- Ἡ Ἁγία Πελαγία
- Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ὁ Θαυματουργὸς
- Οἱ Ἅγιοι Ἀφροδίσιος, Μίσδας (ἢ Μελής), Μακρόβιος, Οὐαλεριανός, Λεόντιος, Ἀντωνῖνος (ἢ Ἀντώνιος) καὶ τὸ ὑπόλοιπο ἅγιο πλῆθος, ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σκυθούπολη
- Ἀνακομιδὴ Λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου, φίλου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς
- Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μηδικίου
- Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ποὺ ἡσύχαζε στοὺς ἐρημικότερους τόπους τοῦ Ἄθωνος
- Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ἡ Ἁγία Πελαγία
Κατοικοῦσε στὴ Ῥώμη, ἀλλὰ ἡ καταγωγή της ἦταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Τότε αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Διοκλητιανός, καὶ ἡ Ῥώμη ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ ἀκρόπολη τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἦταν αἰσθητή. Ἡ Πελαγία, λοιπόν, εἶδε σὲ ὅραμα ἕναν ἐπίσκοπο, ποὺ τὴν παρακαλοῦσε νὰ τὴν βαπτίσει. Ὅταν ξύπνησε, πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὴν μητέρα της, μὲ πρόσχημα ὅτι θὰ πάει στὴν τροφό της. Ἀλλὰ αὐτὴ πῆγε στὸν τότε ἐπίσκοπο Ῥώμης Λίνο καὶ βαπτίσθηκε χριστιανή. Ἡ χαρά της ἦταν ἀνεκλάλητη. Ἀφοῦ παρέδωσε τὴν πολυτελή της ἐνδυμασία στὸν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ τὴν πουλήσει καὶ νὰ διαθέσει τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, ντύθηκε τὴν στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν τροφό της. Αὐτὴ μόλις τὴν εἶδε, ἔξεμανη καὶ τὴν ἔδιωξε. Ἡ Πελαγία ἀποφάσισε τότε νὰ πάει στὴ μητέρα της, ἐλπίζοντας στὴ μητρική της στοργή. Ὅταν, ὅμως, τὴν εἶδε ἡ μητέρα τῆς μ᾿ αὐτὰ τὰ ῥοῦχα, ἀναστατώθηκε. Μὲ δάκρυα πολλὰ τὴν ἱκέτευε νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀρχική της κατάσταση. Ἡ Πελαγία λυπήθηκε, ἀλλὰ στάθηκε ἀμετακίνητη στὸ φρόνημά της. Αὐτὸ μόλις τὸ ἔμαθε ὁ γιὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ ἦταν ἀῤῥαβωνιαστικὸς τῆς Πελαγίας, ἀπὸ τὴν λύπη του αὐτοκτόνησε. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν ἄργησε νὰ ἀνακαλύψει ὅτι αἰτία τῆς αὐτοκτονίας τοῦ γιοῦ του ἦταν ἡ Πελαγία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ δίστασε νὰ τὴν θανατώσει μέσα σ᾿ ἕνα χάλκινο πυρακτωμένο βόδι. Ἔτσι, ἡ καλλιπάρθενος Πελαγία ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸ λυτρωτὴ καὶ νυμφίο της Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ὁ Θαυματουργὸς
Ἡ θερμότητα τῆς πίστης καὶ ἡ καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὸν ἀνέδειξαν πολὺ νωρὶς ἄξιο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τὸν ἀξίωσε καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Θεράπευσε παραλυτικοὺς καὶ χωλούς, ἔλυσε μὲ τὴν προσευχή του τὴν ἀνομβρία καὶ πολλοὺς δαιμονισμένους ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν μάστιγά τους, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου ζοῦσε μέσα σὲ μία καλύβη. Ἐκεῖ μελετοῦσε καὶ προσευχόταν, ἀγωνιζόμενος νὰ καταρτίσει πνευματικότερα τὸν ἑαυτό του, μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε καὶ πάλι μέσα στὴν κοινωνία, ἐξακολουθῶντας τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θεραπεῖες. Μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἀπαίτηση, δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας. Στὸ νέο αὐτὸ ἱερὸ ὑπούργημα, ἐξετέλεσε εὐσυνείδητα ὅλα τὰ καθήκοντα τοῦ καλοῦ πρεσβυτέρου. Ὑπῆρξε πατέρας καὶ διδάσκαλος, φίλος της ἀλήθειας, ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπόδειγμα πνευματικῆς γλώσσας, συναναστροφῆς, καὶ ζωῆς ἀμέμπτου. Ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, καταγινόμενος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, μὲ τέτοια θεάρεστα ἔργα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀφροδίσιος, Μίσδας (ἢ Μελής), Μακρόβιος, Οὐαλεριανός, Λεόντιος, Ἀντωνῖνος (ἢ Ἀντώνιος) καὶ τὸ ὑπόλοιπο ἅγιο πλῆθος, ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σκυθούπολη
ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρμητα στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση γιὰ τὶς ἀπάνθρωπες ἐνέργειές του κατὰ τῶν χριστιανῶν. Κατόπιν συνέτριψαν τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ προκάλεσαν τὸν θυμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν μὲ πέτρες καὶ ῥόπαλα καὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν ὅλους. Τὰ δὲ λείψανά τους, τὰ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί, τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς καὶ ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ ἀνήγειραν ναό. Ἡ δὲ σύναξή τους τελεῖται στὸ ἀποστολεῖο τοῦ Ἰακώβου Ἄδελφοθεου, ποὺ βρίσκεται μέσα στὸν σεβάσμιο οἶκο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στοὺς Χαλκοπρατείους.
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου, φίλου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς
Ἡ ἀνακομιδὴ αὐτὴ ἔγινε ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ τὸ 890. Τελεῖται δὲ αὐτῶν ἡ Σύναξις στὴ Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁ προαναφερόμενος βασιλιὰς καὶ εἶναι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Ἐπίσης συνεορτάζονται καὶ τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας μέσα στὴ Μονή (βλέπε καὶ 17 Ὀκτωβρίου).
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μηδικίου
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων, ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀναχώρησε στὰ ὄρη (ἐπὶ Πατριάρχου Ταρασίου, 784-806), καταγινόμενος μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς γιὰ τὴν εἰρήνη μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις ἔγινε ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τοῦ Μηδικίου, ποὺ βρίσκεται στὰ Μουδανιά. Τὸ 814 ἐπὶ Λέοντος Ε´ τοῦ Ἀρμενίου, ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι του, διότι ἦταν προσκυνητὴς τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ταλαιπωρίες, κλείστηκε μέσα σὲ μία σκοτεινὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ποὺ ἡσύχαζε στοὺς ἐρημικότερους τόπους τοῦ Ἄθωνος
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἀσκητικότερων ἀνδρῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀσχολήθηκε μὲ πολὺ ζῆλο στὰ ζητήματα τῆς ἄκρας ἐγρήγορσης τοῦ νοῦ, τῆς ὑπερκόσμιας ὕψωσης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μεταρσίου καὶ ἀπερισπάστου προσευχῆς. Τὶς κατάλληλες μεθόδους γι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, συμπεριέλαβε στὸ ἔργο του περὶ νοερᾶς προσευχῆς (Φιλοκαλία).
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἡμέρες της βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου τὸ ἔτος 937