στρογγυλή και πήγε να τον κάψει ο πάπας. Γιατί; Διότι
πριν εξέπεσεν ο ίδιος από την αντίληψιν, από την Ορθήν Δόξαν περί του Θεού!
Εις την Εκκλησίαν έχομεν
έρευνα· οι μεγαλύτεροι ερευνητές ήταν οι Άγιοι. Οι Άγιοι έφθασαν, εδοκίμασαν όλα
τα σημεία, εξεκίνησαν ακριβώς απ’ αυτήν την έννοιαν, άραγε υπάρχει Θεός; Εάν
υπάρχει Θεός, τότε να το δοκιμάσουμε, να Τον ερευνήσουμε. Αν δεν υπάρχει να τον
απορρίψουμε. Θα είμαστε πολύ ανόητοι άνθρωποι και πολύ κακόμοιροι άνθρωποι, εάν,
ας πούμε, κάνομεν όλον αυτόν τον αγώνα βασιζόμενοι σε μια πιθανότητα,
ότι πιθανόν να υπάρχει Θεός. Εάν δεν είμαστε, όχι 100%, αλλά 1.000.000%
σίγουροι περί της υπάρξεως του Θεού, ως εμπειρίας εις την καρδίαν μας, τότε
ποιος τρελός θα ήταν αυτός, που θ’ ακολουθούσε το Ευαγγέλιον και τον Χριστόν;
Αλίμονο δηλαδή. Τότε πράγματι είμαστε τρελοί άνθρωποι, να ακολουθούμε το Χριστό
με πιθανότητες! Ότι πιθανόν να είναι έτσι! Και εάν βέβαια η Ευαγγελική ζωή, η
ζωή της Εκκλησίας, ήταν, ξέρω ‘γω, καλά, εντάξει, δεν χάσαμε και τίποτα, αν
είμαστε και σ’ ένα σύλλογο, τρόπον τινά, που δεν είναι και σωστός, και τι έγινε;
Δεν είναι έτσι τα πράγματα όμως· η Εκκλησία δεν είναι ένας σύλλογος που ανήκομεν
εν μέρει. Στην Εκκλησία ζούμεν ολόκληροι, ως υπάρξεις, οι οποίοι δεχόμαστε κατ’
απόλυτον τρόπον τον Θεόν μέσα μας.
Οπόταν πρέπει οπωσδήποτε να
δοκιμάσουμε εάν όντως υπάρχει ο Θεός. Και υπάρχει ο τρόπος. Και οι Πατέρες μας,
οι Άγιοι της Εκκλησίας, μας έδειξαν ακόμα και το όργανον, με το οποίον θα
ανακαλύψουμεν εάν υπάρχει Θεός. Ποιον είναι; Είναι η καρδία μας! Το είπε ο
Χριστός. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθ., 5, 8).
Το οπτικόν όργανον, το όργανο εκείνο, με το οποίο θα εντοπίσομε, θα δούμεν τον
Θεόν, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η καρδία μας. Και η μέθοδος είναι η
κάθαρση της καρδίας. Οπόταν εάν ένας άνθρωπος είναι άθεος, είναι πολύ
καλά· εάν θέλει να δει τον Θεόν τότε να μην ψάχνει να Τον βρει με λογικά
επιχειρήματα, θα του υποδείξομεν τον δρόμον με τον οποίον Τον είδαν
όλοι. Κι αυτός ο τρόπος και ο δρόμος είναι η κάθαρσις της καρδίας
του. Εάν καθαρίσει την καρδίαν του και δεν δει τον Θεόν, τότε έχει κάθε
δικαίωμα να Τον απορρίψει. Διότι ο Θεός δεν υπάρχει βάσει της λογικής. Ένας
Άγιος, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είπεν ότι ο Θεός δεν υπάρχει· και δεν
υπάρχει διότι δεν υπάρχει με κανέναν τρόπον υπάρξεως που γνωρίζομεν εμείς. Κι
είναι ανύπαρκτος ύπαρξις ο Θεός. Υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει με τρόπον υπάρξεως
που συγκρίνεται μ’ αυτόν τον κόσμον. Ο Θεός, δηλαδή, δεν καταλαμβάνεται
διά της λογικής, διά της φιλοσοφίας, αλλά διά της
εμπειρίας. Όταν αποκτήσεις εμπειρίαν του Θεού, τότε ο νους
μπορεί να εκφράσει αυτήν την εμπειρίαν.
-Ναι, παιδί μου.
