᾿Αναρτήθηκε: 25 Ιανουαρίου 2012 στό περιοδικό ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ μέ μικρές ὀρθογραφικές διορθώσεις ἀπό τόν Δημήτριο Κανάρη, τό κατά δύναμιν.
Ἐδῶ καί διακόσια περίπου χρόνια κυκλοφοροῦσε στό Ἅγιον Ὅρος ἡ φήμη γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἀόρατων μοναχῶν ἤ γυμνῶν ἀσκητῶν, ἤ ἀόρατων ἀσκητῶν, ἤ θαυματουργῶν ἀσκητῶν, ἀσκητές πού ἐμφανίζονται ὅποτε καί ὅπου θέλουν, μοναχοί πού ζοῦνε ἀπό τό τίποτα, μέ τίς πιό δύσκολες συνθῆκες, καλόγεροι πού χάνονται στό βάθος τοῦ χρόνου, πού ἔχουν τό μυστήριο καί τή θεία χάρη νά τούς συνοδεύει σέ ὅλη τους τή ζωή, πού τρέφονται ὅπως τά περιστέρια τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τή θεία εὐσπλαχνία, πού ἔχουν τή δύναμη νά διαβάζουν τόν προσκυνητή καί νά ξέρουν περισσότερα γι’ αὐτόν ἀπό ὅτι οἱ ἴδιος γνωρίζει γιά τόν ἑαυτό του. Ὅπως ἀναφέρεται εἶναι εἶναι μια ὁμάδα ἀσκητῶν τόν ἀριθμό ἑπτά, ἤ δώδεκα, ἤ ἐννέα, πού ζοῦν μέ ἄκρα ἄσκηση μέ μοναδικό ἔργο τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὑπέρ ὅλου του κόσμου. Ἔχουν λάβει εἰδική χάρη ἀπό τόν Κύριο νά ζοῦν ἄοικοι καί γυμνοί, νά εἶναι ἀόρατοι ἀπό τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, αὐτοί οἱ δώδεκα, ἤ ἑπτά ἐρημίτες, μοναχοί, ἅγιοι, θά ἐπιτελέσουν τήν τελευταία θεία λειτουργία στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, στόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως πού βρίσκεται στήν περιοχή αὐτή. Καί μετά θά ἔλθει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, δηλαδή ἡ Δευτέρα Παρουσία, ὅπως τήν περιγράφει ἡ Βίβλος. Αὐτοί οἱ ἀόρατοι μοναχοί τῆς ἔσχατης γενιᾶς, δέν θά γευτοῦν τόν φυσικό θάνατο, ἀλλά θά μεταμορφωθοῦν, δηλαδή θά ἀλλάξουν μορφή καί τά σώματά τους θά γίνουν ἄφθαρτα καί ἀθάνατα ὅπως ὅλων τῶν εὐρισκομένων ἐν ζωῇ ἀνθρώπων.
Ὁ τίτλος αὐτός, δηλαδή ἀόρατοι μοναχοί, ἤ ἀόρατοι ἐρημίτες, ἔχει δύο ἔννοιες καί δύο ἑρμηνεῖες. Ἡ μία εἰς τό ὅτι οἱ ἐρημίτες αὐτοί ἔχουν τήν μυστηριώδη χάρη ἀπό τόν Θεό νά εἶναι ἀόρατοι καί νά ζοῦν μυστηριώδη ζωή καί ἡ ἄλλη εἰς τό ὅτι οἱ ἐρημίτες αὐτοί τοῦ Ἄθωνα εἶναι ἀφανεῖς καί ἀόρατοι ἀπό τούς ἀνθρώπους, διά τό λόγον ὅτι εἶναι κρυμμένοι καί οἱ τόποι πού κατοικοῦν εἶναι τόσο ἀπόμεροι καί ἀπρόσιτοι πού εἶναι σχεδόν παντελῶς ἀδύνατον νά τούς συναντήσουν ἤ ἔστω νά τούς ἀντικρύσουν οἱ ἄνθρωποι. Τίς νύχτες ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι ὄρθιοι καί γιά νά μήν νυστάξουν καί πέσουν κάτω μετά τίς μεσονύκτιες ὧρες πού ἀποκάμνουν, στηρίζονται μέ σχοινιά δεμένοι ἀπό τίς μασχάλες καί κρέμονται ἀπό δοκάρια. Ὅταν πεθάνει κάποιος ἀπό αὐτούς, ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ κάποιον ἄλλον ἐνάρετο ἀπό τούς ἁγιορεῖτες μοναχούς, ὁ ὁποῖος προσφεύγει κοντά τους μέ θαυμαστό τρόπο καί γίνονται πάλι ἑφτά.
