2 6

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε, τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατήσχυνας Ἄρειον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ως θείος Αρχάγγελος, των νοερών στρατιών, Τριάδος την έλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρώς, Γαβριήλ Αρχιστράτηγε· όθεν εκ πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, σώζε απαρατρώτους, τους πιστώς σε τιμώντας, και πόθω ανευφημούντας, τα σα θαυμάσια

ΑΟΡΑΤΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

 ᾿Αναρτήθηκε: 25 Ιανουαρίου 2012 στό περιοδικό ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ μέ μικρές ὀρθογραφικές διορθώσεις ἀπό τόν Δημήτριο Κανάρη, τό κατά δύναμιν.

δ καί διακόσια περίπου χρόνια κυκλοφοροσε στό γιον ρος φήμη γιά τήν παρξη τν όρατων μοναχν γυμνῶν σκητῶν, όρατων σκητῶν, θαυματουργῶν σκητῶν, σκητές πού μφανίζονται ποτε καί που θέλουν, μοναχοί πού ζονε πό τό τίποτα, μέ τίς πιό δύσκολες συνθκες, καλόγεροι πού χάνονται στό βάθος το χρόνου, πού χουν τό μυστήριο καί τή θεία χάρη νά τούς συνοδεύει σέ λη τους τή ζωή, πού τρέφονται πως τά περιστέρια το ορανο πό τή θεία εσπλαχνία, πού χουν τή δύναμη νά διαβάζουν τόν προσκυνητή καί νά ξέρουν περισσότερα γι’ ατόν πό τι ο διος γνωρίζει γιά τόν αυτό του. Ὅπως ναφέρεται εναι εἶναι μια μάδα σκητν τόν ριθμό πτά, δώδεκα, ννέα, πού ζον μέ κρα σκηση μέ μοναδικό ργο τήν διάλειπτη προσευχή πέρ λου του κόσμου. χουν λάβει εδική χάρη πό τόν Κύριο νά ζον οικοι καί γυμνοί, νά εναι όρατοι πό τούς φθαλμούς τν νθρώπων.


Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ατοί ο δώδεκα, πτά ρημίτες, μοναχοί, γιοι, θά πιτελέσουν τήν τελευταία θεία λειτουργία στήν κορυφή το θωνα, στόν ναό τς Μεταμορφώσεως πού βρίσκεται στήν περιοχή ατή. Καί μετά θά λθει συντέλεια το κόσμου, δηλαδή Δευτέρα Παρουσία, πως τήν περιγράφει Βίβλος. Ατοί ο όρατοι μοναχοί τῆς σχατης γενις, δέν θά γευτον τόν φυσικό θάνατο, λλά θά μεταμορφωθον, δηλαδή θά λλάξουν μορφή καί τά σώματά τους θά γίνουν φθαρτα καί θάνατα πως λων τν ερισκομένων ν ζωῇ νθρώπων.

