Τα πορίσματα της ημερίδος «Γλώσσα και Λατρεία - νοησιαρχία ή μέθεξις;»
διοργανωθείσης ὑπὸ τῆς Ἐνορίας Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς,
τὴν 17η Ἀπριλίου 2010,
ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου Β´.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας θεωρεῖται ἀπὸ ὡρισμένους ὡς τὸ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν θ. Λατρεία καὶ ζητοῦν ἐπιμόνως ριζικὲς ἀλλαγές.
Ὡς συνειδητὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κληρικοὶ μὲ ποιμαντικὴ εὐθύνη συμπάσχουμε καὶ ἀλγοῦμε γιὰ τὴν ἀφύσικα διαμορφωμένη ἐξωτερικὴ κατάσταση τῆς γλωσσικῆς ἀφασίας καὶ ἀπαξίας, ποὺ ἐμπνέει καταναλώσιμους πειραματισμοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε χρειάζεται μιὰ γνήσια ἀπάντηση στὸ γλωσσικὸ τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰλικρινῆ συζήτηση. Μιὰ ἀπάντηση ἐκκλησιαστική, ρεαλιστική, γερὰ θεμελιωμένη στὰ πατερικὰ κριτήρια.
Ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπολυτοποιεῖται, εἶναι «ὁ φάρος ὁ παμφαής», ὁ ὁποῖος «εἰς τὸν λιμένα ὁδηγεῖ, δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λιμήν» κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
Ὁ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς κιβωτός, διατήρησε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σ᾽ ὅλη τὴν διαχρονική της ἔκταση καὶ τὴν χρησιμοποίησε κατὰ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἐπὶ δύο χιλιετίες γιὰ την διακονία τῆς λατρείας, τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς της (κήρυγμα). Δὲν ἔχουν ἄραγε τὸ δικαίωμα οἱ νεώτερες γενιὲς νὰ παραλάβουν τοὺς θησαυρούς της, ὡς πατρικὴ κληρονομιά, καὶ ὄχι μόνον ἕνα μέρος της, τὴ Νεοελληνική; Καὶ μήπως μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, θὰ χρειάζεται καὶ αὐτὴ ἀνανέωση;
Ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια προσεγγίζει τὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πραγματικὴ «οὐσία» καὶ τὸ μεγαλεῖο τους»
Πῶς μποροῦν νὰ μεταφρασθοῦν τὰ ὡραιότατα ὑμνολογικὰ κείμενα ,ὅπου κάθε στίχος εἶναι καὶ μιὰ μουσικὴ φράση», τὰ ὁποῖα «σύγκρισιν οὐκ ἐδέξαντο, οὐδὲ δέξονται μέχρις ἂν ὁ καθ᾽ ἡμᾶς βίος περαιωθῇ» καὶ τα ὁποῖα εἶναι ἀποτέλεσμα τελείας συνθέσεως ἀπὸ τὴν ἐπένδυση τῆς θείας χάριτος, τὴν μελωδικότητα τὼν γραφομένων, τὴν ἀρτιότητα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν νοημάτων;
Μὲ πόση σαφήνεια θὰ μεταφερθῆ τὸ τριαδολογικὸ δόγμα (ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις), τὸ χριστολογικό, ἡ κοινότητα ζωῆς μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὀντολογικὴ μετοχή τους στὸ οἰκουμενικὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἐπανέλθουν προβλήματα, τὰ ὁποῖα ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς πρώτους της αἰῶνες; (Ἀρειανισμός, Μονοφυσιτισμός), ἢ μήπως προκύψουν νέα; Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν ἔλειψαν.
Γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα δὲν χρειάζεται μετάφραση, ἀλλὰ ἑρμηνεία, ἐξήγηση κατήχηση, μὲ περιεχόμενο μυσταγωγικὸ καὶ ὄχι ἠθικολογικὸ ἢ γνωσιολογικὸ μόνον. Αὐτὰ προϋποθέτουν μαθητεία, ἐξοικείωση, προθυμία καὶ ἄσκηση, μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐνορίας, ὅπου μὲ τὴν βοήθεια κληρικῶν, γονέων, κατηχητῶν κ.λπ. οἱ νεώτεροι θὰ λάβουν ἀφορμὲς γιὰ μεγαλύτερη ἐμβάθυνση καὶ θὰ γίνουν πρόσωπα ἐλεύθερα, ὄχι χειραγωγούμενη μᾶζα, ἀκολουθοῦσα εὔκολες λύσεις, ποὺ σκεπάζουν τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ραθυμία, μέσα σὲ πληθώρα προβλημάτων, ὑπαρξιακῶν καὶ καθημερινῶν.
