Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾῾Η δέ ἄνω ῾Ιερουσαλήμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστίν μήτηρ
πάντων ἡμῶν᾽ ( Γαλ. 4, 26)
α.
῾Η ὑπέρβαση τῆς στειρότητας τῆς ἁγίας ῎Αννας, μητέρας τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου,
διά τῆς ἐν πίστει στόν Θεό προσευχῆς της, εἶναι ἡ αἰτία πού ἡ ᾽Εκκλησία μας
ἐπέλεξε σήμερα τό συγκεκριμένο ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου
Παύλου ἀνάγνωσμα. ῾Ο ἀπόστολος θυμίζει στούς Γαλάτες ὅτι ἀπό τά δύο τέκνα
τοῦ ᾽Αβραάμ – τόν ᾽Ισμαήλ ἀπό τή γόνιμη δούλη
του ῎Αγαρ καί τόν ᾽Ισαάκ ἀπό τήν ἐλεύθερη ἀλλά στείρα γυναίκα
του Σάρρα - ἐκεῖνο πού εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό ἦταν ὁ γιός τῆς στείρας γυναίκας
του, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ᾽Ισραήλ. Κι
αὐτό γιατί ἦταν ὁ καρπός τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ καί τῆς πίστεως τοῦ ᾽Αβραάμ.
᾽Αντιστοίχως λειτούργησε καί ἡ εὐλογία πού δόθηκε στή στείρα ῎Αννα:
γέννησε τήν Παναγία μας πού ἦταν καί αὐτή ὁ καρπός τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς
τῶν γονέων της καί ἀναδείχθηκε ἡ γέφυρα ῾δι᾽ ἧς κατέβη᾽
ὁ Θεός στόν κόσμο ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, μέ ἀποτέλεσμα τή σωτηρία τοῦ
σύμπαντος κόσμου.
β.
1. Δέν θά σταθοῦμε σήμερα στήν ἁγία ῎Αννα καί στόν ἅγιο ᾽Ιωακείμ, τούς σεμνούς
καί δικαίους αὐτούς ἀνθρώπους ἀπό τήν εὐλογημένη σχέση τῶν ὁποίων προῆλθε ἡ
κατεξοχήν ῾Κεχαριτωμένη θεόπαις
Μαριάμ᾽ - ὅ,τι συνιστᾶ καί τό περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Μολονότι ἡ
᾽Εκκλησία μας προβάλλει τήν ἁγιότητα καί τή δικαιοσύνη τους, προκειμένου νά
τονίσει βεβαίως τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ, ἐκεῖνο πού θά μᾶς ἀπασχολήσει
περισσότερο εἶναι ἡ θεολογική ἀποτίμηση πού κάνει στό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος
Παῦλος γιά τήν ῾ἀλληγορούμενην᾽
Σάρρα, στό πρόσωπο τῆς ὁποίας εἰκονίζεται ἡ ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, δηλαδή ἡ ᾽Εκκλησία
πού ἵδρυσε ὁ Χριστός, ῾ἥτις ἐστίν μήτηρ
πάντων ἡμῶν᾽.
2. ῾Η ἄνω ῾Ιερουσαλήμ λοιπόν, ἡ ᾽Εκκλησία,
εἶναι, κατά τόν ἀπόστολο, ἡ μητέρα ὅλων μας. ῎Οχι μόνο μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων ἤ
ἑνός ἔθνους – αὐτό πού τόνιζε ἡ ῾ἐπίγειος
῾Ιερουσαλήμ᾽: τό γένος τῶν ῾Εβραίων - ἀλλά τοῦ κάθε ἀνθρώπου σέ ὅλα τά μήκη
καί τά πλάτη τῆς γῆς· κι ἀκόμη: τῆς κάθε ἐποχῆς εἴτε τῆς παρελθούσας εἴτε τῆς παρούσας εἴτε
κι αὐτῆς τῆς μέλλουσας. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Μάνα αὐτή εἶναι ἡ ἴδια καί γιά
τούς στόν κόσμο τοῦτο ζῶντες: τή στρατευόμενη λεγόμενη ᾽Εκκλησία, καί γιά τούς
κεκοιμημένους – τή θριαμβεύουσα ὀνομαζόμενη.