Ἡ ἔρημος τοῦ Ἄθω
Ὑπάρχει μία περιοχή τοῦ Ἁγίου Ὅρους πού ἐκτείνεται στό νότιο ἄκρο ἀπό τήν Σκήτη Μικρά Ἁγία Ἄννα μέχρι τήν Σκήτη τῆς Γλώσσας ἤ Προβάτα, μία πολύ μεγάλη ἔκταση γεμάτη δέντρα καί πυκνά δάση. Αὐτή ἡ περιοχή λέγετε ἔρημος τοῦ Ἄθω. Σέ αὐτή τήν περιοχή λέγεται ὅτι ζοῦνε ἐδῶ καί αἰῶνες οἱ ἀόρατοι μοναχοί. Ὅπως ἀναφέρεται, κατά καιρούς κάνουν τήν ἐμφάνισή τους σέ πολύ λίγους κατοίκους τῆς περιοχῆς αὐτῆς, σεβάσμιοι στήν ὄψη ἀποσκελετωμένοι ἀσκητές. Κατά κοινήν ὁμολογία, εἶναι τελείως γυμνοί ἀπό ἐνδύματα ὑλικά, ἀλλά καλύπτονται ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Μία πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ αὐτό τό θέμα ὑπῆρξε σέ ἕνα ἁγιορείτικο περιοδικό πού κυκλοφοροῦσε προπολεμικά μέ τόν τίτλο, «Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στό περιοδικό αὐτό πού κυκλοφοροῦσε ἀπό τό 1930 μέχρι τό 1938, ἔνας γιατρός, ὁ Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός Ἀθανάσιος Καμπανάου, ἀδελφός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγραψε γιά πρώτη φορά γιά τούς γυμνούς καί χωρίς κατοικία αὐτούς μοναχούς ὅτι : «Πολλά πράγματα γνωρίζει τό τά ἅπαντα ἐφορῶν ὄμμα· περί δέν τῶν ἀοίκων πού βρίσκονται στά Κρῦα Νερά τί νά εἴπω, τό πανέφορον ὄμμα ξέρει τήν πολιτείαν τους».
Κάποιος ἄλλος πατέρας, ὁ πατήρ Γεράσιμος ἤ μοναχός Μενάγιας, χημικός στήν κοσμική του ζωή πού στή συνέχεια παράτησε καριέρες καί ἐπιστημονικές ἔρευνες καί ἔγινε ἡσυχαστής καί κάτοικος τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἶχε ἀδελφική φιλία μέ τόν γιατρό τῆς Λαύρας, Ἀθανάσιο Καμπανάου. Ὅταν εἶδε νά δημοσιεύει αὐτά τά πράγματα στό περιοδικό «Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη», τόν βρῆκε καί τοῦ ἔκανε σύσταση καί παρατήρηση νά μήν κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις καί νά μήν γράφει πράγματα ἀμάρτυρα, τά ὁποῖα πιθανόν νά προκαλέσουν δυσπιστίες καί γέλωτες σέ βάρος τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στίς παρατηρήσεις αὐτές, ὁ γιατρός πατήρ Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ τό γνωστό ἤρεμο ὕφος του : -Καλέ μου ἄνθρωπε καί ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά μήν γράψω καί νά μήν δημοσιεύσω αὐτά τά ὁποῖα ἦρθε αὐτόπτης μάρτυρας καί μοῦ εἶπε ὅτι ἤθελε νά δημοσιευτοῦν, γιατί θά ἀρρωστήσω καί θά πεθάνω. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁ Γέρων Ἀντώνιος ἀπό τόν Ἅγιο Πέτρο. Στόν ἄνθρωπο αὐτό, οἱ ἀόρατοι ἀσκητές εἶχαν ἐμφανιστεῖ καί τοῦ ζήτησαν νά πάει καί νά πεῖ στόν γιατρό ὅτι σέ λίγο θά ἀρρωστήσει καί θά πεθάνει καί γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἑτοιμαστεῖ. Καί πράγματι ὁ Γέρο Ἀντώνιος πῆγε καί ἀφοῦ συνάντησε τόν γιατρό τοῦ εἶπε αὐτά πού τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ ἀόρατοι ἀσκητές. Στή συνέχεια, τοῦ ἔδειξε ἕναν σταυρό ξύλινο τόν ὁποῖο τοῦ τόν εἶχαν δώσει οἱ ἀσκητές. Σέ αὐτόν τόν σταυρό ἐπάνω ἦταν σκαλισμένα τά γράμματα «Μακάριος Ἱερομόναχος». Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ γιατρός πατήρ Ἀθανάσιος ἀρρώστησε βαριά καί κοιμήθηκε τόν αἰώνιο ὕπνο (+1940), ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀποκάλυψε καί δημοσίευσε τήν ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχουν καί περιφέρονται ἀπό τόπου εἰς τόπον στήν Ἔρημο τοῦ Ἄθω, οἱ ἅγιοι αὐτοί Ἀσκητές καί Μοναχοί.