Τὸ ὅλο θέμα δὲν συνιστᾶ πρόβλημα γλωσσικῆς κατανοήσεως (νοησιαρχία), ἀλλὰ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ καὶ συγκροτήσεως. Ὁ εὐσεβὴς χριστιανός, κι ἂν δὲν διαθέτει παιδεία ἐγκεφαλική, μπορεῖ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του νὰ προσεγγίση τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν καρδιά του καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες φαίνεται ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατὸν) βιωματικὸς λόγος (μέθεξις) γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Xριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Mεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως). Μήπως ἂν γίνει μετάφραση τὴν γλῶσσα, ἀνοίγει ὁ δρόμος καὶ γιὰ «μεταφράσεις» (ἀλλαγὲς) σὲ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς «γλῶσσες», ὅπως ἡ εἰκονογραφία, ἡ μουσική, τὸ Τυπικό, ἡ ἀμφίεση τῶν κληρικῶν, τὰ εὐχαριστιακὰ εἴδη, οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἀγροτοποιμενικὴ ζωὴ στὰ Εὐαγγέλια, ἡ ἴδια ἡ ἀναίμακτη Θυσία κ. ἄ.
Τὸ πρόβλημα «μετάφραση» ἐντάσσεται, ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε, στὰ γενικότερα πλαίσια τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου μέσῳ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς γλώσσης καὶ τῆς σκέψεως.
Ζοῦμε σ᾽ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη. Ἄραγε εἶναι σκόπιμη ἡ αὐτοεμπλοκὴ τῆς (ἑλληνόφωνης) Ἐκκλησίας σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὶς ἔννοιες, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐν ῶ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;
Ἂς μὴ ἐγκλωβιστοῦμε στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῆς νοησιαρχίας. Ἂς ἐργασθοῦμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν εὐλογημένη «μέθεξη» μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως κατὰ χάριν.
Τέλος, μὲ εὐλάβεια καὶ υἱικὸ σεβασμό, παρακαλοῦμε τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπαναλαμβάνουσα ἀνάλογες ἐνέργειές της τοῦ παρελθόντος, νὰ διασφαλίση καὶ σήμερα τὸ ἀμετάφραστον τῶν κειμένων καὶ ἀναγνωσμάτων τῆς λατρείας, μεριμνῶσα ὅμως παραλλήλως γιὰ τὴν προσφορὰ μεταφράσεών τους γιὰ ἰδιωτικὴ χρήση καὶ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ λαοῦ μας διὰ τὴν συμμετοχή του στὴν λατρεία.
διοργανωθείσης ὑπὸ τῆς Ἐνορίας Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς,
τὴν 17η Ἀπριλίου 2010,
ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου Β´.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας θεωρεῖται ἀπὸ ὡρισμένους ὡς τὸ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν θ. Λατρεία καὶ ζητοῦν ἐπιμόνως ριζικὲς ἀλλαγές.
Ὡς συνειδητὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κληρικοὶ μὲ ποιμαντικὴ εὐθύνη συμπάσχουμε καὶ ἀλγοῦμε γιὰ τὴν ἀφύσικα διαμορφωμένη ἐξωτερικὴ κατάσταση τῆς γλωσσικῆς ἀφασίας καὶ ἀπαξίας, ποὺ ἐμπνέει καταναλώσιμους πειραματισμοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε χρειάζεται μιὰ γνήσια ἀπάντηση στὸ γλωσσικὸ τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰλικρινῆ συζήτηση. Μιὰ ἀπάντηση ἐκκλησιαστική, ρεαλιστική, γερὰ θεμελιωμένη στὰ πατερικὰ κριτήρια.
Ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπολυτοποιεῖται, εἶναι «ὁ φάρος ὁ παμφαής», ὁ ὁποῖος «εἰς τὸν λιμένα ὁδηγεῖ, δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λιμήν» κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
Ὁ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς κιβωτός, διατήρησε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σ᾽ ὅλη τὴν διαχρονική της ἔκταση καὶ τὴν χρησιμοποίησε κατὰ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἐπὶ δύο χιλιετίες γιὰ την διακονία τῆς λατρείας, τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς της (κήρυγμα). Δὲν ἔχουν ἄραγε τὸ δικαίωμα οἱ νεώτερες γενιὲς νὰ παραλάβουν τοὺς θησαυρούς της, ὡς πατρικὴ κληρονομιά, καὶ ὄχι μόνον ἕνα μέρος της, τὴ Νεοελληνική; Καὶ μήπως μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, θὰ χρειάζεται καὶ αὐτὴ ἀνανέωση;
Ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια προσεγγίζει τὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πραγματικὴ «οὐσία» καὶ τὸ μεγαλεῖο τους»
Πῶς μποροῦν νὰ μεταφρασθοῦν τὰ ὡραιότατα ὑμνολογικὰ κείμενα ,ὅπου κάθε στίχος εἶναι καὶ μιὰ μουσικὴ φράση», τὰ ὁποῖα «σύγκρισιν οὐκ ἐδέξαντο, οὐδὲ δέξονται μέχρις ἂν ὁ καθ᾽ ἡμᾶς βίος περαιωθῇ» καὶ τα ὁποῖα εἶναι ἀποτέλεσμα τελείας συνθέσεως ἀπὸ τὴν ἐπένδυση τῆς θείας χάριτος, τὴν μελωδικότητα τὼν γραφομένων, τὴν ἀρτιότητα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν νοημάτων;
Μὲ πόση σαφήνεια θὰ μεταφερθῆ τὸ τριαδολογικὸ δόγμα (ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις), τὸ χριστολογικό, ἡ κοινότητα ζωῆς μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὀντολογικὴ μετοχή τους στὸ οἰκουμενικὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἐπανέλθουν προβλήματα, τὰ ὁποῖα ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς πρώτους της αἰῶνες; (Ἀρειανισμός, Μονοφυσιτισμός), ἢ μήπως προκύψουν νέα; Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν ἔλειψαν.
Γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα δὲν χρειάζεται μετάφραση, ἀλλὰ ἑρμηνεία, ἐξήγηση κατήχηση, μὲ περιεχόμενο μυσταγωγικὸ καὶ ὄχι ἠθικολογικὸ ἢ γνωσιολογικὸ μόνον. Αὐτὰ προϋποθέτουν μαθητεία, ἐξοικείωση, προθυμία καὶ ἄσκηση, μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐνορίας, ὅπου μὲ τὴν βοήθεια κληρικῶν, γονέων, κατηχητῶν κ.λπ. οἱ νεώτεροι θὰ λάβουν ἀφορμὲς γιὰ μεγαλύτερη ἐμβάθυνση καὶ θὰ γίνουν πρόσωπα ἐλεύθερα, ὄχι χειραγωγούμενη μᾶζα, ἀκολουθοῦσα εὔκολες λύσεις, ποὺ σκεπάζουν τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ραθυμία, μέσα σὲ πληθώρα προβλημάτων, ὑπαρξιακῶν καὶ καθημερινῶν.
Τὸ ὅλο θέμα δὲν συνιστᾶ πρόβλημα γλωσσικῆς κατανοήσεως (νοησιαρχία), ἀλλὰ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ καὶ συγκροτήσεως. Ὁ εὐσεβὴς χριστιανός, κι ἂν δὲν διαθέτει παιδεία ἐγκεφαλική, μπορεῖ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του νὰ προσεγγίση τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν καρδιά του καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες φαίνεται ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατὸν) βιωματικὸς λόγος (μέθεξις) γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Xριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Mεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως). Μήπως ἂν γίνει μετάφραση τὴν γλῶσσα, ἀνοίγει ὁ δρόμος καὶ γιὰ «μεταφράσεις» (ἀλλαγὲς) σὲ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς «γλῶσσες», ὅπως ἡ εἰκονογραφία, ἡ μουσική, τὸ Τυπικό, ἡ ἀμφίεση τῶν κληρικῶν, τὰ εὐχαριστιακὰ εἴδη, οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἀγροτοποιμενικὴ ζωὴ στὰ Εὐαγγέλια, ἡ ἴδια ἡ ἀναίμακτη Θυσία κ. ἄ.
Τὸ πρόβλημα «μετάφραση» ἐντάσσεται, ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε, στὰ γενικότερα πλαίσια τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου μέσῳ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς γλώσσης καὶ τῆς σκέψεως.
Ζοῦμε σ᾽ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη. Ἄραγε εἶναι σκόπιμη ἡ αὐτοεμπλοκὴ τῆς (ἑλληνόφωνης) Ἐκκλησίας σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὶς ἔννοιες, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐν ῶ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;
Ἂς μὴ ἐγκλωβιστοῦμε στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῆς νοησιαρχίας. Ἂς ἐργασθοῦμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν εὐλογημένη «μέθεξη» μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως κατὰ χάριν.
Τέλος, μὲ εὐλάβεια καὶ υἱικὸ σεβασμό, παρακαλοῦμε τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπαναλαμβάνουσα ἀνάλογες ἐνέργειές της τοῦ παρελθόντος, νὰ διασφαλίση καὶ σήμερα τὸ ἀμετάφραστον τῶν κειμένων καὶ ἀναγνωσμάτων τῆς λατρείας, μεριμνῶσα ὅμως παραλλήλως γιὰ τὴν προσφορὰ μεταφράσεών τους γιὰ ἰδιωτικὴ χρήση καὶ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ λαοῦ μας διὰ τὴν συμμετοχή του στὴν λατρεία.