Ποιά ἡ αἰτία γιά τήν τεράστια αὐτή ἀγκαλιά μιᾶς Μάνας πού
ποτέ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας τῆς ἀνθρωπότητος δέν φάνηκε παρόμοια κι οὔτε
ποτέ θά φανεῖ; Ποῦ ἔγκειται δηλαδή ἡ ἀπόλυτη αὐτή μοναδικότητά της; Στό γεγονός
ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ἄνω αὐτή ῾Ιερουσαλήμ συνιστᾶ τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας
᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Καί αὐτός ἐστιν κεφαλή
τοῦ σώματος, τῆς ᾽Εκκλησίας᾽. ᾽Επειδή λοιπόν ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ῾σάρξ ἐγένετο καί
ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν᾽ καί μέ τήν ἐνσάρκωσή Του αὐτή προσέλαβε τόν ἄνθρωπο μέσα
στό σῶμα Του ῾ὅ ἐστιν ἡ ᾽Εκκλησία᾽,
γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς καί τό σῶμα Του αὐτό ἔγινε ἡ Μάνα ὅλων. Πῶς ἀλλιῶς λοιπόν θά
χαρακτηριστεῖ αὐτή - ὁ ῾τόπος᾽ στόν ὁποῖο ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος καί
διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί του γιά νά δεῖ καί νά ζήσει τήν ἀλήθεια αὐτή τῆς
πατρότητας τοῦ Χριστοῦ - παρά μέ τήν ἱερή λέξη τῆς Μητέρας;
Μέ
ἄλλα λόγια ἡ ᾽Εκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι Μητέρα μας, διότι προσφέροντας τήν
ἐν Χριστῷ γέννησή μας μᾶς κάνει νά ζοῦμε Αὐτόν ὡς Πατέρα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ
κολυμβήθρα χαρακτηρίζεται ὡς ἡ ῾κοιλιά᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἐνῶ στῆθος της θεωρεῖται
κατεξοχήν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μέ τό ὁποῖο τρεφόμαστε τήν ἀληθινή
τροφή – τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Δημιουργοῦ μας – καί στό ὁποῖο Τόν παρακαλοῦμε
νά μᾶς καταξιώνει ῾μετά παρρησίας,
ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Αὐτόν Πατέρα᾽. Πόσο ὄμορφα ἐκφράζει τήν
ἀλήθεια αὐτή μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἁγίων μας βεβαίως καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης
Χρυσόστομος ὅταν τονίζει: ῾Κανείς δέν
μπορεῖ νά ἔχει τόν Θεό Πατέρα, ἄν δέν ἔχει τήν ᾽Εκκλησία Μητέρα᾽!
3. Στήν
πραγματικότητα βέβαια οἱ ὅροι, οἱ λέξεις ἔχουν σημασία στόν βαθμό πού ἀποτελοῦν
ὀχήματα ἐννοιῶν. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι εἴτε μιλᾶμε γιά τόν Πατέρα εἴτε γιά τή
Μητέρα καί τά τέκνα ἀναφερόμαστε ὄχι σέ κάτι ἐξωτερικό καί ἐπιφανειακό, ἀλλά σέ
ὅ,τι παραπέμπει στή στενότερη καί οὐσιαστικότερη σχέση πού ὑπάρχει: τή σχέση
αἵματος, δηλαδή τήν ὀργανική καί σχεδόν σχέση ταύτισης πού ὑφίσταται μεταξύ
γονέων καί τέκνων. ῾Ο πιστός δηλαδή μέσα στή Μάνα ᾽Εκκλησία ζεῖ ὡς ῞Ενα μέ τόν
Χριστό - ῾ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί
Χριστός᾽ κατά τόν ἀπόστολο – γι᾽ αὐτό καί τελικῶς ἤ Πατέρα πεῖ κανείς τόν
Χριστό ἤ Μητέρα του εἶναι τό ἴδιο. Μιλᾶμε ἄλλωστε γιά τήν ᾽Εκκλησία πού ὡς σῶμα
Χριστοῦ εἶναι αὐτός ὁ Κύριος. ῾῾Ο Χριστός
παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας᾽ εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία, κατά τή γνωστή φράση
ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας μας
- μᾶς εἶπε ὅτι καί ἐμεῖς γινόμαστε μητέρα Του καί ἀδέλφια Του, πολύ περισσότερο
δέν ἰσχύει τοῦτο γιά τή μητρότητα ᾽Εκείνου ἀπέναντί μας; ῾Μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου
οὗτοί εἰσιν, οἱ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καί τηροῦντες
αὐτόν᾽;
4.
Κι ἀκριβῶς τά τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου θέτουν τίς προϋποθέσεις ὀρθῆς βίωσης
ἀπό πλευρᾶς μας τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας Αὐτοῦ, ὅπως καί τῆς ᾽Εκκλησίας
Του. Διότι ναί μέν τό βάπτισμα συνιστᾶ τήν ἐν Χριστῷ γέννησή μας, τό χρίσμα τήν
ἐν Χριστῷ κίνησή μας διά τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ Θεία Εὐχαριστία
τήν ἐν Κυρίῳ τροφή μας, ὅμως αὐτά δέν λειτουργοῦν μαγικά καί αὐτόματα. ῾Συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ πού σημαίνει: ἄν κι
ἐμεῖς δέν ἀνταποκριθοῦμε στίς δωρεές τῆς χάρης Του, ὄχι μόνον δέν λειτουργοῦν
αὐτές σωστά, ἀλλά γίνονται καί
προσκόμματα καί πράγματα ἐπικίνδυνα γιά τήν πνευματική ζωή μας. ῾Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοί μή φέρον καρπόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται᾽
σημειώνει ὁ Κύριος. ῾Η ἑνότητα μέ τόν Κύριο μᾶς δόθηκε διά τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά
ἡ καρποφορία ἐξαρτᾶται καί ἀπό ἐμᾶς.