Πατήρ Παΐσιος
Ο ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, βρίσκεται ἐδῶ καί πολλά χρόνια στό Ἅγιον Ὅρος καί ἤδη ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ῍70 εἶχε γνωρίσει τόν πατέρα Παΐσιο. Τότε ἦταν ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί κάθε ἀπόγευμα συνήθιζε νά κατεβαίνει στό κελί τοῦ πατρός Παϊσίου μέ τόν ὁποῖο εἶχε πολλές καί ἐνδιαφέρουσες συνομιλίες. Σέ μία ἀπό αὐτές τίς συναντήσεις μέ τόν γέροντα, ἔγινε μεταξύ τους ἡ παρακάτω ἐνδιαφέρουσα συζήτηση. Συγκεκριμένα, ὅπως διηγεῖται ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Μία φορά, τό 1978, τήν ἡμέρα μετά τοῦ Πάσχα, πῆγα μέ ἕνα φωτογράφο στόν πατέρα Παΐσιο. Ἦταν μόνος του καί χάρηκε πολύ πού μᾶς εἶδε.
–Έβαψα αὐγά, εἶπε, καί δέν εἶχα πελατεία, ἐλᾶτε νά κεραστεῖτε. Τήν περίοδο ἐκείνη ὁ γέροντας Παΐσιος δέν ἦταν ἀκόμα πολύ γνωστός. Ἀφοῦ καθίσαμε καί συζητήσαμε, πρίν σκοτεινιάσει τοῦ ζήτησα εὐλογία καί τοῦ εἶπα.
–Άντε γέροντα νά πηγαίνουμε πρίν σκοτεινιάσει γιατί δέν ἔχουμε φακό καί μπορεῖ νά χτυπήσουμε κάπου.
Αὐτός τότε μου εἶπε:
–Καθίστε λίγο ἀκόμα, ἔκανα ἀμάν νά δῶ κάποιον ἐπισκέπτη. Βέβαια δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἐπισκέπτες ὁ γέροντας. Καθίσαμε πάλι καί τότε τόν ρώτησα (ὅπου Α ὁ πατήρ Ἀθανάσιος ὅπου Π ὁ πατήρ Παΐσιος).
Α.–Γέροντα πῆγα προχτές στήν Ἁγία Ἄννα καί στή μικρή Ἁγία Ἄννα καί ἄκουσα νά λένε ἐκεῖ γιά τούς γυμνούς ἀσκητές.
Π.– ῎Ε, τί θές νά σοῦ πῶ;
Α.-Γέροντα, ὑπάρχουν ἤ δέν ὑπάρχουν;
Π.-Ἐσύ τί λές, ὑπάρχουν;
Α.-Γέροντα, ἀφοῦ ὑπῆρχαν παλιά, γιατί νά μήν ὑπάρχουν καί σήμερα;
Σκέφτηκε λιγάκι καί μετά μοῦ εἶπε:
Π.– Ὅταν σέ ρωτᾶνε, νά λές πώς ὑπάρχουν.
Α.-Πόσοι εἶναι γέροντα; Στήν Ἁγία Ἄννα ἄκουσα πώς εἶναι δώδεκα, στή Μικρή Ἁγία Ἄννα ὅτι εἶναι ἐννέα.
Π.-Δέν εἶναι οὔτε δώδεκα, οὔτε ἐννέα.
Α.-Ἐ, πόσοι εἶναι;
Π.–Ἑφτά.
Α.-Καί ποῦ βρίσκονται;
Π.-Γυρίζουν στόν Ἄθωνα.