-(Είναι
λυπηρόν αν αναλογιστούμε ότι αυτά, που έχετε πει εις την αρχήν είναι φυσικά
γνωστά, δεν μας είναι γνωστά με την προοπτικήν που τα θέσατε. Νομίζω ο λόγος
είναι ότι γύρω στη Μέση Εκπαίδευση υπάρχει κιόλα η αγωγή των Θρησκευτικών,
δυστυχώς δεν είναι τόσον προσεκτική· είναι φυσικά προσωπική μου παρατήρηση αλλά
φαίνεται ότι πολλοί συμφωνούν με μένα, δυστυχώς οι ανθρώποι που είναι ταγμένοι
για να εμβαθύνουν στο νόημα της θρησκείας μας, της Ορθοδοξίας, μένουν στους
τύπους.)
-Ναι. Κοίταξε, παιδί μου,
να σου πω· δεν είναι θέμα ανθρώπων, είναι όλοι καλοί άνθρωποι. Είναι θέμα,
ξέρεις, ιστορικό αυτό το πρόβλημα. Να σας πω, με λίγα λόγια, γιατί είναι
ιστορικό. Διότι, όπως και η Ιστορία, που μαθαίνουμε στα σχολεία μας, είναι λάθος
κατά πολύ κι είναι γραμμένη από τους δυτικούς, οι οποίοι την έγραψαν όπως τους
συμφέρει κι εμείς πήγαμεν και την μεταφράσαμεν και την διαβάζουμεν τώρα, κατά
τον ίδιον τρόπον και η Θεολογία είναι επηρεασμένη από την Δύσιν, κατά ένα μεγάλο
μέρος. Διότι μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, όταν απελευθερώθηκεν μεν από
τους Τούρκους αλλά υποδουλώθηκε στους Βαυαρούς, και η υποδούλωσις στους δυτικούς
ήταν χειρότερη από την υποδούλωση στους Τούρκους, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιον των
Αθηνών. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ίδρυσεν την Φιλοσοφικήν και Θεολογικήν Σχολήν. Ε,
αυτοί που το ίδρυσαν ήσαν Βαυαροί, άνθρωποι δηλαδή δυτικοί, με δυτικόν τρόπον
σκέψεως, οι οποίοι νόμιζαν ότι η Ορθοδοξία είναι για τους γύφτους· έτσι νόμιζαν,
ότι η Ορθοδοξία είναι γύφτικον πράγμα, ενώ η φιλοσοφία του ορθολογισμού και η
θεολογία του ορθολογισμού είναι, ανήκει δηλαδή, στα αριστοκρατικά πνεύματα. Κι
έτσι όλοι πήγαιναν και σπούδαζαν στα δυτικά πανεπιστήμια, εμάθαιναν την Ιστορίαν
και την Θεολογίαν και την Φιλοσοφίαν από τους δυτικούς, τα έφερναν σε μας και
άρχισαν να παράγονται από το Πανεπιστήμιον Αθηνών οι καθηγητές μας και όλοι
αυτοί, οι οποίοι ας πούμε, τρόπον τινά, αποτελούν τα «φώτα», ας το πούμε.Κι έτσι
είχαμε πολλά άρρωστα συμπτώματα εις τον χώρον της Εκκλησίας και γενικά εις την
νοοτροπία.
Βέβαια δεν είναι εύκολον
ούτε δυνατόν από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνουν αλλαγές. Όμως είναι μεγάλη
ευλογία του Θεού ότι, εδώ και αρκετά χρόνια, άρχισαν να εκδίδονται τα έργα των
Πατέρων, οι πηγές δηλαδή της Ορθοδόξου Παραδόσεως και ταυτόχρονα και Ιστορικές
πηγές και τα έργα των φιλοσόφων των αρχαίων κι έτσι τώρα αρχίζει σιγά σιγά πλέον
η επιστροφή εις την αυθεντικότητα. Διότι μπορούμεν να πούμεν ότι, ας το πούμε
για τη Δύση να μην το πούμε για μας, η αθεΐα της Δύσεως ήταν το αποτέλεσμα της
Θεολογίας και η Δυτική Εκκλησία έφερεν σαν γνήσια παιδιά της τον αθεϊσμόν. Διότι
όταν ζήσει κανείς, όταν μπει κανείς μέσα στον δυτικόν χώρον ευσεβείας, δεν
μπορεί να γίνει τίποτε άλλο παρά ένας άθεος ή ένας διεστραμμένος θρησκευτικά
άνθρωπος. Κι έτσι δημιούργησαν και τον τύπο του θρησκευτικού ανθρώπου και
καταντήσαμε, ένα διάστημα, να έχομεν τύπο θρησκευτικού ανθρώπου· δηλαδή,
για να ‘σαι άνθρωπος της Εκκλησίας πρέπει να φοράς αυτά τα φουστάνια, αυτά τα
παντελόνια, αυτά τα μαλλιά, αυτά τα γυαλιά, αυτές τις κάλτσες κι αυτά τα
παπούτσια. Εάν δεν φορούσες, ας πούμε, αυτές τις κάλτσες τότε δεν επήγαινες στον
Παράδεισο.