τίτλος ατός, δηλαδή όρατοι μοναχοί, όρατοι ρημίτες, χει δύο ννοιες καί δύο ρμηνεες. μία ες τό τι ο ρημίτες ατοί χουν τήν μυστηριώδη χάρη πό τόν Θεό νά εναι όρατοι καί νά ζον μυστηριώδη ζωή καί λλη ες τό τι ο ρημίτες ατοί το θωνα εναι φανες καί όρατοι πό τούς νθρώπους, διά τό λόγον τι εναι κρυμμένοι καί ο τόποι πού κατοικον εναι τόσο πόμεροι καί πρόσιτοι πού εναι σχεδόν παντελς δύνατον νά τούς συναντήσουν στω νά τούς ντικρύσουν ο νθρωποι. Τίς νύχτες γρυπνον προσευχόμενοι ρθιοι καί γιά νά μήν νυστάξουν καί πέσουν κάτω  μετά τίς μεσονύκτιες ρες πού ποκάμνουν, στηρίζονται μέ σχοινιά δεμένοι πό τίς μασχάλες καί κρέμονται πό δοκάρια. ταν πεθάνει κάποιος πό ατούς, ρχονται σέ παφή μέ κάποιον λλον νάρετο πό τούς γιορετες μοναχούς, ποος προσφεύγει κοντά τους μέ θαυμαστό τρόπο καί γίνονται πάλι φτά.
Ἡ ἔρημος τοῦ Ἄθω
πάρχει μία περιοχή το γίου ρους πού κτείνεται στό νότιο κρο πό τήν Σκήτη Μικρά γία ννα μέχρι τήν Σκήτη τς Γλώσσας Προβάτα, μία πολύ μεγάλη κταση γεμάτη δέντρα καί πυκνά δάση. Ατή περιοχή λέγετε ρημος τοῦ θω. Σέ ατή τήν περιοχή λέγεται τι ζονε δ καί αἰῶνες ο όρατοι μοναχοί. πως ναφέρεται, κατά καιρούς κάνουν τήν μφάνισή τους σέ πολύ λίγους κατοίκους τς περιοχς ατς, σεβάσμιοι στήν ψη ποσκελετωμένοι σκητές. Κατά κοινήν μολογία, εναι τελείως γυμνοί πό νδύματα λικά, λλά καλύπτονται πό τήν χάρη το Θεο. Μία πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ ατό τό θέμα πρξε  σέ να γιορείτικο περιοδικό πού κυκλοφοροσε προπολεμικά  μέ τόν τίτλο, «γιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στό περιοδικό ατό πού κυκλοφοροσε πό τό 1930 μέχρι τό 1938, νας  γιατρός, Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός θανάσιος Καμπανάου, δελφός τῆς ερς Μονς Μεγίστης Λαύρας, γραψε γιά πρώτη φορά γιά τούς γυμνούς καί χωρίς κατοικία ατούς μοναχούς τι : «Πολλά πράγματα γνωρίζει τό τά ἅπαντα φορν μμα· περί δέν τν οίκων πού βρίσκονται στά Κρῦα Νερά τί νά επω, τό πανέφορον μμα ξέρει  τήν πολιτείαν τους».