Α.-Καί πῶς συμπληρώνεται ὁ ἀριθμός τους ὅταν κάποιος πεθάνει;
Π.-Ξέρουν αὐτοί. Ὅταν κάποιος πεθάνει, ξέρουν ποῦ θά βροῦνε τόν κατάλληλο πού μπορεῖ νά ἀντέξει τίς ἀσκήσεις τους καί τόν παίρνουν μαζί τους.
Α.-Καί μπορεῖ νά τούς δεῖ ὁ καθένας;
Π.-Ἄ, ὄχι! Ἔχουν τή χάρη νά κάνουν προσευχή καί νά γίνονται ἀόρατοι. Μπορεῖ νά εἶναι μπροστά σου καί ἐσύ νά μήν τούς βλέπεις. Ἄ, αὐτό πράγματι εἶναι ἀλήθεια. Ἐγώ ἔχω τέσσερις μαρτυρίες ἀπό προσκυνητές πού δέν ἔβλεπαν τόν πατέρα Παΐσιο, ἐνῷ ἐκεῖνος ἦταν δίπλα τους καί τούς ἐμφανίστηκε τελείως ξαφνικά ἀπό τό πουθενά.
Α.-Θέλω νά μοῦ πεῖς τί τρῶνε.
Π.-Δύσκολο γιά τόν Θεό εἶναι νά τούς ταΐσει; Αὐτοί βρίσκονται γυμνοί στά χιόνια, τό τί τρῶνε εἶναι τό λιγότερο. Ἄντε τώρα πρέπει νά φύγετε.
Α.-Νά σέ ρωτήσω κάτι τελευταῖο.
Π.-Ἔ, ἄντε λέγε.
Α.-Ἐσύ τούς ἔχει δεῖ, τούς γνωρίζεις;
Π.-Ἔ, εὐλογημένε τί περιέργεια εἶναι αὐτή;
Α.-Κοίταξε γέροντα μπορεῖ νά πεθάνω ἐγώ πρῶτος, ἤ μπορεῖ νά πεθάνεις ἐσύ πρῶτος. Ἄν πεθάνω ἐγώ, δέν θά ὑπάρχει κάποιος νά λέει ὅτι ὁ πατήρ Παΐσιος τούς ξέρει, ἄν ἐσύ πεθάνεις πρῶτος, τό παίρνεις μαζί σου.
Γέλασε.
Π.-Κοίταξε νά σοῦ πῶ, ξέρω μόνο τούς τέσσερις. Κάθε πέντε χρόνια ἔχω ραντεβοῦ. Νά, σέ λίγο καιρό θά ἔρθει κάποιος παπάς Σεραφείμ νά κουβεντιάσουμε. Ἀλλά κοίταξε, εἶπε κοιτάζοντας κάπου ἀφηρημένα. Υπάρχει μεγαλύτερη κατάσταση στό Ἅγιον Ὅρος.
Α.-Μεγαλύτερη; τί μεγαλύτερη;
Π.-Θές νά σοῦ πῶ τώρα; Θά σοῦ στρίψει ἡ βίδα καί θά καταλήξεις στόν Λεμπέτη.
Σέ μία ἄλλη μαρτυρία, λέει πώς τό 1950, ὅταν ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε πάει στό Ἅγιον Ὅρος γιά πρώτη φορά, γυρνοῦσε στά μοναστήρια καί στίς Σκῆτες τοῦ Ἄθωνα γιά νά βρεῖ ἁγίους καί ἐνάρετους Μοναχούς καί Ἀσκητές καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικά καί γιά νά ὑποταχτεῖ σέ κάποιον ἀπό αὐτούς. Μία μέρα πεζοπορῶντας ἀπό τήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων γιά νά πάει στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἔχασε τόν δρόμο του καί μετά τήν Κερασιά ἀντί νά πάει ἴσια στό μονοπάτι, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ διασταύρωση καί ἡ βρύση, ἔστριψε δεξιά πρός τό ἀνηφορικό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ πρός τόν Ἄθωνα. Ὅταν περπάτησε ἀρκετά καί κατάλαβε ὅτι χάθηκε διότι εἶχε ἀρχίσει νά ἀνεβαίνει πολύ ψηλά, ἀνησύχησε γιά τό τί πρέπει νά κάνει. Κάθισε τότε καί προσευχήθηκε στήν