Ευτυχώς στην Κύπρο δεν
είχαμε πολλά τέτοια συμπτώματα· ήμαστε μακριά από τον χώρον εκείνον. Όμως δεν
είναι θέμα ανθρώπων. Δεν φταίουν οι άνθρωποι, παιδί μου, είναι ιστορικόν το
γεγονός τούτον. Είναι ιστορικό, δηλαδή είναι η υποδούλωσίς μας, ας πούμε, στην
Δύσιν. Γι’ αυτό ξέρετε ότι τελικά ο Θεός, μέσα στην πρόνοιάν Του, μας υπέταξε
στους Τούρκους κι όχι στους Φράγκους. Διότι αν συνέχιζαν οι Φράγκοι να κρατούν
την Κύπρο και τον Ελληνικόν χώρον, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιον, το
λεγόμενον Βυζάντιον, το οποίον δεν ονομάστηκε ποτέ Βυζάντιον αλλά οι δυτικοί το
ονόμασαν Βυζάντιον και το λέμε κι εμείς, δεν θα υπήρχεν τίποτε.
Οι Τούρκοι, βέβαια, μας
έκοβαν τα κεφάλια μας, μας ταπείνωναν, αλλά δεν έχασαν την Ορθόδοξην Παράδοσίν
μας και την Ιστορία μας· ενώ οι Φράγκοι θα μας τα διέλυαν όλα, δεν θα υπήρχαμε
κατ’ ουδένα λόγο. Και γι’ αυτόν τον λόγο είναι μεγάλη ευθύνη, ευθύνη σας, εσάς
που είστε νέα παιδιά και σπουδάζετε, ώστε να μάθετε να ερευνάτε σωστά τις ρίζες,
την παράδοση, τον τόπον αυτόν. Διότι αν ερευνάτε σωστά, είστε καλοί επιστήμονες,
τότε οπωσδήποτε θα ανακαλύψετε αυτόν τον μεγάλον πλούτον της Ορθοδοξίας, τον
οποίον ανακαλύπτουν σήμερα ευτυχώς και δυτικοί· και σήμερα το να μιλεί κανείς
περί της Ορθοδοξίας εις την Δύσιν είναι της μόδας! Κι ένας μοναχός, ένας
ασκητής, ένας Ορθόδοξος άνθρωπος εις την Δύσιν είναι ένα γεγονός, το οποίον
αποτελεί δηλαδή αντικείμενο πολλών παρατηρήσεων και πολλής μεγάλης ερεύνης.
Διότι ανεκάλυψαν επιτέλους ότι η Ορθοδοξία είναι εμπειρία και η Εκκλησία του
Χριστού είναι εμπειρία. Γιατί νομίζετε στη Δύση έχει περάσει σήμερα το Ισλάμ;
Μήπως το Ισλάμ; Είναι μια κτηνωδία, τι είναι το Ισλάμ; Είναι μια κτηνωδία
απέραντη. Όμως επειδή δίδει εμπειρίαν, έστω και της κτηνωδίας, γι’ αυτό παν
εκεί. Διότι οι άνθρωποι σήμερα θέλουν εμπειρίαν κι όχι φιλοσοφία, δηλαδή
στοχασμόν· ενώ μέχρι πρότινος η εικόνα που εδίδετο εις τον κόσμον είναι ότι η
Εκκλησία είναι, ας πούμε, κάτι το στοχαστικόν, το φιλοσοφικόν κι ότι, ξέρω ‘γω,
πρέπει να πας κάπου, να αυτοσυγκεντρωθείς, και να στοχάζεσαι τον Θεόν, κάτι
αρρωστημένες καταστάσεις και οι οποίες αντικατέστησαν την προσευχήν της
μετανοίας με το ν’ ακούς τις ρομαντικές κλασσικές μουσικές, οι οποίες είναι
ξένες με τον λαόν μας, ας πούμε.
Και ακόμα κι ένα διάστημα,
ξέρετε, και στα κατηχητικά παλαιότερα, ετονίζετο, ας πούμε, η αξία της κλασσικής
μουσικής. Και τι ωραία να κάτσεις, ξέρω ‘γω, και να βάλεις μια κλασσική μουσική!