Κάποιος λλος πατέρας, πατήρ Γεράσιμος μοναχός Μενάγιας, χημικός στήν κοσμική του ζωή πού στή συνέχεια παράτησε καριέρες καί πιστημονικές ρευνες καί γινε συχαστής καί κάτοικος τς ρήμου το γίου Βασιλείου, εχε δελφική φιλία μέ τόν γιατρό τς Λαύρας, θανάσιο Καμπανάου. ταν εδε νά δημοσιεύει ατά τά πράγματα στό περιοδικό «γιορείτικη Βιβλιοθήκη», τόν βρκε καί το κανε σύσταση καί παρατήρηση νά μήν κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις καί νά μήν γράφει πράγματα μάρτυρα, τά ποῖα πιθανόν νά προκαλέσουν δυσπιστίες καί γέλωτες σέ βάρος τς μοναχικῆς πολιτείας το γίου  ρους. Στίς παρατηρήσεις ατές, γιατρός πατήρ θανάσιος πάντησε μέ τό γνωστό ρεμο φος του : -Καλέ μου νθρωπε καί γαπητέ μου δελφέ, δέν μπορ νά μήν γράψω καί νά μήν δημοσιεύσω ατά τά ποῖα ρθε ατόπτης μάρτυρας καί μο επε τι θελε νά δημοσιευτον, γιατί θά ρρωστήσω καί θά πεθάνω. ἄνθρωπος  ατός ταν Γέρων  ντώνιος πό τόν γιο Πέτρο. Στόν νθρωπο ατό, ο όρατοι σκητές εχαν μφανιστε καί το ζήτησαν νά πάει καί νά πε στόν γιατρό τι σέ λίγο θά ρρωστήσει καί θά πεθάνει καί γι’ ατό θά πρέπει νά τοιμαστε. Καί  πράγματι Γέρο ντώνιος πγε καί φο συνάντησε τόν γιατρό το επε ατά πού το εχαν πε ο όρατοι σκητές. Στή συνέχεια, το δειξε ναν σταυρό ξύλινο τόν ποο το τόν εχαν δώσει ο σκητές. Σέ ατόν τόν σταυρό πάνω ταν σκαλισμένα τά γράμματα «Μακάριος ερομόναχος». Μετά πό λίγο καιρό, γιατρός  πατήρ θανάσιος ρρώστησε βαριά καί κοιμήθηκε τόν αώνιο πνο (+1940), φο πρτα μως ποκάλυψε καί δημοσίευσε τήν λήθεια, τι πάρχουν καί περιφέρονται πό τόπου ες τόπον στήν ρημο τοῦ θω, ο γιοι ατοί σκητές καί Μοναχοί.
Πατήρ Παΐσιος
Ο ερομόναχος θανάσιος Σιμωνοπετρίτης, βρίσκεται δ καί πολλά χρόνια στό γιον ρος καί δη πό τήν δεκαετία το  ῍70 εχε γνωρίσει τόν πατέρα Παΐσιο. Τότε ταν ρχιγραμματέας τς ερς Κοινότητος καί κάθε πόγευμα συνήθιζε νά κατεβαίνει στό κελί το πατρός Παϊσίου μέ τόν ποο εχε πολλές καί νδιαφέρουσες συνομιλίες. Σέ μία πό ατές τίς συναντήσεις μέ τόν γέροντα, γινε μεταξύ τους   παρακάτω  νδιαφέρουσα συζήτηση. Συγκεκριμένα, πως διηγεται πατήρ θανάσιος: «Μία φορά, τό 1978, τήν μέρα μετά το Πάσχα, πγα μέ να φωτογράφο στόν πατέρα Παΐσιο. ταν μόνος του καί χάρηκε πολύ πού μς εδε.