Παναγία γιά νά τόν βοηθήσει νά βρεῖ τόν δρόμο του πρός τήν Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ πού προσευχόταν, βλέπει ξαφνικά ἕναν ἄγνωστο ἀναχωρητή ὁ ὁποῖος τόν πλησίασε καί τοῦ λέγει. –Δέν εἶναι αὐτός ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν Ἁγία Ἄννα. Νά πᾶς κάτω ἀρκετά ἐκεῖ πού βρῆκες τήν διασταύρωση πού εἶναι τό νερό καί νά πάρεις τό μονοπάτι στά δεξιά σου καί θά σέ βγάλει στήν Ἁγία Ἄννα. Ἀφοῦ τόν εὐχαρίστησε ὁ Γέροντας Παΐσιος τόν ρώτησε ποῦ μένει. Ὁ ἀναχωρητής τότε τοῦ ἔδειξε τόν Ἄθωνα καί τοῦ ἀπάντησε: – Νά ἐδῶ πιό πάνω. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Γέροντας Παΐσιος, τό φόρεμα τοῦ ἀγνώστου αὐτοῦ ἀναχωρητῆ ἦταν ξεθωριασμένο σάν καραβόπανο καί ἡ ὁμιλία του καί ὅλη ὄψη του ἔδειχναν ὅτι δέν εἶχε ἐπαφές μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ ντορβάς του καί τό ζωστικό του ἦταν μπαλωμένα ἀλλοῦ μέ κλωστή καί ἀλλοῦ μέ ἄγριους θάμνους πού λέγονται σπαρτά. Φαινόταν ἡλικίας ἑβδομήντα χρονῶν περίπου. Τό δέ ὕφος ἦταν σεβάσμιο καί τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε καί φαινόταν σάν ἅγιος.
Ὅταν ἀργότερα συναντήθηκε μέ ἐνάρετους ἁγιορεῖτες Γέροντες καί τούς διηγήθηκε γιά τόν ἀνώνυμο ἀναχωρητή πού συνάντησε, τοῦ εἶπαν ὅτι τό πιθανότερο αὐτός ὁ ἄγνωστος ἀναχωρητής ἦταν ἕνας ἀπό τούς 12, κατά ἄλλους 7, ἀφανεῖς ἀναχωρητές τοῦ Ἁγίου Ὅρους, δηλαδή τούς ἀόρατους μοναχούς του Ἄθωνα.
Μια ἀσυνήθιστη ἐμπειρία
Συνήθως, ὅταν κάποιος πάει στό Ἅγιον Ὅρος, τό κάνει γιά τρεῖς κυρίως λόγους: 1) Γιατί ἔχει ἕνα σοβαρό πρόβλημα, συνήθως ὑγείας γι’ αὐτόν, ἤ γιά κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο μέ τήν ἐλπίδα νά βρεῖ κάποιον σοφό γέροντα μέ τήν ἱκανότητα νά τόν βοηθήσει 2) Γιά τουριστικούς λόγους, νά δεῖ ἐπιτέλους καί νά γνωρίσει τί εἶναι αὐτό τό περίφημο Ἅγιον Ὅρος γιά τό ὁποῖο μιλᾶνε σέ ὅλο τόν κόσμο καί τό ἐπισκέπτονται πρόεδροι, βασιλεῖς καί πρωθυπουργοί (ὅρα Κάρολος, βασιλιᾶς τῆς Ἀγγλίας, Βλαδίμηρος Πούτιν τῆς Ρωσίας κ.ἄ. 3) Γιά καθαρά πνευματικούς λόγους.
Στήν περίπτωση αὐτή, συνήθως πηγαίνει συστημένος, καί στίς περισσότερες περιπτώσεις γιά νά συναντήσει τόν πνευματικό του καθοδηγητή, τόν πνευματικό του πατέρα μέ τόν ὁποῖο θά συζητήσουν διάφορα ζητήματα πνευματικά μέχρι καί κοινωνικά πού ἅπτονται τῆς προσωπικῆς του ζωῆς.
Ὑπάρχει καί ἕνας τελευταῖος λόγος γιά κάποιους πού ζητᾶνε μία ξεχωριστή ἐμπειρία.
