Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 8 Μαρτίου 2015 - Κυριακή Β´ Νηστειών
᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του
καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω,ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν
καὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
(Μαρκ. β´ 1-12)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Καπερναοὺμ, καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν, παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ᾿Ιδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ῏Ησαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;
Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῞Ινα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας — λέγει τῷ παραλυτικῷ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε πάλι ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. ᾿Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δὲν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τοὺς κήρυττε τὸ μήνυμά του. ῎Ερχονται τότε μερικοὶ πρὸς αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν φέρουν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τὴ στέγη πάνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. ῞Οταν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παράλυτο· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοὶ γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους· «Μὰ πῶς μιλάει αὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός».
᾿Αμέσως κατάλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι αὐτὰ σκέφτονται καὶ τοὺς λέει· «Γιατί κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παράλυτο· “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἢ νὰ τοῦ πῶ, “σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ *Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες» -λέει στὸν παράλυτο· «Σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». ᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε δεῖ!»
καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω,ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν
καὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
(Μαρκ. β´ 1-12)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Καπερναοὺμ, καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν, παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ᾿Ιδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ῏Ησαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;
Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῞Ινα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας — λέγει τῷ παραλυτικῷ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε πάλι ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. ᾿Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δὲν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τοὺς κήρυττε τὸ μήνυμά του. ῎Ερχονται τότε μερικοὶ πρὸς αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν φέρουν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τὴ στέγη πάνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. ῞Οταν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παράλυτο· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοὶ γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους· «Μὰ πῶς μιλάει αὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός».
᾿Αμέσως κατάλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι αὐτὰ σκέφτονται καὶ τοὺς λέει· «Γιατί κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παράλυτο· “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἢ νὰ τοῦ πῶ, “σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ *Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες» -λέει στὸν παράλυτο· «Σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». ᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε δεῖ!»