–Έβαψα αγά, επε, καί δέν εχα πελατεία, λτε νά κεραστετε. Τήν περίοδο κείνη γέροντας Παΐσιος δέν ταν κόμα πολύ γνωστός. φο καθίσαμε καί συζητήσαμε, πρίν σκοτεινιάσει το ζήτησα ελογία καί το επα.
–Άντε γέροντα νά πηγαίνουμε πρίν σκοτεινιάσει γιατί δέν χουμε φακό καί μπορε νά χτυπήσουμε κάπου.
Ατός τότε μου επε:
–Καθίστε λίγο κόμα, κανα μάν νά δ κάποιον πισκέπτη. Βέβαια δέν εχε νάγκη πό πισκέπτες γέροντας.  Καθίσαμε πάλι καί τότε τόν ρώτησα (που Α πατήρ θανάσιος που Π πατήρ Παΐσιος).
Α.–Γέροντα πγα προχτές στήν γία ννα καί στή μικρή γία ννα καί κουσα νά λένε κε γιά τούς γυμνούς σκητές.
Π.– ῎Ε, τί θές νά σοῦ π;
Α.-Γέροντα, πάρχουν δέν πάρχουν;
Π.-σύ τί λές, πάρχουν;
Α.-Γέροντα, φο πρχαν παλιά, γιατί νά μήν πάρχουν καί σήμερα;  
Σκέφτηκε λιγάκι καί μετά μοῦ επε:
Π.– ταν σέ ρωτνε, νά λές πώς πάρχουν.
Α.-Πόσοι εναι γέροντα; Στήν γία ννα κουσα πώς εναι δώδεκα, στή Μικρή γία ννα τι εναι ννέα.
Π.-Δέν εναι οτε δώδεκα, οτε ννέα.
Α.-Ἐ, πόσοι εναι;
Π.–Ἑφτά.
Α.-Καί πο βρίσκονται;
Π.-Γυρίζουν στόν θωνα.
Α.-Καί πς συμπληρώνεται ριθμός τους ταν κάποιος πεθάνει;
Π.-Ξέρουν ατοί. ταν κάποιος πεθάνει, ξέρουν πο θά βρονε τόν κατάλληλο πού μπορε νά ντέξει τίς σκήσεις τους καί τόν παίρνουν μαζί τους.
Α.-Καί μπορε νά τούς δε καθένας;
Π.-Ἄ, χι! χουν τή χάρη νά κάνουν προσευχή καί νά γίνονται όρατοι. Μπορε νά εναι μπροστά σου καί σύ νά μήν τούς βλέπεις.  , αὐτό πράγματι εναι λήθεια. γώ χω τέσσερις μαρτυρίες πό προσκυνητές πού δέν βλεπαν τόν πατέρα Παΐσιο, ἐνῷ κενος ταν δίπλα τους καί τούς μφανίστηκε τελείως ξαφνικά πό τό πουθενά.
Α.-Θέλω νά μο πες τί τρνε.
Π.-Δύσκολο γιά τόν Θεό εναι νά τούς ταΐσει; Ατοί βρίσκονται γυμνοί στά χιόνια, τό τί τρνε εναι τό λιγότερο.  ντε τώρα πρέπει νά φύγετε.
Α.-Νά σέ ρωτήσω κάτι τελευταο.
Π.-Ἔ, ντε λέγε.
Α.-σύ τούς χει δε, τούς γνωρίζεις;
Π.-Ἔ, ελογημένε τί περιέργεια εναι ατή;
Α.-Κοίταξε γέροντα μπορε νά πεθάνω γώ πρτος, μπορε νά πεθάνεις σύ πρτος. ν πεθάνω γώ, δέν θά πάρχει κάποιος νά λέει τι πατήρ Παΐσιος τούς ξέρει, ν σύ πεθάνεις πρτος, τό παίρνεις μαζί σου.
Γέλασε.
Π.-Κοίταξε νά σοῦ π, ξέρω μόνο τούς τέσσερις. Κάθε πέντε χρόνια χω ραντεβοῦ. Νά, σέ λίγο καιρό θά ρθει κάποιος παπάς Σεραφείμ νά κουβεντιάσουμε. λλά κοίταξε, επε κοιτάζοντας κάπου φηρημένα. Υπάρχει μεγαλύτερη κατάσταση στό γιον ρος.
Α.-Μεγαλύτερη; τί μεγαλύτερη;
Π.-Θές νά σοῦ π τώρα; Θά σοῦ στρίψει βίδα καί θά καταλήξεις στόν Λεμπέτη.