Ὅμως τό Ἅγιον Ὅρος δέν «ἀποκαλύπτεται» παρά μόνο σέ λίγους. Τό περίεργο εἶναι πώς καμιά φορά ἀποκαλύπτεται καί σέ ἐπισκέπτες πού δέν ἔχουν τό καταξιωμένο ὑπόβαθρο γιά νά τούς ἀποκαλυφθεῖ ὅλη ἡ πραγματική ἅγια φύση αὐτοῦ του τόπου, πού παρόμοιός του δέν ὑπάρχει σέ ὅλο τόν κόσμο. Αὐτό δέ, γίνεται ἀκριβῶς γιά νά ὠφεληθοῦν πνευματικά καί νά ἀλλάξουν τήν ὅλη τους θεώρηση γιά τήν ζωή καί τόν κόσμο. Καί πράγματι, στό Ἅγιον Ὅρος συμβαίνουν συχνά μικρά ἤ μεγάλα θαύματα καί πολλοί προσκυνητές βρίσκονται σέ διάφορες περιπέτειες πού δέν θά μπορούσαν νά τίς φανταστοῦν σέ κάποιο ἄλλο μέρος ἤ, τό πιό συνηθισμένο, ἀργοῦν νά τίς συνειδητοποιήσουν καί μετά ἀπό καιρό, συνήθως ξαφνικά, τούς ἔρχεται ἡ φώτιση γιά νά καταλάβουν π.χ. τί εἶπε κάποιος γέροντας, γιατί τό εἶπε, γιατί ἀντίκρισαν κάποια εἰκόνα σάν νά τούς κοιτοῦσε ζωντανή, γιατί μετά ἀπό μία ἐξαντλητική ἀγρύπνια ἀντί νά πέσουν ξεροί γιά ὕπνο, εἶχαν τέτοια ζωτικότητα, πού ἄντεχαν στή συνέχεια σέ κοπιαστική πορεία πολλῶν ὡρῶν.
Πρίν ἀπό λίγο καιρό, κάποιος φίλος εἶχε πάει στόν Γέροντά του, στήν Σκήτη του στήν Καψάλα, ἕνα μαγευτικό καί πνιγμένο στήν βλάστηση μέρος ἀνάμεσα στίς Καρυές καί στήν Μονή Παντοκράτορος καί Σταυρονικήτα. Μετά ἀπό μία περιεκτική ὅπως πάντα συζήτηση πού εἶχαν, μέ μεγάλο τό πνευματικό ὄφελος, ἀποχαιρέτησε τόν χαρισματικό αὐτόν Γέροντα -ἐνῶ ἔξω περίμεναν δεκάδες προσκυνητές νά τοῦ μιλήσουν- καί κίνησε πεζῆ γιά τήν Μονή τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συνήθως καταλύει ὅταν βρίσκεται στό Ἅγιον Ὅρος. Ὁ δρόμος ἦταν κατηφορικός καί φυσοῦσε ἕνα δροσερό ἀεράκι. Τό τοπίο μέ φόντο τήν θάλασσα ἦταν μαγευτικό, ἀλλά σέ λίγο ἄρχισε νά βρέχει καί ὁ ἀέρας ἔγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. Περπατοῦσε μέ μεγάλη δυσκολία ὥσπου ἔφτασε σέ ἕνα μονοπάτι πού ἔκοβε στήν πλαγιά δεξιά ἀπό τόν κυρίως δρόμο, σέ μία ἀπότομη κατηφόρα καί ἔφτανε πιό γρήγορα στό μοναστῆρι πού φαινόταν μεγαλόπρεπο κάτω στήν βραχώδη ἀκτή. Μπῆκε στό μονοπάτι, ἀλλά γρήγορα κατάλαβε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά τό βαδίσει καθώς ἦταν πολύ στενό καί τό νερό τό εἶχε μετατρέψει σέ μικρό χείμαρρο. Πολύ κουρασμένος γύρισε πρός τά πίσω νά ἀνέβει ἀναγκαστικά ξανά στόν κεντρικό δρόμο καί τότε εἶδε ἀπό ψηλά στόν δρόμο νά περνάει ἕνα φορτηγό. Σκέφτηκε πρός στιγμή ὅτι σώθηκε ἀπό τήν ταλαιπωρία. Φώναξε δυνατά, ἀλλά δυστυχῶς ὁ ὁδηγός τοῦ φορτηγοῦ δέν τόν ἄκουσε. Τί κρίμα, σκέφτηκε, ὁ Θεός φαίνεται ἤθελε νά κουραστεῖ καί ἄλλο. Ἔνοιωθε πραγματικά ξεθεωμένος καθώς ἀνέβηκε καί ξαναβρέθηκε στόν κυρίως δρόμο γιά τό μοναστῆρι. Ἡ βροχή τώρα εἶχε δυναμώσει καί εἶχε γίνει μπόρα, ὁ ἀέρας φυσοῦσε καί τά πόδια του πονοῦσαν. Προχώρησε σφιγμένος καί σέ λίγο ξαφνικά ἀντίκρισε δεξιά του τήν εἴσοδο ἑνός ἄλλου μονοπατιοῦ πού εἶχε καί μία ταμπέλα, «πρός Ἱ.