Και προσπαθούσαμε κι εμείς οι καημένοι, που πηγαίναμε στα κατηχητικά, ν’
ανακαλύψουμε τέλος πάντων πού είναι αυτή η ωραιότητα εκεί στης κλασσικής
μουσικής; Ενώ εμείς είμαστε ανατολίτες κι είμαστε Ορθόδοξοι άνθρωποι και δεν
λειτουργούμεν κατά τον τρόπον εκείνον, προσπαθούμε να μπούμεν εκεί μέσα και να
λέμε, τι ωραία η κλασσική μουσική, τι ωραία, ξέρω ‘γω, αυτά τ’ αγάλματα, ας
πούμε, κι αυτοί οι πίνακες του Μιχαήλ Άγγελου, ή ξέρω ‘γω, τελικά ήταν ψέματα
για μας όλα εκείνα, γιατί δεν ήταν τίποτα ωραία. Εμείς δεν είχαμε καμία σχέση με
κείνα τα πράγματα. Ήταν σαν να πιάσει, ας πούμε, μια γριούλα γυναίκαν της Κύπρου
και της φορέσεις μπλου-τζιν, ας πούμε, και να την κάμεις, ας πούμε, καραγκιόζη.
Και τελικά φόρεσαν στην Κύπρο κι οι γριές τέτοια, κι οι γέροι
περισσότερο!
-Ναι παιδί μου. (δεν
ακούγεται η ερώτηση).
...Λοιπόν, κοίταξε να σου
πω, παιδί μου. Κατ’ αρχάς εγώ είμαι μοναχός, έτσι; Εις την Εκκλησίαν δεν
υπάρχουν τάξεις ανθρώπων· όλοι οι άνθρωποι ευρίσκονται ενώπιον του Θεού κι ο
κάθε άνθρωπος ρυθμίζει την στάσιν του στο Θεόν, ανάλογα με την αγάπην του, έτσι;
Και όπως κάποιος άνθρωπος π.χ. που θέλει να παντρευτεί μιαν κοπέλα, άλλος ας
πούμε πάει και σιγά σιγά το λέει στον πατέραν της, στην μάνα της και περιμένει,
ας πούμε, να του απαντήσουν και κάνει υπομονή κι αρραβωνιάζεται και, ξέρω ‘γω,
κάνει και δυο τρία χρόνια αρραβωνιασμένος και προχωρεί να φτάσει στο γάμο, ας
πούμε, σε μερικά χρόνια κι άλλος άνθρωπος, από την πολλήν αγάπην που έχει, ας
πούμε, προς την κοπέλαν που αγάπησε, πάει μια νύχτα και την κλέβει και φεύγει,
το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τους μοναχούς! Δηλαδή το κίνητρον, το ότι
εγίναμεν μοναχοί δεν ήταν για να πάμε στο μοναστήρι, να αγιογραφούμε όλην μέρα
και να διαβάζουμε και να προσευχόμαστε. Αλλά αυτός ο πλούτος της αγάπης του Θεού
ήταν τόσον έντονος ώστε δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Δηλαδή όταν
πληρωθεί ο άνθρωπος από την αγάπην του Θεού, τότε σβήνουν όλα τα υπόλοιπα άλλα.
Αυτό δε συμβαίνει σε όλους, είναι θέμα προσωπικό του καθενός, έτσι; Η μοναχική
ζωή, ασφαλώς, είναι μία ζωή τελειότητος, είναι μία ζωή, η οποία καλύπτει, ας
πούμε, γεμίζει αυτόν τον άνθρωπον που αγαπάει πάρα πολύ· όμως τελικά δεν είναι η
μοναχική ζωή σαν ένας τρόπος που μας γεμίζει, αλλά η ζωή της Εκκλησίας, ο
Χριστός είναι το πλήρωμα της υπάρξεώς μας. Και εμείς, που είμαστε μοναχοί,
καταλαβαίνομεν ότι δεν είναι η μοναχική ζωή, δεν είναι η ζωή στα βουνά ούτε η
ζωή στις πόλεις, η οποία παίζει ρόλο αλλά ο Χριστός, ο οποίος είναι το κέντρον
της αγάπης μας, το κέντρον της υπάρξεώς μας, το πλήρωμα του είναι μας. Ο τρόπος
με τον οποίον πορευόμαστε να κατακτήσουμε αυτόν τον Χριστόν, αυτό το πλήρωμα της
αγάπης, είναι θέμα προσωπικής ελευθερίας· άλλος γενόμενος μοναχός, άλλος ζώντας
ως μέλος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όχι ο μοναχισμός.