Σέ μία λλη μαρτυρία, λέει πώς τό 1950, ταν Γέροντας Παΐσιος εχε πάει στό γιον ρος γιά πρώτη φορά, γυρνοσε στά μοναστήρια καί στίς Σκτες το θωνα γιά νά βρε γίους καί νάρετους Μοναχούς καί σκητές καί νά φεληθε πνευματικά καί γιά νά ποταχτε σέ κάποιον πό ατούς. Μία μέρα πεζοπορῶντας πό τήν Σκήτη τν Καυσοκαλυβίων γιά νά πάει στήν Σκήτη τς γίας ννας, χασε τόν δρόμο του καί μετά τήν Κερασιά ντί νά πάει σια στό μονοπάτι, κε πού εναι διασταύρωση καί βρύση, στριψε δεξιά πρός τό νηφορικό μονοπάτι πού δηγε πρός τόν θωνα. ταν περπάτησε ρκετά καί κατάλαβε τι χάθηκε διότι εχε ρχίσει νά νεβαίνει πολύ ψηλά, νησύχησε γιά τό τί πρέπει νά κάνει. Κάθισε τότε καί προσευχήθηκε στήν Παναγία γιά νά τόν βοηθήσει νά βρε τόν δρόμο του πρός τήν γία ννα. κε πού προσευχόταν, βλέπει ξαφνικά ναν γνωστο ναχωρητή ποος τόν πλησίασε καί το λέγει.  –Δέν εναι ατός δρόμος πού δηγε στήν γία ννα. Νά πς κάτω ρκετά κε πού βρκες τήν διασταύρωση πού εναι τό νερό καί νά πάρεις τό μονοπάτι στά δεξιά σου καί θά σέ βγάλει στήν γία ννα. φο τόν εχαρίστησε Γέροντας Παΐσιος τόν ρώτησε πο μένει. ναχωρητής τότε το δειξε τόν θωνα καί το πάντησε: – Νά δ πιό πάνω. πως ναφέρει Γέροντας Παΐσιος, τό φόρεμα το γνώστου ατο ναχωρητ ταν ξεθωριασμένο σάν καραβόπανο καί μιλία του καί λη ψη του δειχναν τι δέν εχε παφές μέ λλους νθρώπους. ντορβάς του καί τό ζωστικό του ταν μπαλωμένα λλο μέ κλωστή καί λλο μέ γριους θάμνους πού λέγονται σπαρτά. Φαινόταν λικίας βδομήντα χρονν περίπου. Τό δέ φος ταν σεβάσμιο καί τό πρόσωπό του κτινοβολοσε καί φαινόταν σάν γιος.

ταν ργότερα συναντήθηκε μέ νάρετους γιορετες Γέροντες καί τούς διηγήθηκε γιά τόν νώνυμο ναχωρητή πού συνάντησε, το επαν τι τό πιθανότερο ατός γνωστος ναχωρητής ταν νας πό τούς 12, κατά λλους 7, φανες ναχωρητές το γίου ρους, δηλαδή τούς όρατους μοναχούς του θωνα.
Μια ἀσυνήθιστη ἐμπειρία
Συνήθως, ταν κάποιος  πάει στό γιον ρος, τό κάνει γιά τρες κυρίως λόγους: 1) Γιατί χει να σοβαρό πρόβλημα, συνήθως γείας γι’ ατόν, γιά κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο μέ τήν λπίδα νά βρε κάποιον σοφό γέροντα μέ τήν κανότητα νά τόν βοηθήσει 2) Γιά τουριστικούς λόγους, νά δε πιτέλους καί νά γνωρίσει τί εναι ατό τό περίφημο γιον ρος γιά τό ποο μιλνε σέ λο τόν κόσμο καί τό πισκέπτονται πρόεδροι, βασιλες καί πρωθυπουργοί  (ρα Κάρολος, βασιλιᾶς τς γγλίας, Βλαδίμηρος Πούτιν τς Ρωσίας κ.ἄ. 3) Γιά καθαρά πνευματικούς λόγους.

Στήν περίπτωση ατή, συνήθως πηγαίνει συστημένος, καί στίς περισσότερες περιπτώσεις γιά νά συναντήσει τόν πνευματικό του καθοδηγητή, τόν πνευματικό του πατέρα μέ τόν ποο θά συζητήσουν διάφορα ζητήματα πνευματικά μέχρι καί κοινωνικά πού πτονται τς προσωπικς του ζως.

πάρχει καί νας τελευταος λόγος γιά κάποιους πού ζητνε μία ξεχωριστή μπειρία.