Μονήν Παντοκράτορος». Ἀμέσως σκέφτηκε νά ἀκολουθήσει αὐτό τό μονοπάτι πού δέν τό ἤξερε γιατί φαντάστηκε ὅτι σίγουρα θά ἔφτανε πιό γρήγορα στό μοναστῆρι. Μπῆκε μέ κάποιο δισταγμό μέσα στό στενό μονοπάτι καί σέ λίγο βρέθηκε σέ ἕνα φανταστικό τοπίο ὅπου ἡ βλάστηση τῶν δέντρων ἦταν τόσο πυκνή, ὥστε ἡ βροχή πού ἀκουγόταν μέ δυνατό θόρυβο μόλις καί μετά βίας περνοῦσε τά κλαδιά τῶν δέντρων. Προχώρησε διστακτικά, ἐνῶ γύρω του ἁπλώθηκε ἕνα μυστήριο μισοσκόταδο ὅπου διακρίνονταν οἱ φιγοῦρες τῶν δέντρων σάν γιγάντια παράξενα καί μυστήρια ζωντανά πλάσματα. Καθώς βάδιζε κατάκοπος, ξαφνικά συνέβη κάτι πού τόν κατατρόμαξε. Στά ἀριστερά του ἦταν μία ἀπόμακρη πλαγιά καί κάτω κυλοῦσε ἕνα βαθύ ρυάκι. Μέσα ἀπό τήν πλαγιά, ἔξαφνα πρόβαλαν μικρά ἀγριογούρουνα πού ἔτρεχαν σάν τρελά ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Τόν ἔπιασε φόβος γιατί ἀμέσως τοῦ ἦρθε ἡ σκέψη πώς κοντά στά μικρά βρίσκεται καί ἡ μεγάλη ἀγριογουροῦνα πού εἶναι ἀδυσώπητη ὅταν καταλάβει ὅτι κάποιος ἄγνωστος βρίσκεται κοντά στά μικρά της. Ἔνοιωσε ἕνα ρίγος καί σκέφτηκε πώς ἄν προβάλλει μέσα ἀπό τήν βλάστηση μέ ἐπιθετικές διαθέσεις, θά ἔπρεπε νά σκαρφαλώσει σέ κάποιο δέντρο ἄν καί τά πόδια του δέν τόν ἔπαιρναν. Ἦταν πραγματικά σέ ἀπελπιστική κατάσταση καί μέ δυσκολία κρατιόνταν ὄρθιος. Τότε συνέβη κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ἀπό τό βάθος τοῦ μονοπατιοῦ ἐμφανίστηκε σάν ἀνθρώπινη φιγούρα ἕνα μαῦρο ψηλό, ἀγέρωχο ἄλογο, πού τόν κοιτοῦσε μέ νόημα. Ἔμοιαζε σάν παράξενη ἀπόκοσμη ἀνθρώπινη φιγούρα ντυμένη μέ μαῦρα ράσα. Στήν ἀρχή τρόμαξε, ἀλλά μετά μία φωνή μέσα του τόν ἔσπρωξε νά πάει πρός τά ἐκεῖ. Τό ἄλογο ἄρχισε νά περπατάει ἀργά πρός τά μπρός καί κάθε λίγο καί λιγάκι γυρνοῦσε πίσω γιά νά δεῖ ἄν τόν ἀκολουθοῦσε ὁ προσκυνητής. Αὐτός ἄρχισε νά αἰσθάνεται μία ἀνακούφιση καί μία περίεργη στήν ἀρχή σιγουριά. Τό ἄλογο ἔδειχνε ὅτι καταλαβαίνει ποιός ἦταν, ὅτι εἶχε ἔρθει νά τόν βοηθήσει καί νά τόν ἐνθαρρύνει νά συνεχίσει τόν δρόμο του. Περπάτησε ἀρκετή ὥρα μέ τό ἄλογο σάν προστάτη καί ὁδηγό. Ἦταν πολύ περίεργο, ἀλλά ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, ἐνῷ ἡ κούρασή του εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ἄρχισε νά ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι τό ἄλογο ἦταν ἄνθρωπος πού τόν ἀντιμετώπιζε μέ ἀγάπη καί τόν προστάτευε ἀπό τό ἄγνωστο, μισοσκόταδο τοπίο. Τό βλέμμα