῾Οἱ τόν λόγον τοῦ
Θεοῦ ἀκούοντες καί τηροῦντες αὐτόν᾽ λοιπόν. ῾Η δική μας εὐθύνη γιά νά
εἴμαστε παιδιά τῆς Μάνας ᾽Εκκλησίας καί τοῦ Πατέρα Θεοῦ μας εἶναι νά βρισκόμαστε
πάνω τίς ἐντολές Του. ῞Οσο γνωρίζουμε τίς ἐντολές Του καί προπαντός προσπαθοῦμε
νά τίς τηροῦμε, τόσο περισσότερο καί ἡ υἱϊκή σχέση μας μαζί Του θά διατηρεῖται
καί θά αὐξάνει. Διαφορετικά, μόνον ἡ ἐν Χριστῷ γέννησή μας διά τοῦ βαπτίσματος
χωρίς τή δική μας ἀνταπόκριση θά κατανοεῖται ὡς σφράγισμα ἑνός ἄδειου σακκιοῦ
(Γέρων Παΐσιος). Κι ἐπειδή ὅλες οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ
συγκεφαλαιώνονται στήν πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον καί τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο - ῾αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν
τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους᾽ - συνεπῶς στόν βαθμό πού ἔχουμε τήν πίστη καί
τήν ἀγάπη αὐτή ζοῦμε ὡς γνήσια τέκνα Του καί ὄχι ὡς νόθα πού καπηλεύονται τό
ἅγιο ὄνομά Του.
γ.
Δύο συμπεράσματα βγαίνουν κατά φυσικό τρόπο:
(α) ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι, ἰδιαιτέρως οἱ ἐν Χριστῷ
βαπτισμένοι καί μέλη συνεπῶς τῆς Μάνας ᾽Εκκλησίας, εἴμαστε μεταξύ μας ἀδέλφια.
Δέν εἶναι σχῆμα λόγου ὁ χαρακτηρισμός τοῦ κάθε χριστιανοῦ καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου
ὡς ἀδελφοῦ στήν ᾽Εκκλησία μας. ῞Οταν οἱ
χριστιανοί ἐνεργείᾳ καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δυνάμει βγαίνουμε ἀπό τήν ἴδια ῾κοιλιά᾽
αὐτῆς, τήν κολυμβήθρα, κι ὅταν τόν ἴδιο Θεό ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρα, κι ἀκόμη:
ὅταν ρέει στίς φλέβες μας τό ἴδιο αἷμα τοῦ Κυρίου μας, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει
ἄλλος χαρακτηρισμός ἀπό αὐτόν, δηλαδή τοῦ ἀδελφοῦ. ῾Πάντες εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ᾽.
(β) ῎Αν δέν μπορεῖς νά ἔχεις τόν Θεό Πατέρα χωρίς νά
ἔχεις τήν ᾽Εκκλησία Μάνα, σημαίνει ὅτι διαγράφοντας γιά διαφόρους λόγους τήν
᾽Εκκλησία ἀδυνατεῖς νά σχετιστεῖς ἀληθινά καί πραγματικά μέ τόν Θεό. ῾Η πρόχειρη
δικαιολογία ὅτι οἱ κληρικοί δέν ζοῦν πολλές φορές ὅπως πρέπει εἶναι πιά
παιδαριώδης: ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς καί ποικιλοτρόπως ὅτι οἱ κληρικοί συνιστοῦν
καί αὐτοί μέλη τῆς ᾽Εκκλησίας καί δέν συγκροτοῦν αὐτοί τήν ᾽Εκκλησία. Τυχόν
πτώση κάποιου ἤ κάποιων κληρικῶν, ἁπλῶν ἤ μεγαλοσχημόνων, δέν ἐπηρεάζει τό εἶναι
καί τή λειτουργία της, ἀφοῦ ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ἁγία καί ἄμωμος λόγω τοῦ Χριστοῦ
ὡς κεφαλῆς Της καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς ψυχῆς της. ῾Οπότε: μή πετροβολᾶμε τή Μάνα μας, ἄν θέλουμε νά
ἔχουμε τόν Πατέρα μας καί νά μή νιώθουμε ὀρφανοί κι ἐδῶ στή γῆ καί αἰωνίως. Τό
ὅποιο πετροβόλημα μέ ἄλλα λόγια γυρίζει τελικῶς πίσω, δηλαδή ἐπάνω στά κεφάλια
μας.