μως τό γιον ρος δέν «ποκαλύπτεται» παρά μόνο σέ λίγους.  Τό περίεργο εναι πώς καμιά φορά ποκαλύπτεται καί σέ πισκέπτες πού δέν χουν τό καταξιωμένο πόβαθρο γιά νά τούς ποκαλυφθε λη πραγματική για φύση ατο του τόπου, πού παρόμοιός του δέν πάρχει σέ λο τόν κόσμο. Ατό δέ, γίνεται κριβς γιά νά φεληθον πνευματικά καί νά λλάξουν τήν λη τους θεώρηση γιά τήν ζωή καί τόν κόσμο. Καί πράγματι, στό γιον ρος συμβαίνουν συχνά μικρά μεγάλα θαύματα καί πολλοί προσκυνητές βρίσκονται σέ διάφορες περιπέτειες πού δέν θά μπορούσαν  νά τίς φανταστον σέ κάποιο λλο μέρος ἤ, τό πιό συνηθισμένο, ργον νά τίς συνειδητοποιήσουν  καί μετά πό καιρό, συνήθως ξαφνικά, τούς ρχεται φώτιση γιά νά καταλάβουν π.χ. τί επε κάποιος γέροντας, γιατί τό επε, γιατί  ντίκρισαν κάποια εκόνα σάν νά τούς κοιτοσε ζωντανή, γιατί μετά πό μία ξαντλητική γρύπνια ντί νά πέσουν ξεροί γιά πνο, εχαν τέτοια ζωτικότητα, πού ντεχαν στή συνέχεια σέ κοπιαστική πορεία πολλν ρν.