του εἶχε μία παράξενη αἴσθηση ὅτι καταλαβαίνει πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνον, ὅτι ἔχει τήν ἀντίληψη τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ χρόνου ἀλλά καί τῆς κατάστασής του, σάν νά ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό αὐτόν. Ἡ βροχή δέν εἶχε σταματήσει καί ἦταν ἤδη μούσκεμα. Πέρασαν τό ποταμάκι ἀπό ἕνα αὐτοσχέδιο πετρῶδες πέρασμα πού τό ὑπέδειξε τό ἄλογο καί σέ λίγο ἀντίκρισε τά πρῶτα κτίσματα τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐνοίωσε μία μεγάλη ἀνακούφιση. Τό ἄλογο σάν ἄνθρωπος προχώρησε τώρα πιό γρήγορα καί πῆγε σέ ἕνα μικρό ξέφωτο. Ἐκεῖ σταμάτησε σοβαρό καί περίμενε τόν προσκυνητή. Ὅταν ἔφτασε δίπλα του, αὐτό τόν κοίταζε μέ ἕνα χαρακτηριστικό, σοβαρό, ἀλλά πολύ φιλικό ὕφος. Ἔνοιωσε παράξενα ἐνῷ ἦταν παντοῦ βρεγμένος καί τά πόδια του πονοῦσαν. Ἔνοιωσε τήν ἀνάγκη νά τό εὐχαριστήσει σάν ἄνθρωπο καί τοῦ μίλησε. Ἐκεῖνο τόν κοίταζε σά νά καταλάβαινε τί τοῦ ἔλεγε. Γιά μία στιγμή κατάλαβε πώς αὐτή ἦταν ἡ φυσιολογική του θέση. Λογικά θά ἔπρεπε νά βρίσκεται συνέχεια ἐκεῖ καί νά μήν ἀπομακρυνθεῖ χωρίς νά τοῦ τό ζητήσει κάποιος καλόγερος γιά κάποια ἐργασία, ὅμως τό ἄλογο εἶχε φύγει ἀπό τήν φυσιολογική του θέση, εἶχε ἔρθει μέσα στό μονοπάτι μέχρις σ` αὐτόν καί ἀπό ἐκεῖ τόν κάλεσε τρόπον τινά νά τό ἀκολουθήσει καί νά τόν βγάλει ἀπό τό μονοπάτι ὅπου τριγύριζαν τά ἀγριογούρουνα μέ ἄγνωστες διαθέσεις, ἴσως ἐπικίνδυνες ἀκόμα καί γιά τή ζωή του. Ἀνατρίχιασε, ἀλλά νόμιζε πώς εἶδε γιά μία στιγμή στή θέση τοῦ ἀλόγου ἕναν πολύ ψηλό, πολύ ἀδύνατο καί ἀγέρωχο καλόγερο πού τόν κοιτοῦσε μέ γλυκιά συμπάθεια.
Στή συνέχεια, προχώρησε γιά νά φτάσει κατάκοπος στή μεγάλη πύλη τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἔβλεπε τό Αἰγαῖο Πέλαγος. Ἡ βροχή δέν εἶχε σταματήσει καί πότιζε τώρα ὅλο του τό κορμί. Ὅταν μπῆκε στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ, πῆγε καί προσκύνησε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού στέκεται ὄρθια σάν ἀόρατη θεία μορφή μέ τά χέρια σάν νά σπέρνουν τή γῆ. Μετά τό προσκύνημα, κάθισε λίγο νά ξαποστάσει καί νά συλλογιστεῖ τί εἶχε συμβεῖ. Θυμήθηκε τότε πώς κάποιοι προσκυνητές μιλοῦσαν γιά τούς ἀόρατους μοναχούς πού συχνά ἐμφανίζονται σάν μορφές αἰθέριες, συχνά σάν κλασικοί καλόγεροι, συχνά σάν μυστήριες μαυροφορεμένες φιγοῦρες πού κάνουν πώς δέν σέ ἀκοῦνε καί στή συνέχεια χάνονται μυστηριωδῶς. Δέν ἤθελε νά ἰσχυριστεῖ πώς αὐτή ἦταν μία ἐμπειρία συνάντησης μέ κάποιο ἀόρατο μοναχό, ἀλλά στ’ ἀλήθεια, πόσο ἅγιο εἶναι τό Ὅρος Σου, Θεέ μου !!!
(από Mail που μας έστειλε ο Δ. Κανάρης)