Ο μοναχισμός είναι ένα μέρος της Εκκλησίας· η Εκκλησία είναι το σύνολον. Τώρα,
το ότι ζείτε στον κόσμον, ας πούμε, κι έχετε πιο πολλούς πειρασμούς, αυτό βέβαια
είναι, πώς να πούμε, αξιέπαινον, αλλά μπορώ να σας πω ότι στο μοναστήρι και στην
έρημον έχουμε πολύ περισσότερους πειρασμούς. Κι όταν λέμε πειρασμούς δεν
εννοούμε να δεις κάτι ή ν’ ακούσεις κάτι, αλλά ο πνευματικός πόλεμος, ο οποίος
υφίσταται μέσα στην έρημον είναι τιτάνιος, τόσον τιτάνιος ώστε δεν περιγράφεται.
Γι’ αυτό και έχομε, ας πούμε, γίγαντες αγιότητος, οι οποίοι βγήκαν μέσα από την
έρημο.
Ερώτηση: (δεν ακούγεται η
ακροάτρια) Κοίταξε, καλόν είναι, να σου πω, καλόν είναι κάθε άνθρωπος να ξέρει
ότι είναι τόσον χαριτωμένος όταν διατηρεί την φυσικότητάν του. Όπως ένας άντρας
δεν γίνεται μητέρα, και θά ‘ταν παραφύσιν αν επιζητούσε να γίνει μητέρα, αλλά
είναι πατέρας, το ίδιον πράμα και μια γυναίκα, ας πούμε, πρέπει να ξέρει ότι
είναι γυναίκα, είναι μητέρα, έχει τους χώρους της, τους τρόπους της· κατά τον
ίδιον τρόπον και ο άντρας. Και εάν εις την Εκκλησίαν φαίνονται εξωτερικά ότι
υπάρχουν μερικοί πειρασμοί, αυτοί δεν είναι για να καταργήσουν την γυναίκα αλλά
για να την αξιολογήσουν και να την βοηθήσουν να σταθεί πολύ σωστά· εξάλλου είναι
γνωστόν και ιστορικά ότι το Ευαγγέλιον έδωσε
την σωστήν θέσιν στην γυναίκα, σε μια εποχή που η γυναίκα ήταν αντικείμενο.
Και σήμερα, αυτοί που νομίζουν ότι εξυψώνουν την γυναίκα με το να την κάνουν
διαφήμιση ακόμη και στα μακαρόνια, τελικά είναι… εάν αγαπούσαμε την γυναίκα και
σεις αν αγαπούσατε τον εαυτό σας, έπρεπε να κάμετε μιαν εκστρατεία κατ’ αυτού
του εξευτελισμού, που συμβαίνει στο γυναικείον φύλον. Διότι, ας πούμε, πώς δεν
ντρέπεται κανείς να διαφημίζεται, ας πούμε, ακόμα και στα σαπούνια και στ’
απορρυπαντικά και στα χαρτιά υγείας, ας πούμε, και παντού το γυναικείο σώμα. Κι
αν υπήρχε γυναικεία συνείδησις σωστή έπρεπεν όχι ν’ απορεί γιατί το Σταυροβούνι
δεν δέχεται γυναίκες αλλά γιατί διαφημίζουν τις γυναίκες μες στους δρόμους και
μες στα περιοδικά και τις πουλούν, ας πούμε. Βλέπετε, ένα περιοδικό σήμερα για
να πουληθεί πρέπει να βάλει μια γυναίκα απέξω, διαφορετικά δεν πουλιέται. Οπόταν
έχουμε πολλά μέτωπα, που πρέπει να παλέψετε εσείς σαν γυναίκες, να σταθείτε ψηλά
γιατί είστε μητέρες, ο Θεός σάς έκανε να είστε μητέρες και σας έδωσε ως πρότυπον
την Θεοτόκον, η οποία είναι το δείγμα της παρθενίας, της καθαρότητος, της αξίας
της γυναίκας. Και σήμερα ζούμε σε μια εποχή, που κατ’ εξοχήν εξευτελίζει την
γυναίκα. Οπόταν εκεί να πονέσουμε, αυτό δεν είν’ τίποτα· εξάλλου τί ‘ναι το
Σταυροβούνι; Είναι ένα μοναστήρι, δεν είναι τίποτε άλλο.
...Λοιπόν, καλό βράδυ και καλή αντάμωση.