Πρίν πό λίγο καιρό, κάποιος φίλος εχε πάει στόν Γέροντά του,   στήν Σκήτη του στήν Καψάλα, να μαγευτικό καί πνιγμένο στήν βλάστηση μέρος νάμεσα στίς Καρυές καί στήν Μονή Παντοκράτορος καί Σταυρονικήτα. Μετά πό μία περιεκτική πως πάντα συζήτηση πού εχαν, μέ μεγάλο τό πνευματικό φελος, ποχαιρέτησε τόν χαρισματικό ατόν Γέροντα -ν ξω περίμεναν δεκάδες προσκυνητές νά τοῦ μιλήσουν- καί κίνησε πεζῆ γιά τήν Μονή το Παντοκράτορος, που συνήθως καταλύει ταν βρίσκεται στό γιον ρος. δρόμος ταν κατηφορικός καί φυσοσε να δροσερό εράκι. Τό τοπίο μέ φόντο τήν θάλασσα ταν μαγευτικό, λλά σέ λίγο ρχισε νά βρέχει καί έρας  γινε ξαφνικά πολύ δυνατός. Περπατοσε μέ μεγάλη δυσκολία σπου φτασε σέ να μονοπάτι πού κοβε στήν πλαγιά δεξιά πό τόν κυρίως δρόμο, σέ μία πότομη κατηφόρα καί φτανε πιό γρήγορα στό μοναστῆρι πού φαινόταν μεγαλόπρεπο κάτω στήν βραχώδη κτή. Μπκε στό μονοπάτι, λλά γρήγορα κατάλαβε τι ταν δύνατο νά τό βαδίσει καθώς ταν πολύ στενό καί τό νερό τό εχε μετατρέψει σέ μικρό χείμαρρο. Πολύ κουρασμένος γύρισε πρός τά πίσω νά νέβει ναγκαστικά ξανά στόν κεντρικό δρόμο καί τότε εδε πό ψηλά στόν δρόμο νά περνάει να φορτηγό. Σκέφτηκε πρός στιγμή τι σώθηκε πό τήν ταλαιπωρία. Φώναξε δυνατά, λλά δυστυχς δηγός το φορτηγο δέν τόν κουσε.  Τί κρίμα, σκέφτηκε, Θεός φαίνεται θελε νά κουραστε καί λλο. Ἔνοιωθε πραγματικά ξεθεωμένος καθώς νέβηκε καί ξαναβρέθηκε στόν κυρίως δρόμο γιά τό μοναστῆρι. βροχή τώρα εχε δυναμώσει καί εχε γίνει μπόρα, έρας φυσοσε καί τά πόδια του πονοσαν. Προχώρησε σφιγμένος καί σέ λίγο ξαφνικά  ντίκρισε δεξιά του  τήν εσοδο  νός λλου μονοπατιο πού εχε καί μία ταμπέλα, «πρός Ἱ.Μονήν Παντοκράτορος». μέσως σκέφτηκε νά κολουθήσει ατό τό μονοπάτι πού δέν τό ξερε γιατί φαντάστηκε τι σίγουρα θά φτανε πιό γρήγορα στό μοναστῆρι. Μπκε μέ κάποιο δισταγμό μέσα στό στενό μονοπάτι καί σέ λίγο βρέθηκε σέ να φανταστικό τοπίο που βλάστηση  τν δέντρων  ταν τόσο πυκνή, στε βροχή πού ἀκουγόταν μέ δυνατό θόρυβο μόλις καί μετά βίας περνοσε τά κλαδιά τν δέντρων. Προχώρησε διστακτικά, ν γύρω του πλώθηκε να μυστήριο μισοσκόταδο που διακρίνονταν ο φιγορες τν δέντρων σάν γιγάντια παράξενα καί μυστήρια ζωντανά πλάσματα. Καθώς βάδιζε κατάκοπος, ξαφνικά συνέβη κάτι πού τόν κατατρόμαξε. Στά ριστερά του ταν μία πόμακρη πλαγιά καί κάτω κυλοσε να βαθύ ρυάκι. Μέσα πό τήν πλαγιά, ξαφνα  πρόβαλαν μικρά γριογούρουνα πού τρεχαν σάν τρελά πό τό να μέρος στό λλο. Τόν ἔπιασε φόβος γιατί  μέσως το ρθε σκέψη πώς  κοντά στά μικρά βρίσκεται καί μεγάλη γριογουρονα πού εναι δυσώπητη ταν καταλάβει τι κάποιος γνωστος βρίσκεται κοντά  στά μικρά της. Ἔνοιωσε να ρίγος καί σκέφτηκε πώς ν προβάλλει μέσα πό τήν βλάστηση μέ πιθετικές διαθέσεις, θά πρεπε νά σκαρφαλώσει σέ κάποιο δέντρο ν καί τά πόδια του δέν τόν παιρναν. ταν πραγματικά σέ πελπιστική κατάσταση καί μέ δυσκολία κρατιόνταν ρθιος. Τότε συνέβη κάτι τό τελείως προσδόκητο. πό τό βάθος το μονοπατιο μφανίστηκε σάν νθρώπινη φιγούρα να μαρο ψηλό, γέρωχο λογο, πού τόν κοιτοσε μέ νόημα. Ἔμοιαζε σάν παράξενη πόκοσμη νθρώπινη φιγούρα ντυμένη μέ μαρα ράσα. Στήν ρχή τρόμαξε, λλά μετά μία φωνή  μέσα του τόν σπρωξε νά  πάει πρός τά κε. Τό λογο ρχισε νά περπατάει ργά πρός τά μπρός καί κάθε λίγο καί λιγάκι γυρνοσε πίσω γιά νά δε ν τόν κολουθοσε προσκυνητής. Ατός ρχισε νά ασθάνεται μία νακούφιση καί μία περίεργη στήν ρχή σιγουριά. Τό λογο δειχνε τι καταλαβαίνει ποιός ταν, τι εχε ρθει νά τόν βοηθήσει καί νά τόν νθαρρύνει νά συνεχίσει τόν δρόμο του. Περπάτησε ρκετή ρα μέ τό λογο σάν προστάτη καί δηγό. ταν πολύ περίεργο, λλά σο περνοσε ρα, ἐνῷ κούρασή του εχε ξαφανιστερχισε νά χει  τήν ασθηση τι τό λογο ταν νθρωπος πού τόν ντιμετώπιζε μέ γάπη καί τόν προστάτευε πό τό γνωστο, μισοσκόταδο τοπίο. Τό βλέμμα του εχε μία παράξενη ασθηση τι καταλαβαίνει πολύ περισσότερο πό κενον, τι χει τήν ντίληψη το περιβάλλοντος καί το χρόνου λλά καί τς κατάστασής του, σάν νά ταν κάτι παραπάνω πό ατόν. βροχή δέν εχε σταματήσει καί ταν δη μούσκεμα. Πέρασαν τό ποταμάκι πό να ατοσχέδιο πετρδες πέρασμα πού τό πέδειξε τό λογο καί σέ λίγο ντίκρισε τά πρτα κτίσματα το μοναστηριο. νοίωσε μία μεγάλη νακούφιση. Τό λογο σάν νθρωπος προχώρησε τώρα πιό γρήγορα καί πγε σέ να μικρό ξέφωτο. κε σταμάτησε σοβαρό καί  περίμενε τόν προσκυνητή. ταν φτασε δίπλα του, ατό τόν κοίταζε μέ να χαρακτηριστικό, σοβαρό, λλά πολύ φιλικό φος. Ἔνοιωσε παράξενα ἐνῷ  ταν  παντο βρεγμένος καί τά πόδια του πονοσαν. Ἔνοιωσε τήν νάγκη νά τό εχαριστήσει σάν νθρωπο καί το μίλησε. κενο τόν κοίταζε σά νά καταλάβαινε τί το λεγε. Γιά μία στιγμή κατάλαβε πώς ατή ταν φυσιολογική του θέση. Λογικά θά  πρεπε νά βρίσκεται συνέχεια κε καί νά μήν πομακρυνθε χωρίς νά το τό ζητήσει κάποιος καλόγερος γιά κάποια ργασία, μως τό λογο εχε φύγει πό τήν φυσιολογική του θέση, εχε ρθει μέσα στό μονοπάτι μέχρις σ` ατόν καί πό  κε τόν κάλεσε τρόπον τινά νά τό κολουθήσει καί νά τόν βγάλει πό τό μονοπάτι που τριγύριζαν τά γριογούρουνα μέ γνωστες διαθέσεις, σως πικίνδυνες κόμα καί γιά τή ζωή του. νατρίχιασε, λλά νόμιζε πώς εδε γιά μία στιγμή στή θέση το λόγου ναν πολύ ψηλό, πολύ δύνατο καί γέρωχο καλόγερο πού τόν κοιτοσε μέ  γλυκιά συμπάθεια.

Στή συνέχεια, προχώρησε γιά νά φτάσει κατάκοπος στή μεγάλη πύλη το μοναστηριοῦ, πού βλεπε τό Αγαο Πέλαγος. βροχή  δέν εχε σταματήσει καί πότιζε τώρα λο του τό κορμί. ταν μπκε στήν αλή το μοναστηριοῦ,  πγε καί προσκύνησε τήν εκόνα τς Παναγίας πού στέκεται ρθια σάν όρατη θεία μορφή μέ τά χέρια σάν νά σπέρνουν τή γ.  Μετά τό προσκύνημα, κάθισε λίγο νά ξαποστάσει καί νά συλλογιστε τί εχε συμβε. Θυμήθηκε τότε πώς κάποιοι προσκυνητές μιλοσαν γιά τούς ἀόρατους μοναχούς πού συχνά μφανίζονται σάν μορφές αθέριες, συχνά σάν κλασικοί καλόγεροι, συχνά σάν μυστήριες μαυροφορεμένες φιγορες πού κάνουν πώς δέν σέ κονε καί στή συνέχεια χάνονται μυστηριωδς. Δέν θελε νά σχυριστε πώς ατή ταν μία μπειρία συνάντησης μέ κάποιο όρατο μοναχό, λλά  στ’ λήθεια,  πόσο γιο εναι τό ρος Σου, Θεέ μου !!!
(από Mail που μας έστειλε ο Δ. Κανάρης)